Ημέρες δόξας

Μια περίλαμπρη ιστορία που γράφτηκε από τις μονάδες προκαλύψεως της Ηπείρου, που αμύνονταν «του πατρίου εδάφους» πολεμώντας με τις ισχνές τους δυνάμεις τον πανίσχυρο εισβολέα και που, σε έξι μόλις ημέρες από την 28η Οκτωβρίου που μας επιτέθηκε, τον ανέτρεψαν και τον πήραν στο κυνήγι. Και το επιστέγασμα της αντεπιθέσεως, με τη μεγαλειώδη νίκη, ήρθε σαν σήμερα, 22 Νοεμβρίου, υψώνοντας οι φαντάροι μας τη γαλανόλευκη στην Κορυτσά. Ήταν η πρώτη νίκη του ελεύθερου κόσμου εναντίον του Άξονος και «η πρώτη πόλις που περνούσε στα χέρια των Συμμάχων…», κατά την, επ’ ευκαιρία της καταλήψεως, πανηγυρική δήλωση του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Έκτοτε, ένα πέπλο σιγής απλώνεται παντού για τις ανεπανάληπτες εκείνες ημέρες δόξας, θαρρείς και δεν κάνει να μάθουν ποτέ τα Ελληνόπουλα ποια δύναμη κρύβει η ψυχή του Έλληνα, όταν κάποιοι δεν τη ναρκώνουν ηθελημένα. Κανένας δεν ξέρει βέβαια πώς αισθανόταν ο Γκράτσι, που το ιταλικό τελεσίγραφο, το οποίο επέδωσε στον Μεταξά τη νύκτα της 28ης Οκτωβρίου ζητώντας την παράδοση της Ελλάδος, κατέληγε, για να την τρομάξει και υποκύψει αμαχητί, πως «…εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων»… Πριν, δε, συμπληρωθεί δεκαήμερο ο ιταλός υπουργός Εξωτερικών, κόμης Τσιάνο, έγραφε στο ημερολόγιό του μεταξύ άλλων: «6η Νοεμβρίου. Γεγονός είναι ότι την 8η ημέρα των επιχειρήσεων η πρωτοβουλία περιήλθε στους Έλληνες… Δεν νομίζω ότι έφθασε ακόμη η στιγμή να κρύψουμε το πρόσωπο από ντροπή». Τις ίδιες ημέρες ο Μεταξάς σημείωνε στο δικό του ημερολόγιο: «Νίκη Πίνδου – 1η νίκη εις Πίνδον. Η Μεραρχία Αλπινιστών κατεστράφη». Με κομμένη την ανάσα, ο άμαχος πληθυσμός στα μετόπισθεν παρακολουθούσε μέσω των ημερησίων καθημερινών εφημερίδων την εξέλιξη των επιχειρήσεων και τις ανύπαρκτες επιτυχίες των εισβολέων. Το ιταλικό σουξέ «μικρή χωριατοπούλα», όπως παρουσιάστηκε παραφρασμένο και προσαρμοσμένο σε «κορόιδο Μουσολίνι» από τον Γιώργο Οικονομίδη, τραγουδιόταν από μικρούς και μεγάλους από την επαύριο κιόλας της κηρύξεως του πολέμου. Η Σοφία Βέμπο θριάμβευε με τα πολεμικά της τραγούδια και οι είχαν γίνει οι Ιταλοί «ρεζίλι των σκυλιών» με τις βαριές τους ήττες. Στα αθηναϊκά θέατρα οι απανωτές επιθεωρήσεις λοιδορούσαν τον Μπενίτο και όλη η χώρα βρισκόταν μέσα σε ένα ιδιότυπο και συνεχές πανηγύρι. Λιλιπούτεια τσαρουχάκια και τσολιαδάκια πουλιούνταν ως αναμνηστικά και φακοί για «φως τσέπης» με μπαταρίες συγκαταλέγονταν στα είδη πρώτης ανάγκης για τη συσκότιση της αεράμυνας. Οι γυναίκες έπλεκαν μάλλινες φανέλες, γάντια, σκούφους και χοντρές μάλλινες κάλτσες. Από τις πρώτες ημέρες του Νοέμβρη το κρύο, οι λάσπες και τα χιόνια καθημερινά μεγάλωναν. Η ζωή στο μέτωπο γινόταν ανυπόφορη Τα κρυοπαγήματα θέριζαν τους φαντάρους και όμως όλο νικούσαν. Κανένας στα μετόπισθεν δεν αμφέβαλλε για την τελική νίκη. Το πολεμικό ανακοινωθέν της 13ης ημέρας του πολέμου ήταν το μεγαλύτερο απ’ όσα έδωσε στη δημοσιότητα το Στρατηγείο σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και ανέφερε λεπτομερώς τα διαδραματισθέντα στις μάχες του Σμόλικα, του Γράμμου και της Βόρειας Πίνδου, όπου οι Έλληνες μεγαλούργησαν. Περιέγραφε λεπτομερώς πώς διαλύθηκαν οι επίλεκτες ιταλικές μεραρχίες, που εισέβαλαν με σκοπό να καταλάβουν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, και πως ετράπησαν σε άτακτη φυγή αφήνοντας πίσω τους πολύτιμο πολεμικό υλικό. Από την ημέρα εκείνη ο Στρατός μας κατελάμβανε καθημερινά και μια αλβανική πόλη, για να φύγει ντροπιασμένος από την Αλβανία o Ντούτσε μετά την αποτυχία της εαρινής του επίθεσης, αποχαιρετώντας τους στρατηγούς του με τη φράση: «Σας σιχαίνομαι όλους»… Μέχρι που πλάκωσαν οι αήττητοι έως τότε Γερμανοί και έσωσαν από την πανωλεθρία τους συνεταίρους τους.

Και έχουμε σήμερα τους ντόπιους κριτές της μεγαλειώδους και ένδοξης εκείνης εποχής, που διερωτώνται, τάχα αφελώς, γιατί εορτάζεται η επέτειος του «ΟΧΙ», που είναι η αρχή και όχι το τέλος του πολέμου, όπως πράττουν όλοι οι λαοί. Αλλά την 28η Οκτωβρίου την καθιέρωσε ως εθνική εορτή ο ίδιος ο λαός της Αθήνας, που βγήκε ανοργάνωτος, χωρίς κανέναν επικεφαλής, στους δρόμους της πρωτεύουσας τις πιο άγριες ώρες της τριπλής εχθρικής Κατοχής. Χτύπησε καμπάνες εκκλησιών, έκανε δοξολογίες, στεφάνωσε ανδριάντες ηρώων, έψαλε τον εθνικό μας ύμνο σε πολυπληθείς συγκεντρώσεις εργαζομένων και εξεφώνησε συνθήματα ελευθερίας μέσα σε δοξαστικές ομιλίες, για να εισπράξει τις συνέπειες του μίσους των κατακτητών. Αυτή την αυθόρμητη εθνική εορτή, που επέβαλε ο λαός τιμώντας την επέτειο, θέλουν να μεταθέσουν στο τέλος του πολέμου οι τερμίτες; Προσδοκούν ίσως πως με τη χρονική μετατόπιση θα ξεχαστεί το αγέρωχο «ΟΧΙ» που αντέταξε ο πρωθυπουργός τη νύκτα της 28ης Οκτωβρίου και μαζί του θα ξεχαστεί ολόκληρο το έπος της Αλβανίας που είναι ξένο για δαύτους. Θα διαγραφούν από την Ιστορία οι νίκες του Στρατού μας απέναντι σε δύο αυτοκρατορίες και θα διαγραφεί ολόκληρη η συμπυκνωμένη μας δόξα, που κερδήθηκε με αίμα στα βουνά της Βορείου Ηπείρου; Και σβήνοντας με το σφουγγάρι όλη την πρόσφατη ένδοξη ιστορία μας, θα θεοποιείται η Εθνική Αντίσταση και θα τιμάται η «κόκκινη σημαία», που ένας σοβιετικός στρατιώτης ύψωσε επάνω στα ερείπια της πρωτεύουσας του άλλοτε πιστού συνεταίρου του: Το Βερολίνο…


Σχολιάστε εδώ