Σ’ ένα κουπέ στο Ιντερσίτι
Ο ένας, ο νεότερος, είχε απορροφηθεί στις σελίδες μιας οικονομικής εφημερίδας και διάβαζε εμβριθώς, Ο άλλος, ο μεγαλύτερος, όπως φάνταζε μακροσκοπικά, λαγοκοιμόταν. Ίσως έβλεπε κάποιο όνειρο με γυμνές χορευτριούλες και καθώς μια ανείπωτη ευδαιμονία ζωγραφιζόταν στην κοιμισμένη μούρη του, ένα ελαφρό σύριγμα ξέφευγε κάθε τόσο από το «έρκος των οδόντων του». Ο τρίτος κρατούσε ένα τεύχος κάποιου παλιού σταυρόλεξου, που με μπόλικες μουντζαλιές είχε εγκαταλείψει τσαλακωμένο στο κουπέ ο προηγούμενος επιβάτης. Αυτός, ο τρίτος, δάγκωνε το μολύβι του και κοίταγε το ταβάνι του βαγονιού ελπίζοντας να ανακαλύψει το ειδικό βάρος της τρινιτροτολουόλης, για να συμπληρώσει το «3 καθέτως» και να σκοτώσει την ώρα του.
Οι τρεις τους έμοιαζαν μεταξύ τους τρομερά και έδειχναν, όπως θα στοιχημάτιζε ένας διανοούμενος, ένας ντέντεκτιβ ή έστω ένας ληξίαρχος, ότι ήσαν αδέρφια. Για την ακρίβεια και μόνον της ιστορίας, οφείλω να προσθέσω ότι στους επιβάτες του συρμού συγκαταλεγόμουν και εγώ, ότι κατείχα πληρωμένο εισιτήριο Α’ θέσεως χωρίς έκπτωση και ότι συνταξίδευα στο ίδιο όχημα με τους προαναφερθέντες τρεις κυρίους, τους οποίους λόγω της καταπληκτικής μεταξύ τους ομοιότητας βάφτισα -χάριν συντομίας- «τα τρίδυμα».
Με μια μικρή μπαγαποντιά είχα καταλάβει τη θέση νούμερο 16, πλάι στο παράθυρο, και καθώς το τρένο έτρεχε απολάμβανα τη θέα εναλλαγής των αγρών και των κάμπων, την ώρα που οι συνεπιβάτες μου κούραζαν το μυαλουδάκι τους κατατριβόμενοι με αποφάσεις του ΔΝΤ, ανήθικα όνειρα και ειδικά βάρη. Ξάφνου, η πόρτα του κουπέ άνοιξε απότομα και ένας αγριωπός κύριος με μουστάκι τύπου Χίτλερ, αλλά στο πλατύτερο, εμφανίστηκε. Ήταν ο ελεγκτής εισιτηρίων. Οι δύο από τα τρίδυμα έδωσαν τα εισιτήρια, τα οποία ο βλοσυρός κύριος τρύπησε με τον περίεργο περφορατέρ που κρατούσε, ενώ ο τρίτος, που λαγοκοιμόταν, ανασηκώθηκε υποτυπωδώς, πέταξε ένα «γεια σου, Μανώλη» και ξαναπήρε τη θέση του στην πολυθρόνα. Όπως καταλάβαμε αργότερα, ήταν συνδικαλιστής και ταξίδευε τζάμπα.
Η μεγαλύτερη βλακεία της Πολιτείας είναι η διαφύλαξη των «ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων» των πολιτών της, θωρακίζοντάς τα με άρθρα του Συντάγματος και δρακόντειους νόμους.
Συστήνει ανεξάρτητες αρχές, όπου διορίζει αναξιοπαθούντες φίλους της, ενώ, ταυτόχρονα, άτομα τελείως άγνωστα μεταξύ τους εκθέτουν στην πρώτη ευκαιρία, χωρίς κανείς να τους το ζητήσει, τα πλέον μυστικά σημεία και νιτερέσα της ζωής τους. Έτσι, καθώς η ηλεκτράμαξα αγκομαχούσε σέρνοντας τα βαγόνια του Ιντερσίτι στις πλαγιές του Δομοκού, τα «τρίδυμα», για να περάσει ώρα, ξεκίνησαν το λακριντί μεταξύ τους. Ελεύθερα και αβίαστα μάθαμε ότι οι τρεις μαυροντυμένοι κύριοι, αν και έμοιαζαν μεταξύ τους, όχι μόνον δεν ήσαν συγγενείς αλλά ούτε καν γείτονες.
Εκείνος που διάβαζε την οικονομική εφημερίδα εργάζονταν λογιστής σε μια εταιρεία που φαλίρισε. Έμενε στο Παγκράτι και είχε πάει στη Θεσσαλονίκη, όπου άκουσε πως σε κάποιο εργοστάσιο χρειάζονταν φύλακα νυκτός. Αλλά, ώσπου να αποφασίσει να ξεκινήσει, το εργοστάσιο μετακόμισε στη Βουλγαρία και τώρα επέστρεφε άπραγος.
Ο συνδικαλιστής που έως τώρα κοιμόταν ήταν λιγόλογος. Συμμετείχε ελάχιστα στην κουβέντα τους και όταν άνοιγε το στόμα του έβριζε μοναχά την κυβέρνηση. Το σπίτι του ήταν στο Καραμπουρνού και κατέβαινε στην Αθήνα για να πάρει μέρος σε μια συγκέντρωση του ΠΑΜΕ. Όσο για τον τρίτο, ήταν δικαστικός επιμελητής, έμενε στα Τουρκοβούνια και πήγε στη Θεσσαλονίκη για να συνδράμει σε μια κατάσχεση την αδελφή του που έμενε εκεί και ήτανε χήρα. Το κουβεντολόι τους δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Και οι «κεραυνοί» που εξαπέλυε κατά της κυβερνήσεως ο συνδικαλιστής ήσαν τετριμμένοι, καθώς από το 1935 τα ίδια και τα ίδια λένε.
Πείνασα! Και τότε η σκέψη μου γύρισε χιλιόμετρα και χρόνια πίσω, για ένα αλλοτινό και αξέχαστο σνακ, στο παλιό μαγαζί του «Απότσου» στην οδό Σταδίου. Να κάτσω στο λιλιπούτειο ξύλινο τραπεζάκι στη μακρόστενη εκείνη «σούδα», κάτω από τις παλαιικές διαφημιστικές αφίσες με τις ανεπαίσθητα νεγκλιζέ κυρίες, που προσκαλούσαν τον κοσμάκη να γευθεί το τάδε τερψιλαρύγγιο που ξεπεράστηκε από τη μόδα και έφυγε κι αυτό μαζί με τους παππούδες μας.
Να κάτσεις και να σε σερβίρουν εκείνα τα καυτά κεφτεδάκια που μόλις είχαν βγει απ’ το τηγάνι και, βιαστικός πεινάλας, εσύ έκαιγες τη γλώσσα σου. Στον νου μου ήρθε το σαγανάκι με το πικάντικο κεφαλοτύρι, που ήτανε αλμυρούτσικο και τραγανιστό, τα νοστιμότατα λουκανικάκια και τα ζεστά αφράτα άσπρα φραντζολάκια και την ξανθιά αφρίζουσα μπύρα, που ο ψηλός «κολάρος της» ξεχείλιζε από το ποτήρι. Καθώς θυμόμουν τις γαργαλιστικές μυρωδιές που έρχονταν από την κουζίνα, με έριξαν οι αναμνήσεις μου σε μια γλυκιά νάρκη.
Στην πραγματικότητα με ξανάφερε ο λογιστής σκουντώντας με ελαφρά και λέγοντάς μου ευγενικά: «Με συγχωρείτε, αλλά τρέχανε τα σάλια σας. Πάρκινσον έχετε;»…