ΕΔΑΔ: Δικαστήριο πράγματι ανεξάρτητο και αμερόληπτο;

«Ύστερα από επέμβαση της εποπτευούσης αρχής (Υπουργείο Οικονομικών), άλλαξε παράνομα η σύνθεση του ΔΣ του εναγομένου και το πιο πάνω μέλος πέτυχε να εκλεγεί παράνομα πρόεδρος του ΔΣ του εναγομένου τον Φεβρουάριο του 1984 και από τότε εξαπολύθηκε κατά του ενάγοντος διωγμός για να εξαναγκασθεί σε παραίτηση (…). Τελικά, στις 19.12.1986, του κοινοποιήθηκε η από 19.12.1986 δήλωση του Προέδρου του ΔΣ του εναγομένου, σε παρελθόντα χρόνο και ήταν οπωσδήποτε σε γνώση των μέχρι του 1984 διατελεσάντων μελών του ΔΣ του εναγομένου που απαρτίζονταν από διακεκριμένα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας, ακαδημαϊκούς, καθηγητές Πανεπιστημίου και Αρεοπαγίτες, οι οποίοι σε γενομένους ελέγχους (…) δεν διεπίστωσαν οποιαδήποτε επίμεμπτη συμπεριφορά του ενάγοντος, αντιθέτως όλοι τους επαινούν τον ενάγοντα για το προσφερθέν έργον του, τόσον ως νομικού συμβούλου (…), όσον και ως έχοντα την επιμέλεια ορισμένων διοικητικής φύσεως καθηκόντων. (…) Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως αυτού έγινε αδικαιολόγητα, χωρίς κανένα σοβαρό λόγο και εναντίον των συμφερόντων του εναγομένου, τα οποία κατά την μακράν περίοδο των 22 ετών (1964-1986) υπεράσπισε, ως δικηγόρος, με επιμονή και ζήλο και διαφύλαξε την περιουσία αυτού. (…) Πέραν δε τούτων, η καταγγελία αυτή είναι και καταχρηστική, γιατί έγινε λόγω της προσωπικής έχθρας των πλειοψηφούντων μελών του ΔΣ του εναγομένου προς τον ενάγοντα (…)».

Ο Άρειος Πάγος (1079/1998) παρέπεμψε την υπόθεση στο αυτό δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση. Το εν λόγω δευτεροβάθμιο έκρινε (10217/1999) ότι η υπό του ιδρύματος καταγγελία, «ούτε άκυρη υπήρξε ούτε καταχρηστική ή αντίθετη προς την καλόπιστη εκπλήρωση των ενοχών», καίτοι εδέχθη ότι ο χειρισμός των υποθέσεων του ιδρύματος υπό του νομικού συμβούλου αυτού «δεν ήταν κακός, γι’ αυτό και δεν υπήρξε αντίστοιχος λόγος καταγγελίας της συμβάσεώς του».

Επί προσφυγής του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) (38240/ 2002), ο νομικός σύμβουλος του ιδρύματος προέβαλε άπαντα τα ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων περί καταχρηστικής απολύσεως τούτου πραγματικά περιστατικά και νομικά επιχειρήματα, πέραν δε τούτου ότι η υπόθεσή του εκρίθη υπό μεροληπτικών δικαστηρίων, περαιτέρω, δε, ότι διήρκεσε αύτη πολύ πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείτο διά τη διάγνωση των τιθεμένων περιστατικών και νομικών ζητημάτων.

Συγκεκριμένως, ο προσφεύγων προέβαλε ότι η απόλυσή του υπό του ΔΣ του ιδρύματος εγένετο υπό μελών διορισθέντων κατά παράβαση του τότε ισχύοντος άρθρου 86 παρ. 1 του ΑΝ 2039/1939 και κατ’ επέκταση του άρθρου 109 του Συντάγματος περί θωρακίσεως των κοινωφελών ιδρυμάτων, αφού η αντικατάσταση εκτελεστού διαθήκης υπέρ κοινωφελούς σκοπού, ως και η μεταβολή των όρων ή του σκοπού τέτοιας διαθήκης επιτρέπονται μόνον κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, όπως και επεσημάνθη υπό της ρηθείσης πρώτης εφετειακής αποφάσεως!

Περαιτέρω, προέβαλε ότι τόσον τα διορισθέντα παρανόμως, κατ’ αρέσκεια του υπουργού των Οικονομικών, νέα μέλη του ΔΣ του ιδρύματος, ως και τα προαχθέντα ταύτα του Αρείου Πάγου, υπό της κυβερνώσης παρατάξεως (ΠΑΣΟΚ), κατά το άρθρο 90 (παρ. 5) του Συντάγματος, απεφάνθησαν κατά του ιδίου καταχρηστικώς και μεροληπτικώς αντιστοίχως. Ήδη δε ο ίδιος είχε ασκήσει δριμεία κριτική κατά των αχαλίνωτων παρεμβάσεων της παρατάξεως ταύτης στη Δικαιοσύνη («ΕΣΤΙΑ», «Η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ διά πολιτικοποίησιν της Δικαιοσύνης», 20.12.1984, «Αι παρεμβάσεις της Πολιτικής εις την λειτουργίαν της Δικαιοσύνης», 5.2.1986 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι εν συνεχεία των ανωτέρω, μέλη του ΔΣ του ιδρύματος και του Αρείου Πάγου εδιορίσθησαν υπό της ιδίας κυβερνώσης παρατάξεως σε σημαίνουσες θέσεις της κοινωνίας, απολαύοντας έως και το αξίωμα του ανωτάτου άρχοντος, ενώ μέλη τούτου του Αρείου Πάγου προήχθησαν περαιτέρω ως δικαστικοί λειτουργοί υπό υπουργού της Δικαιοσύνης, πρώην μέλους του απολύσαντος τον προσφεύγοντα ΔΣ του ιδρύματος, διαρκούσης τοιαύτης κυβερνήσεως (ΠΑΣΟΚ).

Τέλος, ο προσφεύγων προέβαλε τον έλεγχο που η ηγεσία της Δικαιοσύνης ασκεί εν γένει επί των ανωτάτων δικαστηρίων, ως και επί των δικαστηρίων της ουσίας, βάσει των ανωτέρω διατάξεων (άρθρ. 90 Σ.) και του ν. 1756/1988 περί κώδικος οργανισμού δικαστηρίων και καταστάσεως δικαστικών λειτουργών (Αναστ. Π. Ζολώτα, «Αντισυνταγματικαί διατάξεις του Συντάγματος», Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Ερωδιός, 2006, σελ. 27 επ.).

Το ΕΔΑΔ, στην από 2.6.2005 απόφασή του, εδέχθη το δευτερεύον παράπονο του προσφεύγοντος και απέρριψε το βασικό τούτου, αποφανθέν «ότι για να αποδειχθεί αν ένα δικαστήριο μπορεί να θεωρηθεί ”ανεξάρτητο”, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, κυρίως, ο τρόπος διορισμού και η διάρκεια της θητείας των μελών του, η ύπαρξη προστασίας κατά των εξωτερικών πιέσεων και το να γνωρίζει αν υπάρχει ή όχι ένδειξη ανεξαρτησίας. Από την άποψη αυτή, ο διορισμός μόνον [;] του Προέδρου του Αρείου Πάγου από την εκτελεστική εξουσία δεν θα μπορούσε να αμαυρώσει την ανεξαρτησία του, από τη στιγμή που προκύπτει εμφανώς από το καθεστώς του ότι από τη στιγμή που διορίζεται, δεν υπόκειται σε κάποια πίεση, δεν λαμβάνει οδηγίες από την πλευρά της και ασκεί τα καθήκοντά του με κάθε ανεξαρτησία [;] ([νομολογία]). Στην περίπτωση αυτή, από τον συνδυασμό των προαναφερομένων άρθρων 87 παρ. 1 και 2 και 90 παρ. 5 του Συντάγματος, προκύπτει ότι τέτοια είναι η περίπτωση. (…)».

Μέλος του επί της εν λόγω υποθέσεως συνεδριάσαντος συμβουλίου του ΕΔΑΔ υπήρξε πάλι πρώην αξιωματούχος της ανωτέρω κυβερνώσης παρατάξεως (ΠΑΣΟΚ), διορισθείς εν συνεχεία υπό της τελευταίας στο αυτό ΕΔΑΔ. Εν συνεχεία, όταν ο προσφεύγων απετάθη στην Ολομέλεια του ΕΔΑΔ προς επανεξέταση του βασικού παραπόνου τούτου, το εν λόγω αίτημά του απερρίφθη, ως και το δικαίωμά του να λάβει γνώση του σκεπτικού της εν λόγω αποφάσεως!

Επί των προσφυγών 41/1997/ 825/1031 Incal κατά Τουρκίας, 47533/99 Ergin κατά Τουρκίας, 5260/2007 Feti Demirtas κατά Τουρκίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αμφιβολίες των εν προκειμένω τούρκων προσφευγόντων, σε ότι αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των επιληφθέντων των υποθέσεων τούτων δικαστηρίων, ήτο δίκαιες. Πράγματι, η τουρκική Δικαιοσύνη περιζώνεται και αύτη υπό ενός απροσχηματίστου φρουρίου κανοναρχίας, εξαρτουμένου εκ της εκτελεστικής, καθ’ όσον το Σύνταγμα της χώρας, το αναθεωρηθέν την 13.5.2010 (ν. 5982), ορίζει ότι η πλειοψηφία των μελών του Ανωτάτου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (ΑΣΔΕ) διορίζεται υπό της Εκτελεστικής, ως και η διοίκησις τούτου ασκείται υπ’ αυτής της εξουσίας ταύτης (πρόεδρος τούτου είναι ο υπουργός Δικαιοσύνης). Το δε ΑΣΔΕ διορίζει τα μέλη του Αρείου Πάγου (ΑΠ), στην δε περίπτωσιν του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) μετέχει της διαδικασίας και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκ των εν λόγω μελών εκλέγονται οι πρόεδροι και αντιπρόεδροι τούτων των δικαστηρίων, ο αυτός δε πρόεδρος της χώρας διορίζει μόνος τούς εισαγγελείς και αντιεισαγγελείς αυτών, ως και άπαντα τα μέλη των ανωτάτων Δικαστηρίων του Στρατού. Ο δε διορισθείς υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας Εισαγγελεύς του ΑΠ είναι και Εισαγγελεύς του Συνταγματικού Δικαστηρίου, τα περισσότερα μέλη του οποίου διορίζονται υπό τούτου του Προέδρου, τα δε λοιπά μέλη υπό της Εθνοσυνελεύσεως (άρθρο 138 επ. του Συντάγματος).

Κατά το δε αναθεωρηθέν την 23.07.1995 Σύνταγμα (ν. 4121), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εδιόριζε μόνος τα μέλη του ΑΣΔΕ εκ των γενικών συνελεύσεων του ΑΠ και του ΣτΕ (άρθρο 159).

Ενώ δε κατά τις τελευταίες, από 10.8.2014, εκλογές, ο διατηρών τότε 327 έδρες επί 550 Πρόεδρος της Δημοκρατίας επανεξελέγη απευθείας υπό του λαού και όχι υπό της Εθνοσυνελεύσεως, εν συνεχεία του ενισχύοντος τον έλεγχο της Δικαιοσύνης υπό της Εκτελεστικής (ν. 6524/15.2.2014), υιοθετήθη υπό της αυτής ισλαμοσυντηρητικής κυβερνήσεως έτερον νομοσχέδιο (2.12.2014), αυξάνοντος περαιτέρω την ισχύν ταύτην («Το Βήμα», 3.12.2014).

Δεν είναι δε τυχαίο ότι τόσον το ίδιο το Συμβούλιο της Ευρώπης επροειδοποίησε την Τουρκία («Η Καθημερινή», 18.01.2014) ότι «κάθε απόφαση που θα λαμβάνεται από ένα πολιτικοποιημένο δικαστικό σώμα θα θεωρείται εξ ορισμού ύποπτος», όσον και η ΕΕ επεσήμανε προς την Ελλάδα ότι «ένα λειτουργικό και ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα είναι βασικό στοιχείο για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των πολιτών (…)» («ΕΣΤΙΑ», 18.03.2014).

Το οξύμωρο, όμως, είναι ότι στην υπόθεση, λ.χ., Feti Demirtas κατά Τουρκίας, το ΕΔΑΔ απεφάνθη ότι: «Για να αποδειχθεί αν ένα δικαστήριο μπορεί να θεωρηθεί ”ανεξάρτητο”, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, κυρίως, ο τρόπος διορισμού και η διάρκεια της θητείας των μελών του, η ύπαρξη προστασίας κατά των εξωτερικών πιέσεων και το να γνωρίζει αν υπάρχει ή όχι ένδειξη ανεξαρτησίας (όρα, μεταξύ πολλών άλλων, «Ζολώτα κατά Ελλάδος», αρ. 38240/2002, παρ. 24, 2.6.2005)» (βλέπε, ομοίως, Ergin κατά Τουρκίας).

Κατόπιν τούτων, ερωτάται: Πώς το ΕΔΑΔ δεν διείδε τη δυσμενή θέση της ελληνικής Δικαιοσύνης, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της εκτελεστικής, αλλά και την πρόδηλη αδικία κατά του προσφεύγοντος, πρώην νομικού συμβούλου του ιδρύματος, υπό μελών τούτου και δικαστηρίων απαρτισθέντων υπό λειτουργών, η πλειοψηφία των οποίων, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εδιορίσθη υπό της τότε ασυδότου κυβερνώσης παρατάξεως συμφώνως προς τις πολιτικές πεποιθήσεις αυτών και υπό ποίαν έννοια μνημονεύεται τοιαύτη νομολογία στο σκεπτικό του ΕΔΑΔ επί των ανωτέρω τουρκικών προσφυγών;

Ο Ευάγγελος Κρουσταλάκης, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, έγραψε όταν ήτο ακόμη εφέτης, σε μελέτη του υπό τον τίτλο «Η δικαστική εξουσία, η ανεξαρτησία της και η κοινή γνώμη» («Το Σύνταγμα», τεύχος 1ον, Ιανουάριος-Μάρτιος 1986, σελίδα 18 επ.), ότι για να έχουμε δημοκρατική κοινωνία, θα πρέπει η κοινή γνώμη να πληροφορείται σωστά και να ασκεί κριτική ελευθέρως επί των πράξεων της Δικαιοσύνης: «Ανεξάρτητη λοιπόν Δικαστική εξουσία και (…) έλεγχος της απονομής της δικαιοσύνης από σωστά ενημερωμένη κοινή γνώμη, (…), αυτό σημαίνει αληθινά δημοκρατική κοινωνία». Κατόπιν πάντων των ανωτέρω, ο λόγος στους αναγνώστες.


Σχολιάστε εδώ