Το γράμμα

«Αγαπητέ μου εαυτέ,

Παίρνω το θάρρος να σου γράψω αυτό το γράμμα για συμπαράσταση στις δύσκολες ώρες που περνάς, μια και είναι το μοναδικό που μπορώ να σου προσφέρω για να σε ανακουφίσω, αφού ούτε στρυχνίνη πουλάνε τα περίπτερα να πάρω να σε ποτίσω, αλλά ούτε τα πιστόλια τα πουλάνε με δόσεις οι μικροπωλητές στην Ομόνοια, και η σύνταξή μου (ντρέπομαι που το λέω) δεν επαρκεί να αγοράσω μια κουμπούρα της προκοπής να σε πιστολίσω να ξεμπερδεύεις. Δεν φτάνει για να αγοράσω όχι πιστόλι αλλά ούτε τσακμάκι για να ανάβεις το καντήλι. Απογοητεύσου τελείως λοιπόν με όλες αυτές τις περιπτώσεις.

Αγαπητέ μου εαυτέ,

Προ ημερών ακόμη είχες τη γιορτή σου και αρκετοί πήραν τηλέφωνο να σε ευχηθούνε ”χρόνια πολλά”… Τους άκουγα και χαμογελούσα ειρωνικά διερωτώμενος μέσα μου: ”Πόσα πολλά δηλαδή;” Και καθώς έφερνα διάφορα νούμερα στο μυαλό μου, όπως τότε που πιτσιρικάδες παίζαμε την ”κολοκυθιά” στην αυλή της Μαρίνας, το σάλιο που μου ύγραινε τα χείλη στο σαρδόνιο χαμόγελό μου ήταν πικρό, πολύ πικρό, σκέτο φαρμάκι! Χρόνια σου πολλά για τη γιορτή σου, αγαπητέ μου εαυτέ, αλλά διερωτήθηκαν, άραγε, ποτέ οι ευγενικοί και καλοσυνάτοι αυτοί άνθρωποι εάν τα λόγια που ξεστόμισαν ήσαν πράγματι ευχές ή μήπως ήτανε οι χειρότερες κατάρες; Μα σε τέτοια ουτοπία ζει ο περίγυρός σου και δεν καταλαβαίνει πως η τιμωρία που μας επιφυλάσσει η μοίρα είναι η μακροζωία; Καταδικάζεσαι να ζεις και να βλέπεις έναν-έναν τους δικούς σου να φεύγουν για το μακρινό και το χωρίς επιστροφή ταξίδι και αυτοί που μένουν να σου σφίγγουνε, συγκινημένοι τάχατες, το χέρι, κάτω από ένα κυπαρίσσι την ώρα του ”Δεύτε τελευταίον ασπασμόν”, λέγοντάς σου ”Να ζεις να τη θυμάσαι…”. Και ύστερα εσύ, εαυτέ μου, μόνος -ναι, μόνος, ολομόναχος- απόμακρος και από τον ίδιο σου τον εαυτό που μισείς, καθώς αυτό που με φόβο αλλά και λαχτάρα καρτερείς πως θα ‘ρθει, να μην έρχεται. Και να μην το παίρνεις απόφαση πως δεν πρόκειται να ‘ρθει ποτέ επειδή τόσο το θέλεις. Μέσα στην απόλυτη μοναξιά να αρχίζεις ανώφελες κουβέντες, διαλόγους στον αέρα, να βάζεις ερωτήματα χωρίς να υπάρχει απόκριση. Να παραμιλάς φωναχτά μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και να μην ακούς ούτε την ηχώ, τον αντίλαλο της φωνής σου που τον ρούφηξαν τα ντουβάρια. Και ”ντουβάρι” εσύ, να επιμένεις να μιλάς και να ρωτάς.

Αγαπητέ μου εαυτέ,

Ένας καλός σου φίλος, ένας φίλος από εκείνους που κατανοούν πως ανηφορίζεις έναν Γολγοθά και δεν προσπαθούνε να σε παρηγορήσουν με ανούσιες συμβουλές ”κάνε υπομονή” και άλλες φιλοσοφημένες σαχλαμάρες, αυτός ο καλός σου φίλος, σου ανέπτυξε προχθές τη θεωρία πως ο άνθρωπος. από γεννησιμιού του, είναι εξοπλισμένος με δυο ζωές Για τη μια, τη βιολογική, μονάχα ο Γιαραμπής γνωρίζει το πότε και το πώς θα τελειώσει. Είναι όμως και η άλλη, η ιστορία της ζωής μας, που βρίσκεται παντού. Μια ιστορία που, πετραδάκι – πετραδάκι, χτίστηκε από τους δυο μας. Από εσένα και εμένα. Είναι η ιστορία που με τυραννά έχοντας ξεμείνει σόλο».

Διέκοψα το διάβασμα και πέταξα το γράμμα στον κάλαθο των αχρήστων. Μια απροσδιόριστη πίκρα άρχισε να κατασταλάζει στην ψυχή μου. Τι με ένοιαζαν εμένα τα ξένα αλλοπρόσαλλα φληναφήματα; Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ασυναίσθητα άρχισα να το φιλοσοφώ. Τα χρόνια περνούν. Ήθη, έθιμα, τρόποι ζωής, τα πάντα μας σημαδεύουν. Οι παππούδες αργοπεθαίνουν μόνοι και έρημοι στα γηροκομεία, χωρίς να υπάρχει δίπλα τους κανείς να τους σφίξει το χέρι. Η ανθρωπιά εξαφανίστηκε.

Τίποτα, που να θυμίζει τη ζωή που ζήσαμε, δεν υπάρχει πια. Μας απέμειναν μόνο τα βάσανα, οι μιζέριες, η μοχθηρία, οι μικροπρέπειες να κατατρώνε την ψυχή μας.

…Δεν ξέρω ποιος διάβολος έσπρωξε το χέρι μου και με το Bic που κρατούσε άρχισε να γράφει: «Αγαπητέ μου εαυτέ…».


Σχολιάστε εδώ