Τι κρύβεται πίσω από την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού

Κυρίαρχη αιτία για τη μάλλον υπερβάλλουσα αυτή αντίδραση δεν ήταν ούτε ο μικρομεγαλισμός της Άγκυρας ούτε η ολοένα και αυξανόμενη αλαζονεία του Ερντογάν. Παρότι η πολιτική της στο Συριακό έχει παταγωδώς αποτύχει, η Τουρκία συνεχίζει να θεωρεί τη Συρία ως την πίσω της αυλή και έχει συγκεκριμένους εδαφικούς και πολιτικούς στόχους για την επόμενη ημέρα.

Κρίσιμη στους σχεδιασμούς αυτούς είναι η περιοχή στα τουρκοσυριακά σύνορα, στη Βορειοδυτική Συρία ανάμεσα στα κουρδικά καντόνια του Κομπανέ και του Αφρίν, που σήμερα έχουν στην κατοχή τους τζιχαντιστές και ακραίες ισλαμιστικές ομάδες. Είναι η ίδια εδαφική έκταση όπου η Τουρκία διακαώς επιθυμεί να δημιουργηθεί ουδέτερη ζώνη. Η περιοχή κατοικείται από Τουρκομάνους, τους οποίους η Άγκυρα θεωρεί τούρκους ομογενείς, και Άραβες. Το πρώτο, προφανές ζήτημα για τους Τούρκους, είναι να αποφευχθεί η κατάληψη της περιοχής από τους Κούρδους και η ένωση των κουρδικών καντονιών της Αφρίν και του Κομπάνι (που έχει ήδη ενωθεί με το ανατολικότερο καντόνι του Τζίζρε), που θα δημιουργήσει μια ενιαία κουρδική περιοχή που θα διατρέχει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των τουρκοσυριακών συνόρων. Επόμενη, σε σειρά προτεραιότητας, είναι η επιθυμία της Άγκυρας να έχει κοινά σύνορα με την όποια αυτόνομη σουνιτική περιοχή δημιουργηθεί στο πλαίσιο ενός μελλοντικού ομόσπονδου συριακού κράτους.

Η Ρωσία, από την άλλη, κλιμάκωσε τη στρατιωτική της συμμετοχή στον συριακό εμφύλιο προκειμένου να διασφαλίσει, σε πρώτο στάδιο, την επαρχία της Λατάκιας και τα δυτικά παράλια της χώρας για το καθεστώς Άσαντ, και στη συνέχεια να υποστηρίξει την ανακατάληψη της ευρύτερης περιοχής του Χαλεπίου, που σήμερα κατέχουν δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης και ακραίες ισλαμιστικές ομάδες στα δυτικά, και οι τζιχαντιστές του ισλαμικού κράτους ανατολικότερα.

Κεντρική στον ρωσικό σχεδιασμό είναι η διακοπή του συνεχούς ανεφοδιασμού με πολεμικό εξοπλισμό όλων αυτών των ομάδων, ανάμεσα στις οποίες η Μόσχα θεωρεί ότι δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Ο ανεφοδιασμός αυτός γίνεται κατά κύριο λόγο από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες μέσω των περιοχών των Τουρκομάνων, δυτικά του Ευφράτη, και με τη συνεργασία του ντόπιου πληθυσμού. Για τον λόγο αυτό οι Ρώσοι ξεκίνησαν βαρείς βομβαρδισμούς εναντίον τους, οι οποίοι προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Και όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις στενά ανέμεναν μια στοχευμένη και σημαντική τουρκική αντίδραση.

Θα περάσει ο τσαμπουκάς του Ερντογάν;

Παρόλα αυτά, η κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού, μόλις μετά από δεκαεπτά δευτερόλεπτα παραμονής του στον τουρκικό εναέριο χώρο, είναι μια, πέραν των αναμενομένων, κλιμάκωση. Κανείς δεν γνωρίζει αν η Άγκυρα είχε ενημερώσει τους ΝΑΤΟϊκούς της συμμάχους και περίμενε μια ενεργότερη υποστήριξη, ή εάν ο Ερντογάν εκτίμησε ότι οι Ρώσοι δεν έχουν σημαντικά περιθώρια αντιδράσεων. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι μετά τη χλιαρότατη υποστήριξη Ουάσινγκτον και Λονδίνου και την ανακοίνωση όλο και περισσότερων ρωσικών πολιτικών και οικονομικών αντίμετρων, οι Τούρκοι προσπαθούν πυρετωδώς να εξομαλύνουν την κατάσταση.

Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι ο Σουλτάνος είναι έτοιμος να υποχωρήσει και να ζητήσει συγγνώμη, όπως απαιτεί η Μόσχα. Όμως, μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα άρχισαν τα τσαλίμια, με τον Ταγίπ να δηλώνει ότι καλεί τον Βλαντιμίρ συνεχόμενα, αλλά ο τελευταίος δεν του μιλάει, και τους τούρκους διπλωμάτες να δουλεύουν πυρετωδώς στο παρασκήνιο για να εξασφαλίσουν μια συνάντηση των δύο ηγετών στο πλαίσιο της Διεθνούς Διάσκεψης για το Κλίμα στο Παρίσι, τη Δευτέρα. Η Άγκυρα συνειδητοποιεί το τεράστιο κόστος που θα έχουν για την τουρκική οικονομία τα ρωσικά αντίμετρα, τη στιγμή που όλοι αναμένουν, αργά ή γρήγορα, την τουρκική οικονομική φούσκα να σκάσει.

Ρωσικά αντίμετρα

Μπορεί η Μόσχα να επιλέγει να μην απαντήσει στρατιωτικά, όπως οι περισσότερο θερμόαιμοι στη ρωσική πρωτεύουσα θα ήθελαν, αλλά προχωρά σε όλο και σκληρότερα οικονομικά αντίμετρα. Πρώτη κίνηση ήταν να μπει τέλος στο ιδιαίτερα προσοδοφόρο ρεύμα ρώσων τουριστών προς τη γείτονα. Τα 4,5 περίπου εκατομμύρια Ρώσων τον χρόνο αγγίζουν το 12% του συνολικού τουριστικού ρεύματος προς την Τουρκία και αποτελούν τη δεύτερη πολυπληθέστερη ομάδα επισκεπτών μετά τους Γερμανούς. Το Κρεμλίνο ζήτησε από όσους ρώσους υπηκόους βρίσκονται στην Τουρκία να επιστρέψουν άμεσα, και μέσω της αρμόδιας ομοσπονδιακής υπηρεσίας σταμάτησε όποια μελλοντικά οργανωμένα ταξίδια σχεδιάζονταν. Στη συνέχεια ενεργοποιήθηκαν οι υπηρεσίες που αφορούν την ασφάλεια τροφίμων και με το πρόσχημα του κινδύνου για τη δημόσια υγεία ξεκίνησε το μπλοκάρισμα των τουρκικών εξαγωγών τροφίμων και αγροτικών προϊόντων προς τη Ρωσία. Παρά τη συμφωνία για ταξίδι χωρίς βίζα, που υπάρχει ανάμεσα στις δύο χώρες ήδη από το 2011, οι τούρκοι επισκέπτες που επιχείρησαν να ταξιδέψουν εμποδίστηκαν στα σύνορα με διάφορα προσχήματα. Τέλος, ακολούθησε ένα ανηλεές κυνηγητό προς τις τουρκικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη ρωσική επικράτεια, υπό το πρόσχημα ελέγχων για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας και άλλων κανόνων στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Να σημειωθεί ότι σημαντικό κομμάτι των επενδύσεων του τουρκικού κατασκευαστικού κλάδου στο εξωτερικό αφορά τη Ρωσία και τον ευρύτερο πρώην σοβιετικό χώρο, που βρίσκεται υπό ρωσική επιρροή.

Το Κρεμλίνο απειλεί πλέον ανοιχτά και με πάγωμα των μεγάλων projects: Τόσο του Turkish Stream, του αγωγού που θα μετέφερε, διασχίζοντας τη Μαύρη Θάλασσα, το ρωσικό φυσικό αέριο απευθείας στην Τουρκία, όσο και της κατασκευής, με ρωσική χρηματοδότηση, του πρώτου τουρκικού πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στο Ακουγιού. Και μπορεί η Άγκυρα να ήταν πλέον διστακτική για τον Turkish Stream, αλλά η κατσκευή του σταθμού στο Ακουγιού την καίει. Τέλος, υπάρχει πάντα διαθέσιμο το ρωσικό υπερόπλο, το οποίο όμως θα είχε σημαντικές επιπτώσεις και για τη ρωσική οικονομία. Αυτό δεν είναι άλλο από το φυσικό αέριο, όπου η Τουρκία εισάγει το 60% των ετήσιων αναγκών της από τη Ρωσία. Και πολλοί ήδη ονειρεύονται το κλείσιμο της κάνουλας.

Σε στρατιωτικό επίπεδο διακόπηκε κάθε συνεργασία ανάμεσα στον ρωσικό και τον τουρκικό στρατό. Στο πολιτικό επίπεδο τώρα, η Μόσχα ανεβάζει τους τόνους σε όποιο ζήτημα είναι υψηλού τουρκικού ενδιαφέροντος. Ήδη, στο ρωσικό Κοινοβούλιο προχωρούν οι διαδικασίες για την ψήφιση νόμου που θα ποινικοποιεί την άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων, ενώ η Κάτω Βουλή (Δούμα) κάλεσε την Τουρκία να επιστρέψει την Αγία Σοφία στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ως δείγμα καλής θέλησης και φιλίας. Επιπλέον, ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών αρνήθηκε, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Κύπρο, να μεταβεί στα κατεχόμενα προκειμένου να συναντήσει τον τουρκοκύπριο «Πρόεδρο» Ακιντζί και επέμεινε η συνάντηση να γίνει στην ουδέτερη ζώνη, γεγονός που οδήγησε και στη ματαίωσή της.

Όμως, τουλάχιστον προς το παρόν, η Ρωσία δεν φαίνεται διατεθειμένη να κλιμακώσει στρατιωτικά την αντίδρασή της. Η κυρίαρχη προτεραιότητα του Κρεμλίνου είναι η αντιμετώπιση των τζιχαντιστών και η σταθεροποίηση της Συρίας. Στην κατεύθυνση αυτή, άλλωστε, κατά την επίσκεψη Ολάντ, την Πέμπτη, στη Μόσχα, ανακοινώθηκε και επίσημα ότι η Ρωσία θα συνεργαστεί με τις δυνάμεις του διεθνούς συνασπισμού κατά του ισλαμικού κράτους. Στο βάθος, το Κρεμλίνο επιδιώκει μια γενικότερη συμφωνία ανάμεσα στους μεγάλους παίκτες για την ισορροπία και τη σταθεροποίηση του διεθνούς status quo. Και δεν πρόκειται να επιτρέψει στην Άγκυρα να εκτροχιάσει τις διαδικασίες αυτές.


Σχολιάστε εδώ