Ενισχύεται ο ρόλος των τραπεζών στη ρύθμιση των στεγαστικών δανείων

Έτσι, εκτός από τα στεγαστικά, έπρεπε να συμφωνηθεί επειγόντως ο τρόπος αντιμετώπισης του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη μετά και τη δήλωση Σόιμπλε ότι θα χορηγηθούν τώρα και όχι μετά την αξιολόγηση τα 10 δισ. της ανακεφαλαιοποίησης.

Με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ, το 35,60% των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά στεγαστικά δάνεια, το 39,8% επιχειρηματικά, το 63% δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις, το 54% δάνεια προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και το 51,3% καταναλωτικά δάνεια.

Οι ελληνικές τράπεζες μέχρι σήμερα αρνήθηκαν να υποστούν λογιστικές απώλειες. Παρά τα έξτρα κεφάλαια των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων, η εξυγίανση δεν έχει πραγματοποιηθεί. Η ύφεση, σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τα κέρδη των τραπεζών. Έτσι, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες πρέπει να συγκεντρώσουν 14,4 δισ. ευρώ εν όψει της τρίτης ανακεφαλαιοποίησής τους και θα πρέπει παράλληλα να ξεφορτωθούν 106 δισ. «κόκκινων δανείων».

Το γεγονός ότι τα ποσά των «κόκκινων δανείων» που δεν μπορούν να ανακτηθούν έχουν συνυπολογιστεί στις κεφαλαιακές απαιτήσεις των 14,4 δισ. ευρώ ανοίγει τον δρόμο και για μερική διαγραφή τους, με απαλλαγή κάποιων οφειλετών. Αρχικά, το ν/σ για τα προαπαιτούμενα περιλάμβανε πρόβλεψη υπολογισμού της εμπορικής αξίας της κατοικίας από εκτιμητές, γεγονός που εμπεριείχε δυνατότητα διαγραφής χρέους. Όμως την τελευταία στιγμή απαλείφθηκε η διάταξη. Η εκτίμηση θα γίνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας, με την οποία θα προσδιορίζεται και η μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλετών αλλά και η ενδεχόμενη ζημία. Είναι προφανές ότι γίνεται σεβαστός ο όρος της ΕΚΤ ώστε η κερδοφορία των τραπεζών να αποτελεί προϋπόθεση έγκρισης των επιχειρηματικών σχεδίων τους.

Έτσι, περιορίζεται η δυνατότητα διαγραφής χρέους μόνο σε επιχειρηματικά δάνεια. Η αντιμετώπιση αυτών, που αφορά τη δομή της ελληνικής οικονομίας, φαίνεται ότι έχει συμφωνηθεί κατ’ αρχάς, αλλά θα συμπεριληφθεί σε επόμενο νομοσχέδιο πριν την ολοκλήρωση της τραπεζικής ανακεφαλαιοποίησης, στο τέλος του 2015. Στη διαδικασία προστασίας της πρώτης κατοικίας σημαντικός είναι ο χαρακτηρισμός ενός δανειολήπτη ως «συνεργάσιμου», με βάση τον ορισμό της ΤτΕ. Σε διαφορετική περίπτωση, η τράπεζα θα επιστρατεύσει όλα τα ένδικα μέσα για να ανακτήσει άμεσα τα οφειλόμενα ποσά.

Οι τράπεζες θα διαμορφώσουν τη μηνιαία δόση του δανειολήπτη με βάση την καθαρή παρούσα αξία του δανείου, η οποία μαζί με τις προβλέψεις θα καθορίζει την οικονομική επίπτωση για την τράπεζα. Αρχικά θα επιμηκύνουν τη διάρκεια του δανείου και εφόσον δεν «βγαίνει» η επιθυμητή δόση θα προχωρούν σε μείωση επιτοκίου. Αν και πάλι δεν προκύπτει βιώσιμη δόση για τον οφειλέτη, οι τράπεζες θα εφαρμόζουν τη μέθοδο split balance. Θα χωρίζουν το δάνειο σε δύο μέρη, εκ των οποίων το ένα θα διαμορφώνει τη μηνιαία δόση και το άλλο θα «παγώνει».

Για το «παγωμένο» μέρος ο δανειολήπτης θα καταβάλλει μόνο την εισφορά του νόμου 128 (0,12% για στεγαστικό δάνειο, 0,60% για καταναλωτικό με εξασφάλιση). Το «πάγωμα» μέρους του δανείου θα μπορεί να ισχύσει για τρία χρόνια και μετά η τράπεζα θα επανεξετάζει το θέμα.

Ουσιαστικά εκχωρείται στις τράπεζες ο έλεγχος της διαδικασίας μείωσης των «κόκκινων δανείων», με διαμόρφωση αυστηρότερου πλαισίου προστασίας για τους πολύ ευάλωτους πολίτες. Η διαχειριστική τακτική των τραπεζών, ιδιαίτερα με τη συμμετοχή ξένων εμπειρογνωμόνων στις νέες διοικήσεις, θα καθοριστεί κυρίως από τις προδιαγραφές της ΕΚΤ. Παράλληλα προκύπτουν ευκαιρίες για διαμόρφωση αγοράς τίτλων στον τομέα των στεγαστικών δανείων, καθώς οι τράπεζες θα μπορούν να δημιουργήσουν χαρτοφυλάκια με δάνεια μη «συνεργάσιμων» δανειοληπτών.

Αφού λοιπόν οι τράπεζες επιβίωσαν με κρατικά κεφάλαια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και δεν εξυγίαναν τους ισολογισμούς τους, οι ανώτατοι αξιωματούχοι των δανειστών ετοιμάζονται για ακόμη μια φορά να τις βοηθήσουν, με πολύ υψηλό κόστος για το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος.

Οποιοδήποτε μη καταβληθέν ποσό των δανειοληπτών θα κεφαλαιοποιείται στο υπολειπόμενο ποσό του «σχεδίου διευθέτησης οφειλών».

Τα ποσά που δεν έχει καταβάλει ο δανειολήπτης θα κληθεί να τα πληρώσει στο μέλλον. Μετά το 2016 η τράπεζα θα μπορεί να προσβάλει το σχέδιο διευθέτησης και να εκποιήσει την πρώτη κατοικία του δανειολήπτη. Αίρεται λοιπόν η διάταξη που προέβλεπε ότι το Δημόσιο θα κάλυπτε από το 2017 και μετά τη ζημία των τραπεζών, που θα προέκυπτε εφόσον οι καταβολές του δανειολήπτη θα ήταν λιγότερες από αυτές που όριζε το δικαστήριο.

Η αυστηρότερη διαδικασία εξασφαλίζει τη βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, καθώς η συμμετοχή των ξένων ιδιωτών στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου έγινε σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Αποτιμήθηκαν με «απουσία» κεφαλαίων, ζημία για το δημόσιο πλέον των 40 δισ. και «αφελληνισμό» του μετοχικού ελέγχου. Η εξέλιξη αυτή υπονομεύει την πορεία τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου χρέους και παράλληλα εντείνει την αβεβαιότητα για τη μέθοδο αντιμετώπισης των επιχειρηματικών δανείων. Από αυτή θα εξαρτηθεί και η δυνατότητα παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας στη βάση ενδογενούς ελέγχου.


Σχολιάστε εδώ