Τα μαύρα Χριστούγεννα

Μέσα σ’ αυτήν τη χαρούμενη γιορτινή ατμόσφαιρα, τη γεμάτη μουσικές, στολίδια, καλούδια και ευτυχία, η μοίρα θέλησε να περάσουμε στην Αθήνα δύο πικρές και θλιβερές εορτές της πατρίδας μας, χωρίς φαγητό, μέσα σε μια σκοτεινή και πολεμική πρωτεύουσα, που την έδερνε η βαρυχειμωνιά, όπου ο θάνατος παραμόνευε και που ήτανε θαύμα ότι ζούσες. Τα πρώτα από τα «μαύρα» αυτά Χριστούγεννα ήταν τον χειμώνα του 1941, στους χειρότερους μήνες της γερμανοϊταλικής κατοχής, όπου ο λιμός και ο λοιμός συντρόφευαν το έργο των κατοχικών δυνάμεων στην εξόντωση των Ελλήνων και το μόνο που σου απέμενε, δίνοντάς σου κουράγιο για να αντέξεις, ήταν η ελπίδα. Το «αγάντα», που στο επέβαλε η ζωή. Και τις δύο φορές τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν μέσα σε μια φοβερή κακοκαιρία. Το 1941 μάλιστα, κατά το τέλος του χρόνου, χιόνισε μέσα στην Αθήνα και το χιόνι πάγωσε και δεν έλιωνε για πολλές ημέρες Ήταν γραφική η οδός Πανεπιστημίου χιονισμένη. Τις συγκοινωνίες, τραμ και λεωφορεία, τα σταμάτησαν οι Γερμανοί για λόγους οικονομίας στα καύσιμα και το μόνο συγκοινωνιακό μέσον που λειτουργούσε ήταν ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς, που εξυπηρετούσε -τρόπος του λέγειν- τους μετακινουμένους στο μήκος της διαδρομής του από τον Πειραιά έως τον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας, όπου τερμάτιζαν τότε οι συρμοί. Και έβλεπες επάνω στην πλατεία εξαθλιωμένα ρακένδυτα ανθρωπάκια, κολλημένοι ο ένας πλάι στον άλλον, μια ανθρώπινη μάζα να αποζητά λίγη θαλπωρή, που αναδυόταν από τους εξαεριστήρες του σταθμού για να μην κοκαλώσει από την παγωνιά. Κανένα άλλο συγκοινωνιακό μέσον δεν υπήρχε, εκτός από μερικά πράσινα τραμ με ένδειξη το γράμμα «Κ» για την αποκλειστική εξυπηρέτηση των φαντάρων της Βέρμαχτ και των ιταλών φρατέλων. Ηλεκτρικό ρεύμα στα σπίτια μας είχαμε για λίγες μονάχα ώρες, από τις 7 το βράδυ και όσο για θέρμανση ήταν παράλογο και να τη σκέπτεσαι. Εάν είχες, το πολύ, ένα μαγκάλι, με τις αναθυμιάσεις του, ήτανε θείο δώρο για να επιβιώσεις. Τις λαχανίδες, τον χυλό και κάποια όσπρια μαυραγορίτικα, όποτε βρίσκονταν, τα μαγειρεύανε οι νοικοκυρές με τις γκαζιέρες. Ελάχιστο πετρέλαιο έβρισκες στη μαύρη αγορά. Ο Υμηττός, ο επιλεγόμενος από τον λαό «Τρελός», καιγότανε συνέχεια από τους λαθροϋλοτόμους, που έβαζαν φωτιές φτιάχνοντας ξυλοκάρβουνα και έκοβαν δένδρα για να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμη ύλη στις φουφούδες των παρακείμενων συνοικιών. Έτσι, λόγω πυρκαγιών και εντατικής υλοτόμησης, ο Υμηττός μετά τον πόλεμο ήταν ένα φαλακρό βουνό. Η σπαραχτική κραυγή «πεινάω» ακούγονταν στους δρόμους από τους ετοιμοθάνατους. Το θανατικό φούντωνε και δρασκέλιζες στα πεζοδρόμια τους πεθαμένους, άλλους που είχαν ξεψυχήσει επιτόπου τουμπανιασμένοι από την πείνα και άλλους που τους πέταξαν τη νύχτα οι οικείοι τους, ώστε να μην αναγκασθούν να παραδώσουν το δελτίο των τροφίμων για να πάρουν άδεια ταφής. Όλους αυτούς τους περιμάζευε με το καμιόνι του το σκουπιδιάρικο ο Δήμος Αθηναίων και τους παράχωνε στο 1ο Νεκροταφείο. Κανένας όμως δεν βαρυγκωμούσε για την πρωτοφανή κακοκαιρία, επειδή γνώριζε πως ο «στρατηγός χειμώνας» ήταν σύμμαχος των Ρώσων και πως με το χιόνι, τη λάσπη και την παγωνιά θα τσάκιζαν τους Γερμανούς. Η αήττητη ως τότε Βέρμαχτ βρισκόταν έξω από τη Μόσχα.

Τα άλλα μαύρα Χριστούγεννα ήταν το 1944 στην απελευθερωμένη πια Ελλάδα. Τότε που το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφάσισε να αξιοποιήσει τους αντάρτες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ για να εκσοβιετίσει τον τόπο, όπως συνέβη με τις γειτονικές μας χώρες που κατέλαβε ο Κόκκινος Στρατός και τις «αξιοποίησε» βαφτίζοντάς τις «λαϊκές δημοκρατίες». Ήταν μια τραγική περίοδος που πρέπει να ρίξουμε στη λήθη χωρίς να εγκωμιάζουμε τον, τάχατες, «ηρωικό Δεκέμβρη». Ολόκληρη η πρωτεύουσα είχε μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Πείνα χειρότερη από της Κατοχής. Τρόφιμα πουθενά δεν υπήρχαν. Ούτε και ηλεκτρικό. Ζούσαμε στο σκοτάδι… Έπαιζε κορώνα γράμμα τη ζωή του όποιος αποτολμούσε να βγει στον δρόμο, όπου οι σφαίρες σφύριζαν γύρω σου, αναζητώντας τροφή… Οδομαχίες με φανατισμένους αντάρτες διεξάγονταν στο κέντρο της Αθήνας. Έως σήμερα υπάρχουν ακόμη σφαίρες σφηνωμένες στους τοίχους των πολυκατοικιών απέναντι από την Πύλη Αδριανού στου Μακρυγιάννη. Τα αστυνομικά τμήματα καταλαμβάνονταν και οι συλλαμβανόμενοι αστυφύλακες εκτελούνταν επιτόπου. Πολίτες καλούνταν στα τμήματα της ΟΠΛΑ για μια μικρή ανάκριση και τους συλλαμβάνανε. Ανάλογα με τα κέφια των καπεταναίων ή τους κρατούσαν ως ομήρους και τους στέλνανε με φάλαγγες ποδαράτους εκτός Αθηνών ή με συνοπτική διαδικασία τους εκτελούσαν. Το αίμα έρρεε ποτάμι. Πολλές πολυκατοικίες στο κέντρο ανατινάχτηκαν για να γίνουν οδοφράγματα και να σταματήσουν τα εγγλέζικα τανκς. Και οι Εγγλέζοι, αξιοποιώντας όλες τους τις πάνοπλες δυνάμεις, μαζί με την πολεμική τους αεροπορία -τη RAF-, τα τεθωρακισμένα και τους βετεράνους πολεμιστές από την Ιταλία, έστησαν μια πυροβολαρχία στον Βουρλοπόταμο -όπου βρίσκεται σήμερα το Ευγενίδειο Ίδρυμα- και βομβάρδιζαν την Καισαριανή και τον Βύρωνα. Ήταν η πρόγευση του εμφυλίου, που φούντωσε ύστερα από δύο χρόνια.


Σχολιάστε εδώ