Ζητείται «πολιτικό αντιστάθμισμα»

Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός επεδίωκαν -και συνεχίζουν να επιδιώκουν- να αποκτήσουν ένα πολιτικό αντίβαρο, ένα θετικό πολιτικό κεφάλαιο απέναντι στα σκληρά μνημονιακά μέτρα, προκειμένου να διατηρήσουν την κοινωνική εμπιστοσύνη και τη στήριξη των πολιτών.

Παρά το γεγονός όμως ότι οι μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις είχαν σχετικώς καλά ή τουλάχιστον ανεκτά αποτελέσματα, δεν μπόρεσε να υπάρξει ένα σοβαρό πολιτικό αντιστάθμισμα απέναντι στον μνημονιακό μονόδρομο. Ο λόγος είναι προφανής:

Αποτελεί μείζονα πολιτική απόφαση του συστήματος Σόιμπλε και των δανειστών να μην παρασχεθεί κανένα πεδίο πολιτικής αυτονομίας στην ελληνική κυβέρνηση.

Ο τρόπος, η μεθόδευση, και οι παραμηχανισμοί που ενεργοποιήθηκαν αυτόματα, προκειμένου να αποσυρθεί και να παγώσει το, στοιχειώδες άλλωστε, τμήμα του περίφημου παράλληλου προγράμματος, καταδεικνύει τις προθέσεις της γερμανικής ελίτ και των εγχωρίων εντολοδόχων της.

Ο πολιτικός έλεγχος, η αυστηρή κηδεμόνευση των κυβερνήσεων, αποτελεί για την οικονομικοπολιτική γερμανική ελίτ τον απόλυτο στόχο και μάλιστα σε μια περίοδο όπου διαμορφώνονται ιστορικού χαρακτήρα αλλαγές στον ευρωπαϊκό Νότο. Το σύστημα Σόιμπλε, η γερμανική ελίτ δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ, ούτε και ενδιαφέρονται και τώρα, για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Στόχος τους εδώ και έναν χρόνο είναι είτε η πλήρης ενσωμάτωση, η απαξίωση και ο πλήρης πολιτικοϊδεολογικός «αφοπλισμός» του ΣΥΡΙΖΑ είτε η ανατροπή του και ο διορισμός χειραγωγούμενων κυβερνήσεων.

Αυτή η στρατηγική δεν πρόκειται να αλλάξει. Όμως όσο δεν υπάρχουν θετικά πολιτικά αντισταθμίσματα τόσο περισσότερο διευρύνεται η απογοήτευση και η αποστασιοποίηση των πολιτών. Η φράση «δεν μπορεί να γίνει τίποτα» προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μιας ευρύτερης συλλογικού χαρακτήρα αντίληψης για το σήμερα και το αύριο.

Η αντίφαση αυτή διαπερνά και την ίδια την κυβερνητική πλειοψηφία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτή η κατάσταση άμυνας, στασιμότητας και μονόπλευρης διαχείρισης των μνημονιακών επιταγών μπορεί να αποβεί διαλυτική όσο παρατείνεται επ’ αόριστον.

Η μέθοδος της «πολιτικής ασφυξίας», η διαδικασία του «πολιτικού πνιγμού» της κυβέρνησης μέσω της μονόδρομης εφαρμογής μνημονιακών πολιτικών έχει τεθεί σε πλήρη εφαρμογή.

Το επόμενο δίμηνο θα κριθεί η δυνατότητα της κυβέρνησης να υπερβεί την μνημονιακή καθήλωση μέσα από μια επιθετικού τύπου πολιτική που προϋποθέτει: Την προώθηση και ψήφιση του παράλληλου προγράμματος, τη συμφωνία στα κρίσιμα πεδία του Ασφαλιστικού, της φορολόγησης των αγροτών και των πλειστηριασμών, με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες. Μέσα από την αλληλουχία των στόχων αυτών είναι δυνατόν να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την ανάκτηση ενός τμήματος του πολιτικού κεφαλαίου που επιδιώκει η κυβέρνηση.

Απαιτείται πείσμα, υπομονή, πολιτική αντοχή, σαφής σχεδιασμός στόχων και βημάτων από την πλευρά της κυβέρνησης. Και κυρίως διατήρηση τόσο της εσωτερικής της συνοχής όσο και της σχέσης της με την κοινωνική – ταξική πλειοψηφία που εκπροσωπεί. Δεν υπάρχουν ούτε εύκολες ούτε αυτονόητες λύσεις.

Ο Νότος αναζητεί διέξοδο

Όπως αποδεικνύεται από το παράδειγμα της Ελλάδας αλλά και από τις σημαντικές -ιστορικού χαρακτήρα- εξελίξεις στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι πολιτικές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της στρατηγικής της λιτότητας και των Μνημονίων έχουν διαμορφώσει πρωτόγνωρες και πολυσύνθετες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις.

Οι πολιτικές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την έντονη εσωτερική ταξικότητα, ιδιαίτερα στις κοινωνίες του Νότου. Η βίαιη αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, η απώλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων, η κατάρρευση τμημάτων της μεσαίας τάξης αποτελούν ιστορικές εξελίξεις, που αφορούν -κατά επίπεδα- μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία.

Όμως αντίστοιχα υπάρχουν κοινωνικά – οικονομικά στρώματα που ευνοούνται σκανδαλωδώς από το νεοφιλελεύθερο – χρηματοπιστωτικό πρότυπο, ισχυρές ομάδες νεο-καπιταλιστών, ενώ γύρω τους συστοιχούνται κοινωνικές ομάδες και επιμέρους συμφέροντα που επωφελούνται -έστω και μερικώς, έστω και έμμεσα- από τη διαδικασία της άνισης ανακατανομής και των βίαιων αναπροσαρμογών.

Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές της λιτότητας, της χρηματοπιστωτικής ασυδοσίας, του ακραίου ανταγωνισμού διαμορφώνουν τα δικά τους πεδία συναίνεσης με τις κοινωνικές αυτές ομάδες. Γι’ αυτό και παρατηρούμε ότι στην Ισπανία, π.χ., το Λαϊκό Κόμμα, αν και υπέστη σημαντικές απώλειες της τάξης του 15% στο εκλογικό του ποσοστό, εξακολουθεί να εκφράζει τις ομάδες των συστημικών αυτών συμφερόντων, που διευρύνονται αναπόφευκτα από τον φόβο για την αλλαγή και τον συντηρητισμό που γεννά η απελπισία μιας μερίδας πολιτών.

Μια ανάλογη, πολυσύνθετη, οικονομικοκοινωνική εξέλιξη διαμορφώνεται και στη χώρα μας, η πολυπλοκότητα της οποίας δεν προσφέρει εύκολες λύσεις. Η Ισπανία, και εν μέρει η Πορτογαλία ζουν την περίοδο αυτή ένα ανάλογο ιστορικό πολιτικό φαινόμενο με εκείνο που βιώσαμε στη χώρα μας στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012… Η Ιστορία, έστω και με επώδυνο τρόπο, έστω και με αργούς ρυθμούς, γυρίζει σελίδα…

Οι ευρωπαϊκές εξελίξεις, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, θα επηρεάσουν ασφαλώς και την πορεία των εξελίξεων στη χώρα μας, όπως ακριβώς το ελληνικό παράδειγμα του τελευταίου χρόνου άνοιξε νέες προοπτικές στις χώρες αυτές.

Κυβέρνηση: Μόνη εναντίον όλων

Η ελληνική κυβέρνηση πάντως έχει να αντιμετωπίσει τον διαρκή πολιτικό και οικονομικό πόλεμο του συστήματος Σόιμπλε, χωρίς να διαθέτει στο εσωτερικό κάποιον βαθμό συναίνεσης από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Αντίθετα, η ευστόχως αποκληθείσα «τρόικα εσωτερικού» (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Ποτάμι) λειτουργεί συχνά ως το «μακρύ χέρι» των δανειστών και της ομάδας Σόιμπλε, με πρόσφατο παράδειγμα την ανοιχτή προβοκάτσια κατά του παράλληλου προγράμματος.

Οι εξελίξεις στη ΝΔ με την εκλογή του νέου αρχηγού μόνο επιφανειακά μετατοπίζουν το κέντρο βάρους της πολιτικής που ακολουθεί η ίδια εδώ και έξι χρόνια. Το άλλοθι της επικράτησης του καραμανλικού στρατοπέδου δεν μπορεί να καλύψει την ισχύ και συνύπαρξη των δύο άλλων παράλληλων -και συγκλινόντων στην πράξη- ισχυρών ρευμάτων στο εσωτερικό της ΝΔ.

Ο Κ. Μητσοτάκης εκπροσωπεί τη γνωστή αντικοινωνική / νεοφιλελεύθερη αντίληψη και το υψηλό ποσοστό του 30% του πρώτου γύρου αποκαλύπτει την ευρεία αποικιοποίηση της ίδιας της βάσης της ΝΔ από τις μνημονιακές αντιλήψεις και επιλογές.

Αυτό το ρεύμα κινείται παράπλευρα και συμπληρωματικά τόσο προς τη γνωστή νεοφασίζουσα Ακροδεξιά του Άδ. Γεωργιάδη όσο και προς το «ομιχλώδες» ακροδεξιό – σαμαρικό και ακραίως συντηρητικό βασιλοχουντικό κύκλωμα που στήριξε στον α’ γύρο τον Τζιτζικώστα.

Η μετατόπιση, συνεπώς, που αναπόφευκτα θα επιχειρήσει να επιτύχει ο -πιθανώς νέος πρόεδρος- Β. Μεϊμαράκης έχει πεπερασμένα πολιτικοϊδεολογικά και κοινωνικά περιθώρια… Η ουσιαστική αλλαγή, άλλωστε, στρατηγικής και φυσιογνωμίας απαιτεί ιδιαίτερο πολιτικό βάρος κι αυτό για την ηγετική ομάδα της ΝΔ και τους «φυλάρχους» της αποτελεί αγαθό εν πλήρη ανεπαρκεία…


Σχολιάστε εδώ