Τα πάνω κάτω φέρνουν οι Γάλλοι στην Ευρώπη

Έκπληξη σε όλους τους ενδιαφερομένους προκάλεσε το γεγονός ότι οι Γάλλοι δεν κινήθηκαν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με την επακόλουθη επίκληση του άρθρου 5 για τη συλλογική άμυνα, αλλά επέλεξαν το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Μια πρώτη, κατά μέρος, εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι το Παρίσι απέφυγε το ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο, λόγω της ιδιόμορφης σχέσης της Τουρκίας με τις ακραίες ισλαμιστικές ομάδες που εμπλέκονται στον συριακό εμφύλιο και της εμφανούς απροθυμίας της να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε πολεμική δράση κατά των τζιχαντιστών. Πέραν, όμως, αυτού, είναι σημαντικό ότι η επίκληση του άρθρου 42 δίνει τον πρώτο λόγο όχι στα ευρωπαϊκά όργανα, αλλά στις επιμέρους κυβερνήσεις, καθώς προκρίνει τη διακυβερνητική συνεργασία, διευκολύνοντας έτσι τη Γαλλία να ξεπεράσει τους σκοπέλους των όποιων διαφωνούντων και να στήσει έναν ευρωπαϊκό συνασπισμό των προθύμων.

Από το 2010 κι έπειτα, όταν η γερμανική υπεροχή στην Ευρώπη, αλλά και η ταυτόχρονη παρακμή της γαλλικής ισχύος, άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, το Παρίσι αντέδρασε με μια ολοένα και πιο ενεργή, επιθετική και στρατιωτικοποιημένη εξωτερική πολιτική. Σε πολλούς οι κινήσεις αυτές φαίνονταν σαν μια απέλπιδα προσπάθεια των Γάλλων να αποδείξουν στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας τους ότι η Γαλλία ακόμη αποτελεί μια διεθνή υπερδύναμη, την ώρα που ο οικονομικός κορσές που φόραγε το Βερολίνο στο Παρίσι γινόταν ολοένα και πιο σφιχτός. Οι γαλλικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί στη Λιβύη, που ξεκίνησαν χωρίς καν να υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, κορύφωσαν την κατεύθυνση αυτή που εμπεδώθηκε με τη γαλλική επιχείρηση κατά των ισλαμιστών στο Μάλι, από τα τέλη του 2012 κι έπειτα.

Όμως, μέχρι σήμερα οι Γάλλοι κινούνταν κυρίαρχα στο διεθνές επίπεδο, σε αντίστιξη με τις κινήσεις των Αμερικανών, διεκδικώντας τον ρόλο μιας εναλλακτικής, στον ατλαντικό άξονα, κατεύθυνσης, όπως παραδοσιακά συνηθίζουν. Όσο οι Αμερικανοί προσπαθούσαν εντατικά να βρουν κοινό τόπο με τους Ιρανούς στις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα των δεύτερων, οι Γάλλοι προέβαλλαν τις ισχυρότερες αντιστάσεις. Όσο, επίσης, η Ουάσινγκτον προχωρά με εξαιρετικά προσεκτικά βήματα στη Συρία, τόσο το Παρίσι προχωρά σε πολύ βαρύτερες επιθέσεις, εκτός πλαισίου της αμερικανοαραβικής συμμαχίας κατά του ισλαμικού κράτους και, μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, σε συνεργασία πλέον με τη ρωσική αεροπορία.

Η αλλαγή ατζέντας

Το αίτημα για την ενεργοποίηση του άρθρου 42 φέρνει στο προσκήνιο όχι μόνο την προτεραιότητα της ασφάλειας έναντι των οικονομικών δεικτών, αλλά και το ουσιαστικό άνοιγμα ενός νέου πεδίου ευρωπαϊκής πολιτικής, αυτό της κοινής αμυντικής συνεργασίας. Στο πεδίο αυτό, παρ’ όλες τις κατά καιρούς φιλόδοξες διακηρύξεις, είναι ελάχιστα τα βήματα που έχουν γίνει, κυρίως γιατί οι εθνικές κυβερνήσεις δεν θέλησαν ποτέ να παραχωρήσουν πραγματική εξουσία στους ευρωπαϊκούς «θεσμούς».

Και το Παρίσι σήμερα δεν επιδιώκει να παραδώσει μέρος του ελέγχου τού στρατιωτικού και αμυντικού του δυναμικού σε υπερεθνικά όργανα. Είναι ξεκάθαρο ότι προκρίνει τη διακυβερνητική προσέγγιση και θα συνεχίσει να το κάνει, τουλάχιστον για όσο οι ευρωπαϊκές αρχές βρίσκονται, επί της ουσίας, σε γερμανική ομηρία. Είναι όμως το ίδιο καθαρό ότι οι Γάλλοι είναι αποφασισμένοι να αλλάξουν καταλυτικά τους όρους του παιχνιδιού. Στόχος τους να μετακινήσουν το κέντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής από την οικονομία, όπου το Βερολίνο έχει το πάνω χέρι, στην ασφάλεια και τις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου οι Γερμανοί υπολείπονται σε όλα τα επίπεδα. Και η επίθεση των τζιχαντιστών στο Παρίσι τους δίνει τη χρυσή ευκαιρία.

Το βέβαιο είναι ότι τόσο η γαλλική πολιτική ηγεσία, όσο και ο γαλλικός λαός, φαίνονται αποφασισμένοι να βγάλουν τη χώρα τους από τον ρόλο του κομπάρσου στον οποίο έχει υποπέσει εδώ και δεκαετίες. Και μετά τις δραματικές διακηρύξεις Ολάντ και το κλίμα εθνικής ανάτασης που έχουν πυροδοτήσει οι πολύνεκρες επιθέσεις, κανείς γάλλος πολιτικός δεν θα αντέξει στο μέλλον να επιστρέψει σε γερμανική κηδεμονία.

Κόντρα και στο Προσφυγικό

Και στο πεδίο του Προσφυγικού, την ώρα που τα χτυπήματα κατά της Μέρκελ έρχονται από παντού στο εσωτερικό της Γερμανίας, το Παρίσι σκληραίνει τη στάση του. Και εδώ υπάρχει για τους Γάλλους μια χρυσή ευκαιρία, να «κοντύνουν» τη γερμανίδα πολιτικό που είναι συνώνυμη με τη γερμανική κυριαρχία και η οποία φαίνεται να είναι η μόνη στη γερμανική πολιτική σκηνή που έχει την ικανότητα να κρατά σε ευρωπαϊκό επίπεδο τις ισορροπίες που απαιτούνται, προκειμένου το Βερολίνο να διατηρεί τα πρωτεία.

Το Παρίσι λοιπόν πλέον βάζει στην άκρη το ζήτημα της ανακατανομής των προσφύγων βάσει υποχρεωτικών ποσοστώσεων, που έχει ξεσηκώσει τους Ανατολικοευρωπαίους κατά των Γερμανών, και τονίζει ότι αυτό που έχει σημασία είναι ο αυστηρός έλεγχος των εισερχομένων στα ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα, ήτοι στην Ελλάδα και την Ιταλία. Υιοθετώντας στάση γερακιού, ο Ολάντ πρόσφατα τόνισε ότι, είτε θα έχουμε αποτελεσματικούς ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, είτε οι φράχτες και τα συρματοπλέγματα θα κυριαρχήσουν στην ήπειρο. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι για το Παρίσι η ανθρωπιστική διάσταση του ζητήματος θεωρείται απολύτως ήσσονος σημασίας, ενώ οι λογικές μιας στρατιωτικοποιημένης Ευρώπης-φρουρίου προκρίνονται.

Και είναι δεδομένο ότι, πέραν μιας ευκαιρίας αλλαγής ατζέντας και ενίσχυσης της γαλλικής ισχύος, η στρατιωτικοποιημένη αντιμετώπιση του ζητήματος των προσφύγων, με τις πιέσεις για την ανάπτυξη κοινών στρατιωτικών δυνάμεων που θα αναλάβουν τη φύλαξη των συνόρων, θα δώσει μια σημαντική ώθηση στη γαλλική αμυντική βιομηχανία.

Το ενδιαφέρον στη γαλλική αυτή κωλοτούμπα είναι ότι το Παρίσι βάζει στο στόχαστρο ως ανεπαρκείς και «κρεμάει» δύο παραδοσιακούς του συμμάχους, την Ιταλία και την Ελλάδα, οι οποίες, αν το κλίμα της έμφασης στην ασφάλεια και μόνο επικρατήσει, κινδυνεύουν να βρεθούν με εκατοντάδες χιλιάδες εγκλωβισμένων προσφύγων στο έδαφός τους.

Ο κίνδυνος της μίνι Σένγκεν

Την ίδια στιγμή Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Γερμανία και Αυστρία βρίσκονται σε διαβουλεύσεις (που έχουν ξεκινήσει αρκετά πριν τις επιθέσεις στο Παρίσι), για τη δημιουργία μιας μίνι Ζώνης Σένγκεν. Την πρόταση αυτή ξεκίνησαν να προωθούν επιθετικά οι Ολλανδοί ενώ, προς το παρόν, η σημερινή γερμανική ηγεσία είναι η περισσότερο αρνητική. Οι Βορειοευρωπαίοι φαίνονται να θέλουν να διατηρήσουν τα τεράστια οικονομικά ωφελήματα που παρέχει η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, προϊόντων και υπηρεσιών και να βάλουν τέλος, ταυτόχρονα, στις προσφυγικές ροές που κατευθύνονται προς τις χώρες τους, «πετώντας» εκτός Σένγκεν όλο τον ευρωπαϊκό Νότο, της Γαλλίας περιλαμβανομένης. Παρότι από πολλούς η κίνηση αυτή ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια άσκησης πίεσης προς τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Ελλάδας, για την έγκαιρη δημιουργία και λειτουργία των hot spots, είναι βέβαιο ότι στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ξεκινά να μελετάται σε κοινές συναντήσεις αξιωματούχων και έχει υπολογίσιμη πιθανότητα εφαρμογής.

Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε, στην ουσία, και το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μια ξεκάθαρη διάσπαση του Βορρά από τον Νότο. Σίγουρο είναι, πάντως, ότι από τα τέλη του έτους, οπότε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει τις σχετικές της προτάσεις, θα δρομολογηθούν σημαντικές αλλαγές στη Συνθήκη του Σένγκεν. Δεδομένος θα είναι ο έλεγχος και για τους ευρωπαίους πολίτες, όταν θα διέρχονται των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, η δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού μητρώου επιβατών που θα καταγράφει ποιος ταξιδεύει και προς τα πού, η αντιπαραβολή των στοιχείων των εισερχομένων με εθνικές και ευρωπαϊκές τράπεζες δεδομένων και η συχνότερη καταφυγή σε συνοριακούς ελέγχους εντός της Ζώνης Σένγκεν.


Σχολιάστε εδώ