«Άντε, και καλή καρδιά!»
Πάντα χαμογελαστοί οι άνθρωποί της, που γεννιόντουσαν και πέθαιναν κάτω από έναν μενεξεδένιο ουρανό, που ξυπνώντας το πρωί αντικρίζανε τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και που το βράδυ, όταν πήγαιναν για νανάκια, τους καληνύχτιζε πότε η μακρινή φωνή μιας κουκουβάγιας και άλλοτε η μακρόσυρτη τρίλια κάποιου ρέμπελου τριζονιού, που γινόταν η πιο γλυκιά «καληνύχτα» που άκουσε ποτέ αυτί ανθρώπου. Τότε που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν την κάθε αναποδιά με ένα ζεστό και γεμάτο ελπίδα χαμόγελο: «Άντε, και καλή καρδιά!»…
Και ας υπήρχε και τότε φτώχεια, ας υπήρχε ανεργία, ας υπήρχε πείνα, δυστυχία, κακομοιριά. Τα παπούτσια μπορεί να ήσαν τρύπια και να έμπαζαν νερά και τα κοστούμια του κοσμάκη μπορεί να ήσαν τριμμένα και να γυάλιζαν από την πολυκαιρία, όπως τα «μαραμένα» θηλυκά είχαν παπαριασμένα τα χεράκια τους από το σφουγγάρισμα και από την μπουγάδα, μπορεί ακόμα το φουστανάκι τους να ήταν από ένα ρετάλι τσίτι αγορασμένο με δόσεις από τον δοσατζή, όλα όμως θεωρούνταν από τον Θεό δοσμένα, που τα δικαιολογούσε ένα «άντε, και καλή καρδιά!», αντάμα με έναν βαθύ αναστεναγμό, που μόνο λυρισμό δεν υπέκρυπτε.
Ναι, υπήρχε φτώχεια, ανεργία, κακομοιριά, όμως, τότε, κανένας δεν έψαχνε στα σκουπίδια για να βρει να φάει μια μπουκιά ψωμί. Πάντα ένα ζεστό πιάτο θα βρισκόταν, αναπάντεχα, να γεμίσει το άδειο του στομάχι. Και εάν πάλι κοιμόταν νηστικός, δεν ήταν δα και προς θανάτου. Και ούτε συναντούσες κανέναν να κοιμάται στρωματσάδα στο πεζοδρόμιο. Κάποιο φιλόξενο κεραμίδι θα προσφερόταν να του σκεπάσει την κεφάλα, προσφέροντάς του την ψευδαίσθηση της οικιακής εστίας, αυτό που λένε οι Εγγλέζοι «sweet home»…
Ήταν πράγματι πανέμορφη πόλη η Αθήνα. Λιγοστές έως ελάχιστες ήσαν οι πολυκατοικίες που ύψωναν με αυθάδεια το μπόι τους, προσβάλλοντας τη Θεά Παλλάδα Αθηνά, ιδιοκτήτρια της πόλεως, που την κέρδισε επάξια στον καυγά της με τον αγροίκο Ποσειδώνα. Νεοκλασικά, ως επί το πλείστον, οικοδομήματα στόλιζαν το άστυ. Αλλά και στις λαϊκές γειτονιές και τα πιο φτωχικά σπιτάκια κάποιο γεράνι ή μια γαζία στην αυλή θα τα καλλώπιζαν με τη δική τους φυσική ομορφιά.
Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε ακόμα τηλεόραση να απομονώνει τους ανθρώπους, να χωρίζει φίλους και συγγενείς και να τους κλείνει σπίτια τους για χάρη κάποιου αμφιλεγόμενου σίριαλ. Η Πολιτεία προσέφερε ψυχαγωγία με το κρατικό ραδιόφωνο, το οποίο δεν λειτουργούσε μάλιστα ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, και που ακόμη στα αυτιά πολλών… κορακοζώητων ακροατών παραμένει αποτυπωμένη έως τα σήμερα η φωνή της εκφωνήτριας:
«Η σημερινή μας εκπομπή ετελείωσεν. Κυρίες και κύριοι, καληνύχτα σας…». Υπήρχε και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων, ο ΚΡΣΕΔΕ, ο… «Κορσέδες» κατά Ελένη Βλάχου, που μετεξελίχθηκε σε ΥΕΝΕΔ. Αλλά η απόκτηση ραδιοφώνου δεν ήταν εύκολη. Κόστιζαν πανάκριβα και δεν ήσαν πολλοί εκείνοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν ράδιο ή που είχαν το θάρρος να… «παραδοθούν» σε έναν αισχροκερδή δοσατζή για να έρθει ραδιόφωνο στο σπίτι τους.
Ούτε τα αυτοκίνητα είχαν τα χρόνια εκείνα ραδιόφωνο «από τη μάνα τους». Βλέπεις, η εφορία το θεωρούσε εξαιρετική πολυτέλεια και το «χαράτσωνε» αναλόγως. Έτσι οι γιωταχήδες καταφεύγανε σε κάποιον μαστοράκο που τοποθετούσε ένα φορητό ράδιο δίπλα στο τιμόνι. Αδύνατο σημείο η κεραία του, που την έσπαγαν για πλάκα οι τεντιμπόηδες της γειτονιάς. Γενικά όμως οι άνθρωποι δεν στερούνταν ψυχαγωγίας, που την έβρισκαν παντού. Είτε… βιολογική, στην πιο απλή μορφή της, στο τζάμπα παγκάκι του πάρκου υπό το… σεληνόφως, με προσφορά στο φλερτάκι το τσάκα-τσούκα του πασατέμπου. Κατόπιν, το σινεμαδάκι Α’ ή Β’ προβολής ήταν η πιο διαδεδομένη και η πιο προσιτή ψυχαγωγία. Αλλά για πιο ομαδικό ξέσκασμα οργάνωναν ξαφνικά και απρόοπτα πάρτι στα σπίτια, με μεζεδάκια της στιγμής, για να μην πιεις το βερμούτ ή τη ρετσίνα ξεροσφύρι. Χόρευαν «τσικ του τσικ» βαλς, φοξ τροτ, ρούμπα και εζιτασιόν, ενώ οι πλέον «επαναστατημένοι» βούταγαν την ντάμα και τη χτυπούσαν κάτω σαν χταπόδι χορεύοντας σουίνγκ.
Όσο για την κλεισούρα που επέβαλαν οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας λόγω του πολέμου και της Κατοχής, ήρθαν οι εκδρομές να αναπληρώσουν τον χαμένο καθαρό αέρα της εξοχής. Άπειρα μικρά και μεγάλα εκδρομικά σωματεία συστήθηκαν τότε και κάθε Κυριακή πρωί άνδρες και γυναίκες με το σακίδιο στην πλάτη ξεκινούσαν για να γευτούν την υπαίθριο ζωή. Και κάθε βράδυ, τα γραφικά απόμερα καφενεδάκια αλλά και τα μπόλικα ζαχαροπλαστεία, που ήσαν διάσπαρτα παντού, γέμιζαν από νεαρά ζευγάρια που χτίζανε τα όνειρά τους.
Αλλά και οι ταβέρνες, τα ταβερνεία και τα καπηλειά ήταν κάθε βράδυ υπερπλήρη από εκείνους που πήγαιναν να πνίξουν τους καημούς τους μέσα σε ένα κατοστάρι κρασί. Ταβερνούλα, κιθαρίτσα και καλή καρδιά. Από την «υπόγεια την ταβέρνα» του Βάρναλη ως του «Μπελαμή το ουζερί» και στο άπειρο πέρα…