ΒΙΑΝΕΞ: Η ζωντανή ιστορία της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ζωντανή ιστορία της ελληνικής φαρμακευτικής παραγωγής, καθώς για 90 και πλέον χρόνια η οικογένεια Γιαννακόπουλου δραστηριοποιείται στο χώρο του φαρμάκου. Αφετηρία ήταν το φαρμακείο της οδού Πειραιώς το 1924.
Το καθοριστικό βήμα-προάγγελο της δημιουργίας της ΒΙΑΝΕΞ κάνει ο Παύλος Γιαννακόπουλος το 1960, με την ίδρυση της ΦΑΡΜΑΓΙΑΝ, στον τομέα των εισαγωγών φαρμάκων από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και απλώνει την εμπορική δραστηριότητα της σε όλη την Ελλάδα. Σύντομα, η ΦΑΡΜΑΓΙΑΝ γίνεται αντιπρόσωπος μεγάλων διεθνών φαρμακευτικών εταιρειών, όπως οι Janssen, Roussel και Alcon, ενώ επεκτείνει τη δραστηριότητά της και εκτός συνόρων.
Ο πρώτος μεγάλος σταθμός εξέλιξης ήταν το 1971, όταν ο πρόεδρος και ιδρυτής της ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. Παύλος Γιαννακόπουλος, συνεχίζει μια πορεία αλματώδους ανάπτυξης ολοκληρώνοντας συμφωνίες με φαρμακευτικές εταιρείες διεθνούς φήμης, όπως οι Merck & Co (ΗΠΑ), Takeda Chemical Industries (Ιαπωνία), Sigma Tau Industries (Ιταλία), Eli Lilly (ΗΠΑ) οι οποίες και αναθέτουν στην εταιρεία την παραγωγή και την αντιπροσώπευση των προϊόντων τους στην ελληνική αγορά.
Το 1977 η εταιρεία ξεκινά τη βιομηχανική της δραστηριότητα με τη δημιουργία του πρώτου εργοστασίου, το οποίο εξειδικεύεται στην παραγωγή στείρων, υγρών, ημιστερεών προϊόντων και εναιωρημάτων.
Το 1983 η ΒΙΑΝΕΞ αποκτά το δεύτερο εργοστάσιο. Πρόκειται για μία καινοτόμα και φιλική προς το περιβάλλον Μονάδα Παραγωγής Φαρμάκων, εξειδικευμένη στις μη-στείρες στερεές μορφές (δισκία, κάψουλες, γράνουλες).
Δύο χρόνια αργότερα, η παραγωγική δραστηριότητα της εταιρείας ενισχύεται με την απόκτηση του τρίτου εργοστασίου. Το τρίτο εργοστάσιο θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες μονάδες παραγωγής λυόφιλων ενέσιμων στην Ευρώπη. Περιλαμβάνει ξεχωριστές γραμμές παραγωγής στείρων ενέσιμων προϊόντων (λυόφιλα, διαλύματα, εναιωρήματα), ειδική μονάδα παραγωγής κυτταροτοξικών πηκτωμάτων, ενώ στεγάζει ειδικό R & D εργαστήριο με δύο λυοφιλοποιητές πιλοτικών εφαρμογών στους οποίους αναπτύσσονται ερευνητικά προγράμματα σχετικά με θέματα λυοφιλοποίησης, στο πλαίσιο ερευνητικών συνεργασιών με Πανεπιστημιακούς και Ερευνητικούς φορείς.
Το 1995 ιδρύεται η θυγατρική της εταιρεία ΒΙΑΝ Α.Ε. για τη διακίνηση και εμπορία γνωστών μη συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών προϊόντων, συμπληρωμάτων διατροφής, διαγνωστικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων. Το 1997 η ΒΙΑΝΕΞ ιδρύει στη Βαρυμπόμπη τα γραφεία της κεντρικής διοίκησης και το κέντρο διανομής τελικών προϊόντων. Το 1999 η ΒΙΑΝΕΞ αποκτά το τέταρτο εργοστάσιο το οποίο θεωρείται μία εκ των πλέον εξελιγμένων και ελάχιστων στον ευρωπαϊκό χώρο μονάδα παραγωγής κεφαλοσπορινούχων προϊόντων.
Το 2006 η εταιρεία προχωρεί στην ίδρυση της ELDRUG S.A., μιας spin-off εταιρείας του Πανεπιστημίου Πατρών με σκοπό την έρευνα και την ανάπτυξη, ενώ το 2011 η ΒΙΑΝΕΞ λαμβάνει την έγκριση ως προμηθευτή, του Παγκόσμιου Οργανισμού Φαρμάκων (World Health Organization) καθώς και της UNICEF.
Το 2013, υπό την ηγεσία πλέον του Δημήτρη Γιαννακόπουλου, αποτέλεσε επίσης μια σημαντική χρονιά για τον όμιλο, που προχώρησε στη σύναψη συμφωνίας με την εταιρεία Eli Lilly για την παραγωγή 10.000.000 τεμαχίων βανκομυκίνης ετησίως και εξαγωγή του 100% στην Κίνα. Το 2015 η εταιρεία του ομίλου ΒΙΑΝ Α.Ε ανέλαβε τη διανομή και προώθηση της Νο 1 σειράς αναλγητικών – αντιπυρετικών DEPON, μετά από συμφωνία με την Bristol-Myers Squibb.
Σήμερα, η ΒΙΑΝΕΞ παραμένει στην κορυφή της ελληνικής βιομηχανίας φαρμάκων, διαθέτοντας υψηλού επιπέδου παραγωγικές δυνατότητες και εργατικό δυναμικό άνω των 1.100 εργαζομένων. Καλύπτει όλο το φάσμα της παραγωγής και διάθεσης φαρμακευτικών προϊόντων και συνεχώς αναβαθμίζει το εύρος των υπηρεσιών της στην αγορά. Παρόλο το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον των τελευταίων ετών, η ΒΙΑΝΕΞ συνάπτει νέες δυνατές συνεργασίες με διεθνείς φαρμακευτικές εταιρείες με σκοπό την εισαγωγή στην εγχώρια αγορά καινοτόμων φαρμακευτικών προϊόντων.
Μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, η ΒΙΑΝΕΞ είναι έτοιμη να αξιοποιήσει την κάθε ευκαιρία, βασισμένη στην εμπειρία της, την τεχνογνωσία που κατέχει και στις μοναδικές και εξειδικευμένες παραγωγικές δυνατότητες της.