Αναμνήσεις
Σκοπός της σημερινής εξιστόρησής μας είναι να προσφέρουμε λίγη συγκίνηση σε όσους ζούνε ακόμα, να θυμηθούν την εποχή της ρομαντικής τότε Αθήνας, αλλά ταυτόχρονα και για να σχηματίσουν οι νεότεροι την πάλαι ποτέ εικόνα της πρωτεύουσας, τότε που… γάμπριζαν οι παππούδες τους. Εξυπακούεται πως στην αφήγησή μας θα συμπεριλάβουμε μαγαζιά και φίρμες που είχαν δεθεί με τη ζωή των Αθηναίων και δεν υπάρχουνε πια. Μεγάλα εμπορικά ονόματα που κυριαρχούσαν στην πιάτσα και που στις μέρες μας έγιναν απόμακρο παρελθόν. Τα περισσότερα εξαφανίστηκαν επειδή τα προϊόντα τους ξεπεράστηκαν από τη μόδα και πέρασαν στα αζήτητα, περιμένοντας μέσα στη σκόνη και στη βρωμιά κάποιου ρυπαρού παλιατζίδικου τον νοσταλγό «συλλέκτη» να τα αναζητήσει και άλλα πάλι επειδή τα αφεντικά δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στους μοντέρνους ρυθμούς και αποσύρθηκαν από την πιάτσα, υποταγμένα στον νόμο: «Παλιός γάιδαρος δεν περπατάει με καινούργια περπατησιά…».
Ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση της Τράπεζας της Ελλάδος τοποθετήθηκε περί τις αρχές της δεκαετίας του 1930 σε οικόπεδο επί της οδού Πανεπιστημίου που η πρόσοψή του κατελάμβανε το μήκος της οδού μεταξύ της Ομήρου και Εδουάρδου Λω, το δε βάθος του έφτανε στο μισό των ως άνω κάθετων δρόμων.
Η οδός Πανεπιστημίου ήταν ένα πανέμορφο «βουλεβάρτο» της Αθήνας γεμάτο επιβλητικά οικοδομήματα, πολλά των οποίων ήσαν κατοικίες επιφανών Αθηναίων, όπως, π.χ., η οικία Σερπιέρη, σημερινό κτίριο της Αγροτικής Τραπέζης στη γωνία με την Εδουάρδου Λω, αλλά και το μέγαρο με τον τεράστιο κήπο, το γνωστό Ιλίου Μέλαθρον, κατοικία του ανακαλύψαντος την αρχαία Τροία Ερρίκου Σλίμαν, όπου τώρα στεγάζεται το Νομισματικό Μουσείο, και πολλές άλλες. Το τμήμα εκείνο της Αθήνας ήταν οικοδομημένο με χαμηλού ύψους κτίρια, νεοκλασικά γεμάτα χάρη, διώροφα ή τριώροφα ως επί το πλείστον, που τον καθιστούσαν ανάλαφρο στο μάτι. Τα χρόνια εκείνα δεν είχε αρχίσει η επέκταση του Μετοχικού Ταμείου προς την Πανεπιστημίου, όπου εξακολουθούσαν να υφίστανται υπολείμματα των πάλαι ποτέ βασιλικών στάβλων. Υπήρχαν όμως στο τμήμα αυτό το διώροφο κτίριο της Αθηναϊκής Λέσχης, όπου, στο υπόγειό της, μέλη της έκαναν τα απογεύματα ασκήσεις ξιφασκίας.
Περαστικοί στέκονταν στον δρόμο και χάζευαν τους… μονομάχους. Άλλο αξιομνημόνευτο οικοδόμημα της περιοχής ήταν το κτίριο της Αρχαιολογικής Εταιρείας, που κατά την ανακατασκευή του κατασκεύασαν, προφανώς για σουβενίρ, μια πόρτα που κάπως έφερνε στη μεγαλειώδη εξώπορτα του παλαιού κατεδαφισθέντος κτιρίου. Τα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου στολίζονταν με πυκνή δενδροστοιχία, αλλά, παρά ταύτα, δεν την προτιμούσαν για τον περίπατό τους οι Αθηναίοι, που την εύνοιά τους για τον σκοπό αυτόν τη χάρισαν στην οδό Σταδίου. Επάνω στο οικόπεδο όπου χτίστηκε η τράπεζα υπήρχαν μερικά μικρομάγαζα. Ενθυμούμαι ένα μπακάλικο της εποχής, το «Παναθηναϊκόν», το οποίον προτιμούσε ο πατέρας μου για τα ψώνια του με είδη μπακαλικής για το σπίτι. Ήταν ένα μάλλον μικρό και σκοτεινό μαγαζί που το έκαναν σκοτεινότερο οι σκούρες γκρίζες φόρμες που φορούσαν έως τις γάμπες οι μπακαλόγατοι.
Όταν επρόκειτο να πάμε εκεί να ψωνίσουμε, η χαρά μου δεν περιγράφεται. Όχι τόσο επειδή ο μαγαζάτορας με κερνούσε πάντοτε μια καραμέλα λέγοντας μου «έλα πάρε, μπέμπη!», όσο επειδή ακριβώς στο πλάι υπήρχε ένα μικρό κομψό ζαχαροπλαστείο που όταν ο καιρός το επέτρεπε έβγαζε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. Σώζεται μάλιστα στην Αθηναϊκή Λέσχη ένας υπέροχος πίνακας του Μαθιόπουλου, όπου μέσα σε αχλύ εικονίζεται καθισμένη σε ένα εξωτερικό τραπεζάκι μια χαριέσσα Αθηναία να παίρνει το απεριτίφ της, ενώ στο βάθος, μπροστά στην Ακαδημία, διακρίνεται το τρένο του Φαλήρου, ο γνωστός από διηγήσεις «κωλοσούρτης».
Η δική μου χαρά που θα πηγαίναμε στο μπακάλικο οφείλετο στο γεγονός πως θα καταλήγαμε και στο ζαχαροπλαστειάκι για να με κεράσει πότε ένα κοκ και πότε μια σοκολατίνα. Όταν πλησίαζε ο καιρός που θα άρχιζε το γιαπί για να χτιστεί η Τράπεζα, τα μαγαζιά μετακόμισαν. Και το μεν «Εδωδιμοπωλείον το Παναθηναϊκόν» αναβαθμίστηκε ποιοτικά και μεταφέρθηκε στη γωνία Κοραή, όπου και παρέμεινε πολλά χρόνια μέχρι που εξωραΐστηκε η περιοχή με την πεζοδρόμηση της Κοραή, οπότε και απομάκρυναν όλα τα εκεί μαγαζιά.
Όσο για την αγάπη μου, το μικρό ζαχαροπλαστείο, αγνοώ τι απέγινε. Εικάζω πως μεταφέρθηκε απέναντι, σε μια εσοχή στον κήπο του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών, ως ζαχαροπλαστείο «Το Κοσμικόν», όπου και λειτούργησε μέχρι το 1960 που έγιναν οι γάμοι της πριγκίπισσας Σοφίας με τον Δον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας, οπότε ανακαινίστηκε ο ναός. Και ήταν τρε μπανάλ το μικρό ζαχαροπλαστείο να παραμείνει εκεί, ανάμεσα σε τόσους εστεμμένους.