Θετικές πρωτοβουλίες – Αξιοποίηση του «πολιτικού χρόνου»

Η διαχείριση του «πολιτικού χρόνου» απαιτεί μια διπλή κίνηση: Την ορθή ανάλυση και πρόβλεψη των ενδεχόμενων εξελίξεων και την ταυτόχρονη ανάπτυξη «αμυντικών μηχανισμών» για την αποτροπή των αρνητικών επιπτώσεων. Παράλληλα, όμως, επιβάλλει την ανάπτυξη πολιτικών πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων, που θα επηρεάσουν στον έναν ή στον άλλον βαθμό τις εξελίξεις…

Ποιο είναι το χαρακτηριστικό των μνημονιακών προγραμμάτων και των δομών εποπτείας που επιβλήθηκαν στη χώρα μας από το 2010; Η «εργαλειοποίηση», ή και διάλυση, τόσο των «αμυντικών» όσο και των «επιθετικών» πολιτικών μηχανισμών που διέθεταν οι ελληνικές κυβερνήσεις, φθάνοντας μάλιστα στο έσχατο σημείο υποταγής με τον διορισμό δοτού πρωθυπουργού, του Λ. Παπαδήμου.

Ούτε μετά τη νίκη στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015 μπόρεσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να ελέγξει τις εξελίξεις. Το «σύστημα» Σόιμπλε και οι δανειστές διαχειρίσθηκαν με απόλυτο σχεδόν τρόπο το εξάμηνο των (μη) διαπραγματεύσεων, οδηγώντας την ελληνική κυβέρνηση και τη χώρα στον έσχατο εκβιασμό της 12ης προς τη 13η Ιουλίου…

Πότε αμφισβητήθηκε και απομειώθηκε αυτή η απόλυτη κυριαρχία πάνω στις πολιτικές εξελίξεις, την οποία ασκούσε, ανεμπόδιστα σχεδόν, το «σύστημα» Σόιμπλε;

Όταν στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου επανήλθε στην εξουσία η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, παρά το πραξικόπημα που οδήγησε στο τρίτο Μνημόνιο και παρά τη διάσπαση που επήλθε στον ΣΥΡΙΖΑ…

Έκτοτε η κυβέρνηση μπόρεσε να πετύχει, ως έναν βαθμό, την ανάκτηση της διαχείρισης του «πολιτικού χρόνου». Μέσω των περίφημων «διαπραγματεύσεων», ανέπτυξε ορισμένους «αμυντικούς» μηχανισμούς σε ιδιαίτερης κρισιμότητας ζητήματα, όπως αυτά της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, των «κόκκινων δανείων» και των πλειστηριασμών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έγιναν και επώδυνοι συμβιβασμοί, όπως αυτός που αφορά την εκχώρηση των αεροδρομίων.

Απετράπη με τον τρόπο αυτό ο άκρατος εκβιασμός, τον οποίο επέσειε το «σύστημα Σόιμπλε», δηλαδή το «κούρεμα» των καταθέσεων που θα επερχόταν νομοτελειακά μέσω της εξάρτησης της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης από την περίφημη «αξιολόγηση»…

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθούν οι «υπόγειες» διαδικασίες συναλλαγής που διαμορφώθηκαν μεταξύ τραπεζικών «στελεχών» και ξένων επενδυτικών ομίλων και αφορούσαν ένα σχέδιο εκποίησης μίας ή δύο συστημικών τραπεζών. Η επιχείρηση αυτή ξεκίνησε με αφορμή τη διαδικασία των stress tests και κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της πορείας της ανακεφαλαιοποίησης. Στόχος ήταν να οδηγηθεί μία τουλάχιστον τράπεζα στη διαδικασία της «εξυγίανσης», ώστε να πουληθούν στα από καιρό ελλοχεύοντα hedge funds τα περιουσιακά της στοιχεία έναντι πινακίου φακής.

Βεβαίως, αυτός ο κίνδυνος παραμένει για τις επόμενες εβδομάδες, οπότε και θα καθορισθούν τα όρια των πλειστηριασμών στις επιχειρήσεις. Όμως, μέχρι τώρα, υπάρχει μια αποτελεσματική, κατά το μάλλον ή ήττον, αντιμετώπιση.

Θετικές πρωτοβουλίες

Την ίδια, και μεγαλύτερη ίσως σημασία, αποκτά η ανάγκη να αναληφθούν «επιθετικές» πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα διανοίξουν νέες προοπτικές πέρα και πάνω από τις «δουλείες» του μνημονιακού προγράμματος.

Μια τέτοια θετική πρωτοβουλία αφορά το περίφημο παράλληλο -και αντίρροπης κατευθύνσεως- πρόγραμμα, που ήδη επισημοποιείται και νομοθετικά από την κυβέρνηση. Το πρόγραμμα αυτό αποβλέπει κατ’ αρχάς στην ανακούφιση των πλέον ασθενέστερων στρωμάτων. Όμως ταυτόχρονα αποτελεί ένα ιδεολογικό-πολιτικό «αντίβαρο» απέναντι στον νεοφιλελεύθερο-αντικοινωνικό χαρακτήρα των μνημονιακών μέτρων και μπορεί να συμβάλει στην πολιτική «τόνωση» της κοινωνικής πλειοψηφίας, που διαπερνάται σήμερα από απογοήτευση και αγωνία για το μέλλον.

Στην «επιθετική» πολιτική συγκαταλέγεται, όπως είναι φανερό, το πρόγραμμα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της χώρας, η σταδιακή υλοποίηση του οποίου θα μπορέσει να «τροχιοδρομήσει» μια συντεταγμένη πορεία της κοινωνίας και της οικονομίας προς τα εμπρός, πέρα από τον μνημονιακό «μονόδρομο»…

Όμως το μέγιστο πολιτικό κεφάλαιο στο οποίο προσδοκά η κυβέρνηση είναι η ουσιαστική αντιμετώπιση του χρέους.

Παρά το γεγονός ότι το θέμα αυτό έχει τεθεί ανεπίσημα στο τραπέζι των συζητήσεων, εντούτοις υπάρχουν ακόμα σοβαρά εμπόδια.

Η «εμμονή» του ΔΝΤ στο θέμα της μείωσης του ελληνικού χρέους είναι μόνο θεωρητική. Ακόμα και η τελευταία αναφορά για το ελληνικό χρέος που περιλαμβάνεται στον απολογισμό δράσης του ΔΝΤ δεν συνιστά παρά μια υποκριτική αυτοκριτική… Το ΔΝΤ τελικά ούτε φεύγει ούτε μένει… Επί τρία σχεδόν χρόνια, το ΔΝΤ αναφέρεται στο θέμα αυτό, που συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση του καταστατικού του, χωρίς ούτε να ασκεί veto ούτε να αποχωρεί.

Η δεύτερη παράμετρος αφορά τη στρατηγική του «συστήματος» Σόιμπλε. Το σχέδιο της «αριστερής παρένθεσης» παραμένει πάντα ενεργό, με ένα σοβαρό όμως «έλλειμμα»… Η πλήρης απαξίωση της αντιπολίτευσης στη χώρα μας και η ουσιαστική «απόσυρση» της ΝΔ από τις εξελίξεις έχουν στερήσει τον Β. Σόιμπλε και τη γερμανική ελίτ από τα πολιτικά και κομματικά τους «εργαλεία», με τα οποία επί πέντε χρόνια χειραγωγούσαν το πολιτικό μας σύστημα και την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Οπωσδήποτε, όμως, το «σύστημα» Σόιμπλε θα χρησιμοποιήσει και το ίδιο το ζήτημα της απομείωσης του χρέους ως εργαλείο εκβιασμού της ελληνικής κυβέρνησης.

Όλα αυτά τα αρνητικά υφής ενδεχόμενα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν στον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης. Και, πάνω απ’ όλα,το Προσφυγικό, που μπορεί να καταστεί ανά πάσα στιγμή ένα ανεξέλεγκτο πρόβλημα, ένα μείζον πολιτικό -και όχι μόνο κοινωνικό- ζήτημα για την ίδια την πορεία της κυβέρνησης.

Η σοσιαλδημοκρατία σε αναζήτηση

Την κρίσιμη αυτή περίοδο, πάντως, διαμορφώνεται μια ιστορικού χαρακτήρα «ρευστότητα» στην Ευρώπη, όπου η «σιδερένια φτέρνα» της λιτότητας, του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της γερμανικής ηγεμονίας τελούν πλέον υπό αμφισβήτηση, που δεν αφορά μόνο το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Η ενσωμάτωση και αφομοίωση της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο, η υποταγή και συσσωμάτωσή της στις πολιτικές επιλογές των συντηρητικών κυβερνήσεων, οδήγησε τα κόμματα που την εκπροσωπούν και τις ηγεσίες τους στην πολιτικο-ιδεολογική απαξίωση και στην κομματική περιθωριοποίηση.

Είναι, συνεπώς, αναγκασμένα τα κόμματα αυτά να αναζητήσουν σήμερα μια πορεία απαγκίστρωσης από τις νεοφιλελεύθερες – συντηρητικές πολιτικές αλλά και από τις αντίστοιχες συμμαχίες που τα οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Οι εξελίξεις στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία αποκαλύπτουν τις πρώτες προσπάθειες της ιστορικής αυτής «αναστροφής».

Ακόμα και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, που διαβλέπει τον κίνδυνο της πλήρους αφομοίωσής της από τη χριστιανοδημοκρατία και από το «σύστημα» Σόιμπλε, νιώθει τώρα την ανάγκη να διαφοροποιηθεί.

Ο Ζ. Γκάμπριελ, ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών, δεν απευθύνθηκε απλώς σε ένα εσωκομματικό ακροατήριο για να τονίσει τις πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές με τους χριστιανοδημοκράτες. Αντίθετα, έπληξε ευθέως την πολιτική στρατηγική του «διδύμου» Μέρκελ – Σόιμπλε, σε ευρωπαϊκό μάλιστα επίπεδο, θεωρώντας ότι η πολιτική της λιτότητας διαμορφώνει ιστορικά ρήγματα στην Ευρώπη και τρέφει τα φαινόμενα της Ακροδεξιάς και του ρατσισμού.

Αυτές οι νέες εξελίξεις και το βάθος των προοπτικών που εμπεριέχουν αποτελούν ίσως και μια ελπιδοφόρα προοπτική για την αλλαγή των συσχετισμών. Οπωσδήποτε, όμως, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά.


Σχολιάστε εδώ