Άξιοι για το Νόμπελ Ειρήνης οι κάτοικοι των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου
Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς, ως κύριοι εκφραστές της ελληνικής διπλωματίας, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν θετικές προϋποθέσεις προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι ελληνικές θέσεις σε ένα από τα σοβαρότερα θέματα της ευρωπαϊκής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών, το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό. Τα δύο αυτά θέματα δεν συνιστούν απλά πολιτικοκοινωνικά προβλήματα που επηρέασαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου αλλά και της πρωτεύουσας. Ιδιαίτερα όσον αφορά τους πρώτους, που με τη συμπεριφορά και τον ανθρωπισμό που επέδειξαν έναντι των προσφύγων -σε αντίθεση με πληθυσμούς άλλων χωρών που τους προπηλάκιζαν, έστηναν συρματοπλέγματα ή τους απωθούσαν εκτός των συνόρων- θα άξιζε, νομίζω, να τους απονεμηθεί συλλογικά ή στους δημοτικούς φορείς, ενδεχομένως και στις ελληνικές και ξένες ανθρωπιστικές οργανώσεις που περιέθαλψαν τους πρόσφυγες, το Νομπέλ Ειρήνης. Ας ριφθεί ως ιδέα ή πρόταση. Ως μαρτυρία, τα εύσημα του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, των ανθρωπιστικών οργανώσεων και του υπουργού των Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι. Σε πολιτικό επίπεδο, η ελληνική διπλωματία επέμεινε στην αναγωγή του Προσφυγικού σε ευρωπαϊκό και όχι απλά περιφερειακό ή διμερές πρόβλημα. Παρά τα διάφορα τεχνάσματα της γερμανικής διπλωματίας -συνεπικουρούμενης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή-, η Ελλάδα δεν έπεσε στις διάφορες παγίδες που στήθηκαν από αυτούς που επιθυμούσαν η αντιμετώπιση του Προσφυγικού να θεωρηθεί ως διμερές ελληνοτουρκικό θέμα. Όμως οι κίνδυνοι ελλοχεύουν. Και εκφράζονται με την πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συνοριακού στρατού σε αντικατάσταση της FRONTEX, με αρμοδιότητες που να επιβάλλονται της εθνικής κυριαρχίας. Ενδεχομένως η πρόταση που θα επανεξεταστεί από το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να περιέχει και θετικές ιδέες. Όμως τέτοιες ιδέες και αποφάσεις, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο έλληνας υπουργός των Εξωτερικών, δεν παίρνονται στο πόδι. Από ελληνικής πλευράς απαιτείται συνεχής παρακολούθηση και επαγρύπνηση σε ό,τι προβάλλεται επίσημα και όσα συζητούνται στο παρασκήνιο. Το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό επιδρά και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κυβέρνηση, από της αναλήψεως της διακυβέρνησης της χώρας τον Ιανουάριο του 2015, έδωσε μεγάλη προσοχή στις σχέσεις με την Τουρκία. Πραγματοποιήθηκαν, εκατέρωθεν, υψηλού επιπέδου επισκέψεις, με αποκορύφωμα τη βεβιασμένη ή και πρόωρη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού σε Κωνσταντινούπολη – Άγκυρα λίγες μόνο μέρες μετά τη θριαμβευτική εκλογική νίκη του κόμματος του τούρκου Προέδρου. Ήδη έχει αναγγελθεί και προγραμματισθεί η τέταρτη κατά σειρά σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας την προσεχή άνοιξη. Οι διαφορές με την Τουρκία παραμένουν. Το θετικό για την παρούσα κυβέρνηση είναι ότι επί των ημερών της και μέχρι στιγμής δεν έχει σημειωθεί όξυνση ή οπισθοδρόμηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κυβέρνηση Τσίπρα προσέγγισε τις σχέσεις με την Άγκυρα με πολιτικό ρεαλισμό και στο πνεύμα της αριστερής ιδεολογίας ότι οι λαοί μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους όταν συνομιλούν απευθείας. Να σημειωθεί ότι η Αθήνα απέφυγε να πάρει δημοσίως θέση στο θέμα της κατάρριψης του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους από την Τουρκία. Ωστόσο, από τον ίδιο τον έλληνα πρωθυπουργό επιχειρήθηκε ένας συσχετισμός με τις τουρκικές παραβιάσεις του εναερίου χώρου στο Αιγαίο . Στο Κυπριακό η κυβέρνηση ακολούθησε την πεπατημένη, δηλαδή οι πρωτοβουλίες ανήκουν στη Λευκωσία και η Αθήνα υποστηρίζει. Αυτή η θέση είναι δοκιμασμένη και έωλη. Όλοι γνωρίζουν ότι ο κυπριακός λαός χωρίς τη σθεναρή υποστήριξη της Ελλάδας δεν μπορεί να αντέξει τις τουρκικές και διεθνείς πιέσεις. Ήδη υψώνονται πολλές φωνές που επισείουν τον κίνδυνο ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες οδηγούν σε κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε συνδιοίκηση με τους Τουρκοκύπριους. Η Αθήνα, αν οι φόβοι αυτοί επαληθευθούν, θα φέρει τις ευθύνες της. Στα θετικά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ καταγράφονται οι πολυμερείς τριγωνικές συνεργασίες Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου και Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ με στόχο την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές τους, που προϋποθέτει την οριοθέτηση των μεταξύ τους ΑΟΖ. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τα Σκόπια, που επικεντρώνονται κυρίως στην εύρεση λύσης για την ονομασία της χώρας, κοινώς αποδεκτής, δεν σημειώθηκε εμφανής πρόοδος. Συνεχώς διέρρεαν πληροφορίες για κάποια κινητικότητα που στη συνέχεια διαψεύδονταν. Η επίσκεψη του σκοπιανού ΥΠΕΞ στην Αθήνα δεν αποκάλυψε αλλαγή στην αδιάλλακτη στάση των Σκοπίων. Θα πρέπει, ωστόσο, να εξαρθεί η στάση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου, ο οποίος θαρραλέα και υπεύθυνα υπενθύμισε ότι τα Σκόπια για την ονομασία της χώρας πρέπει να αρύονται από την ιστορική και πολιτιστική τους κληρονομιά και όχι να σφετερίζονται εκείνες άλλων χωρών. Μια τελευταία επισήμανση αφορά τη βαλκανική πολιτική της κυβέρνησης, δηλαδή την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεών μας με τους βαλκάνιους γείτονές μας. Στον τομέα αυτό η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερες επιτυχίες. Ορθώς απορρίπτει την έννοια της διείσδυσης στα Βαλκάνια, που υποδηλώνει καπιταλιστικές αντιλήψεις. Αποτελεί όμως γεγονός ότι η Ελλάδα από καιρού έχει απολέσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια. Στον χρόνο που πέρασε ελάχιστες ήταν οι πολιτικές επαφές με τους βαλκάνιους γείτονές μας, ένα έλλειμμα που δεν περνάει απαρατήρητο.