Χρηματοπιστωτική άγνοια, τραπεζική δεοντολογία και ελβετικό φράγκο

Το ιδιωτικό χρέος αποτελεί περιοριστικό παράγοντα της καταναλωτικής δαπάνης και, ως εκ τούτου, περιοριστικό παράγοντα της ζήτησης. Αντίθετα με τις ΗΠΑ, όπου η χρηματοπιστωτική κρίση είχε την αφετηρία της στις χώρες της ΕΕ, τα στεγαστικά, ενυπόθηκα, δάνεια πρέπει να αποπληρωθούν στο ακέραιο. Ακόμη και όταν οι τιμές των ακινήτων μειωθούν λόγω της εσωτερικής υποτίμησης και κάτω από το μισό της αξίας κτήσης.

Ας παρακολουθήσουμε το παράδειγμα μιας από τις οικονομικά ασθενέστερες χώρες, της Ρουμανίας. Μέχρι το 2008 είχε τόσο ταχείς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης που άρχισε να αποκαλείται «τίγρης» της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Αποτελούσε παράλληλα παράδεισο κερδοσκοπίας, καθώς οι τιμές των ακινήτων διπλασιάστηκαν και στη συνέχεια τριπλασιάστηκαν. Οι επενδυτές «κτυπούσαν» διαμερίσματα και γη. Χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής των τοπικών τραπεζών ήταν η προώθηση δανείων σε ξένο νόμισμα, όπως δολάριο και ελβετικό φράγκο, ενώ οι πολίτες πληρώνονταν στο τοπικό νόμισμα.

Η έλλειψη χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και γνώσης οδήγησε τους πολίτες στην αποδοχή προσφορών που περιλάμβαναν χαμηλό κυμαινόμενο επιτόκιο, χωρίς ερωτήσεις αναφορικά με την ικανότητα αποπληρωμής του δανείου στο μέλλον, εξαιτίας του συναλλαγματικού κινδύνου. Μετά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης ένα διαμέρισμα στο Βουκουρέστι, που είχε αγοραστεί 60.000 ευρώ το 2008, δεν μπορούσε να πουληθεί το 2013 για 20.000, ενώ δεν είναι σίγουρο ότι θα πουληθεί και σήμερα στην τιμή αυτή. Το τραγικό είναι πως ο άτυχος ιδιοκτήτης πρέπει να εξοφλήσει το σύνολο του δανείου των 50.000 ευρώ, αν και η αξία του ακινήτου είναι τώρα κάτω από το μισό αυτού του ποσού.

Ανάλογη είναι η κατάσταση στη χώρα μας, ιδιαίτερα για όσους δανείστηκαν σε ελβετικό φράγκο. Και αν η Ρουμανία δεν είναι στο ευρώ και ο κόσμος ήταν περισσότερο εξοικειωμένος με τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα, στην Ελλάδα, που η χρηματοπιστωτική άγνοια είναι υψηλή και ο κόσμος δεν ήταν εξοικειωμένος με τα σύνθετα χρηματοοικονομικά παράγωγα, ο δανεισμός σε άλλο νόμισμα υποκείμενο σε διακυμάνσεις έναντι του ευρώ δεν αποτελούσε απλό δανεισμό αλλά επένδυση που εμπεριέχει ρίσκο. Ο πελάτης είχε άγνοια του κινδύνου και έτσι έπεσε θύμα μιας πρακτικής που εγείρει απαίτηση αποζημίωσης, λόγω μη ενδελεχούς ενημέρωσης, όπως επιτάσσει η δεοντολογία των ιδρυμάτων που πωλούν επενδυτικά προϊόντα. Το θέμα αυτό ταλαιπωρεί αρκετές χιλιάδες ελλήνων δανειοληπτών, πολλοί από τους οποίους έχουν μάλιστα υψηλό μορφωτικό επίπεδο.

Τα αποτελέσματα της κατάρρευσης της φούσκας ακινήτων ήταν καταστροφικά και στην Ισπανία, μια χώρα πολύ πλουσιότερη από τη Ρουμανία και την Ελλάδα. Το 2014 γίνονταν καθημερινά 95 εξώσεις. Εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί στην Ευρώπη και συνοδευτεί από απώλειες θέσεων εργασίας και μειώσεις μισθών, τότε ακόμη και με τη χωρίς προηγούμενο ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν φαίνεται πιθανή μια πλήρης ανάκαμψη χωρίς κάποια διαγραφή ιδιωτικού χρέους.

Τον Φεβρουάριο του 2015, η ισπανική κυβέρνηση προέβη σε μερικές νομοθετικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε δανειολήπτες που χάνουν τα πάντα με την πώληση της υποθηκευμένης κατοικίας τους, να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους. Αυτό συμβαίνει όταν το συνολικό οικογενειακό εισόδημα είναι κάτω από 22.400 ευρώ ετησίως και αν η τιμή του ακινήτου δεν υπερβαίνει τα 250.000 ευρώ. Στην Ελλάδα δεν έχει υιοθετηθεί ανάλογη ρύθμιση με τον πρόσφατο νόμο.

Η Ρουμανία μόλις υιοθέτησε επίσης νόμο που μετατρέπει την προηγούμενη νομοθεσία χορήγησης ενυπόθηκων δανείων στο αμερικανικό σύστημα, που μετά την πώληση του υποθηκευμένου ακινήτου επιτρέπει πλήρη απαλλαγή του δανειολήπτη από οποιαδήποτε υποχρέωση.

Βέβαια, οι τράπεζες αντιτίθενται σε τέτοιες κινήσεις ισχυριζόμενες ότι κάτι τέτοιο τις καθιστά διαχειριστές ακινήτων. Όμως, παρά τις αντιδράσεις των τραπεζών, που ξεχνούν ότι έχουν διασωθεί με χρήματα των καταναλωτών, τέτοιες νομοθετικές ρυθμίσεις θα είχαν ευνοϊκές επιπτώσεις στην τόνωση της ζήτησης και την ανάκαμψη της οικονομίας. Διότι, απελευθερωμένοι από το χρέος τους, οι καταναλωτές θα αυξήσουν τη ζήτηση. Αυτό θα ενισχύσει τον πληθωρισμό, που με τη σειρά του θα διαβρώσει το δημόσιο χρέος. Αυτή άλλωστε είναι και η πολιτική που προωθεί ο κ. Ντράγκι.

Η δεοντολογία των τραπεζών είναι γνωστό ότι δεν τηρήθηκε αυστηρά κατά την περίοδο της λεγόμενης πιστωτικής επέκτασης, όταν δηλαδή οι τράπεζες χορηγούσαν αφειδώς δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις και κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου. Η τραπεζική εποπτεία από τις νομισματικές αρχές ήταν επίσης πλημμελής. Η σημερινή αυστηρότητα όμως εξαντλείται μόνο σε μέτρα προς τους δανειολήπτες, στους οποίους καταλογίζονται όλες οι ευθύνες. Στο Βέλγιο, πάντως, οι εξαπατηθέντες από πωλήσεις τιτλοποιημένων προϊόντων της Citibank αποζημιώθηκαν, γεγονός που καταδεικνύει πως υπάρχουν περιθώρια όταν υπάρχει βούληση, θεσμική κατοχύρωση και τεχνική επάρκεια.


Σχολιάστε εδώ