Στα όριά της η επισώρευση βαρών
Η χώρα μας βρίσκεται υπό τη δικτατορία των δανειστών μας. Και το ερώτημα που προβάλλει είναι: Ποιο είναι το μέλλον της οικονομίας μας και του ελληνικού λαού; Πόσο θα διαρκέσει ακόμη η δικτατορία των δανειστών μας και τα θανατηφόρα για τον λαό Μνημόνια; Η «τρόικα» (ή αν προτιμάτε οι «θεσμοί») έχει κάθε συμφέρον να παρουσιάζει ρόδινο το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, για να παρουσιάσει παραγωγικό έργο που οδήγησε τάχα στην ανασύνταξη και την πρόοδό της. Επομένως το ερώτημα που θέσαμε παραπάνω είναι επίκαιρο, καθώς όχι μόνον η «τρόικα» αλλά και η κυβέρνησή μας διακατέχεται από αισιοδοξία για το μέλλον της οικονομίας μας και κατ’ επέκταση και του λαού μας. Η κυβερνητική αισιοδοξία έχει πολύ άρωμα πολιτικής σκοπιμότητας και δεν μπορεί να τη θεωρήσει κανείς σοβαρή και πραγματοποιήσιμη. Πώς είναι δυνατόν να βελτιωθεί μια οικονομία που στενάζει από μια φορολογική καταιγίδα που κατά πολύ υπερβαίνει τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, χωρίς επενδύσεις στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με καθεστώς capital controls σε ένα ασθενές ακόμη τραπεζικό σύστημα, που δεν μπορεί (ή δεν θέλει;) να εκπληρώσει τον ρόλο του ως αιμοδότης της οικονομίας; Η μόνη δραστηριότητα, αυτή την εποχή των Μνημονίων, που έχει απομείνει στην ελληνική κυβέρνηση είναι η επιβολή φόρων. Με μια τέτοια προοπτική, πώς είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι οι προοπτικές για την οικονομία μας είναι θετικές; Με πιστωτική ασφυξία, με συνεχή «κουρέματα» των αποδοχών και την υπερφορολόγηση, πώς είναι δυνατόν να διαγράφονται προοπτικές θετικές για την οικονομία μας, ώστε ύστερα από δύο χρόνια, έστω από το τέλος του 2017, να παταχθεί η ύφεση και να πετύχουμε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7%, δηλαδή να εισέλθει η ελληνική οικονομία στον ενάρετο κύκλο της ανάπτυξης, όπως πιστεύει η κυβέρνηση; Και είναι δυνατόν από τη χρονιά αυτή να υπάρχει και η υποχώρηση του δημόσιου χρέους χωρίς «κούρεμα»; Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να πετύχει η κυβέρνηση κάτι τέτοιο και σκληρή πάλη με τα άγρια θηρία της Δύσης, έστω και αν αυτά λέγονται κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ. Λόγω απειρίας της κυβέρνησης Τσίπρα και αριστερής ιδεοληψίας, η χώρα μας φορτώθηκε με περισσότερα βάρη, όπως το προσφυγικό πρόβλημα, που αν δεν το προσέξει η κυβέρνηση, θα αφανίσει την ελληνικότητα της χώρας μας. Γιατί μας θεωρούσαν (την κυβέρνησή μας δηλαδή) υπαίτιους της δημιουργίας του σοβαρού προσφυγικού προβλήματος, που η κυβέρνηση Τσίπρα ανεπιτυχώς προσπαθεί να αναγάγει σε πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Αλλά, δυστυχώς, οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν την αριστερή ιδεοληψία περί αλληλεγγύης των λαών.
Το οικονομικό επιτελείο της σημερινής κυβέρνησης έδειξε πλήρη ανικανότητα στη διαχείριση των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων, προφανώς λόγω απειρίας. Η μόνη του ικανότητα, που χωρίς αμφισβήτηση διαθέτει, είναι η επιβολή φόρων και εισφορών που επιβαρύνουν τον λαό με τις μεθόδους μετακύλισης των βαρών στον τελικό καταναλωτή. Από επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), απόλυτη στασιμότητα, λόγω πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Έτσι τα μοναδικά επιτεύγματα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν να φορτώσει τη χώρα μας με ένα σωρό προαπαιτούμενα, με ένα αυστηρότατο Μνημόνιο, με φορολογική καταιγίδα, με «κουρέματα» μισθών – συντάξεων, με αυξήσεις τιμών, με πιστωτική ασφυξία στην αγορά και ό,τι άλλο φθείρει τα εισοδήματα της πλειοψηφίας των πολιτών. Όμως στο οικονομικό επιτελείο περιλαμβάνονται και οι κ. Δραγασάκης και Τσακαλώτος (αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών αντίστοιχα), που είναι άριστα καταρτισμένοι οικονομολόγοι. Και το ερώτημα είναι:
Πώς αυτοί δέχτηκαν να εφαρμοστούν στη χώρα μέτρα που θα διαιωνίσουν την ύφεση και θα απομακρύνουν την προοπτική ανασύνταξης της οικονομίας μας, την απομάκρυνση της ύφεσης και της ανάπτυξης; Και για φέτος και για την επόμενη χρονιά η κυβέρνηση, παρά τη φορολογική καταιγίδα, είναι υποχρεωμένη να δανειστεί. Και εδώ είναι ο προβληματισμός: Από πού; Από την «τρόικα» ή από τις αγορές; Η «τρόικα» (ΕΚΤ) απαιτεί Μνημόνιο και ένα σωρό προαπαιτούμενα, έχει όμως το πλεονέκτημα του χαμηλού επιτοκίου. Οι αγορές μας δανείζουν χωρίς Μνημόνιο και προαπαιτούμενα, αλλά με πολύ υψηλά επιτόκια, σχεδόν απαγορευτικά για τις δυνατότητες της χώρας μας. Τα επιτόκια των αγορών περιέχουν και την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα που εμφανίζει η σημερινή κατάσταση της χώρας μας. Με λίγα λόγια, στο πρόβλημα του δανεισμού βρισκόμαστε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Προσωπικά έχουμε τη γνώμη ότι η σκέψη της κυβέρνησης να βγει στις αγορές για δανεισμό είναι προς το παρόν ασύμφορη. Στις αγορές πρέπει να βγούμε όταν στη χώρα μας διαλυθούν τα σύννεφα της πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας, για να μπορούμε να πετύχουμε λογικά επιτόκια.
Μέχρι τώρα η κυβέρνηση μας φόρτωσε το Προσφυγικό, το 3ο και πλέον καταστροφικό Μνημόνιο, τη φορολογική καταιγίδα, την αύξηση των τιμών, τα «κουρέματα» μισθών και συντάξεων, ας μη μας φορτώσει και τον δανεισμό από τις αγορές.