Θετικός παράγοντας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις η μετεκλογική πολιτική σταθερότητα στην Τουρκία
Όπως ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής έτσι και ο τούρκος Πρόεδρος επένδυσαν στους φόβους των πολιτών για αποσταθεροποίηση της πολιτικής ζωής και κατ’ επέκταση της χώρας σε περίπτωση που τα κόμματά τους δεν εξασφάλιζαν αυτοδυναμία. Στην περίπτωση της Τουρκίας μεγάλως επέδρασε και η ρευστή κατάσταση που επικρατεί στη Μ. Ανατολή και ο «κουρδικός κίνδυνος», με την είσοδο στη Βουλή του φιλοκουρδικού ΗDP, όπως και τα τραγικά γεγονότα της βομβιστικής ενέργειας στον σιδηροδρομικό σταθμό της Άγκυρας με εκατοντάδες θύματα, κυρίως Κούρδους. Υπάρχουν υπόνοιες ότι οι δράστες είναι άτομα που πρόσκεινται στο ακατάλυτο βαθύ τουρκικό κράτος. Παρά την αναμφισβήτητη εκλογική νίκη του Κόμματος Ανάπτυξης και Δημοκρατίας και προσωπικά του κ. Ερντογάν, η υποδοχή από τα δυτικά ΜΜΕ, ιδιαίτερα τα γερμανικά, δεν ήταν η αναμενόμενη, γεγονός που δεν διέφυγε της προσοχής του τούρκου Προέδρου ο οποίος επέκρινε τη στάση τους. Δίκαιη η αγανάκτηση του κ. Ερντογάν; Εκ πρώτης όψεως η απάντηση θα μπορούσε να είναι καταφατική. Οι Δυτικοί μονίμως υποστήριζαν ότι η πολιτική σταθερότητα στην Τουρκία και ο δυτικός προσανατολισμός της αποτελούν κλειδί και εγγύηση για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Επίσης είναι γεγονός ότι η Τουρκία του μετριοπαθούς ισλαμικού κράτους θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοντέλο και για ανάλογες μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Η πάγια αυτή θέση των Δυτικών πιθανόν να έχει αλλάξει στο μεταξύ. Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν ενοχληθεί με τη συμπεριφορά του κ. Ερντογάν, τις φιλοδοξίες και τη μεγαλομανία του καθώς και το απρόβλεπτο των ενεργειών του. Η εν γένει στάση της Τουρκίας στο Συριακό και η αμφιλεγόμενη στάση της έναντι του ISIS γέννησε πολλές αμφιβολίες για διάθεση ειλικρινούς συνεργασίας με τις δυτικές δυνάμεις.
Έχουν ενισχυθεί οι υποψίες ότι ο τούρκος Πρόεδρος φιλοδοξεί και αποβλέπει στη δημιουργία ενός αμιγούς ισλαμικού κράτους, γεγονός που θα απομάκρυνε την Τουρκία από τη Δύση. Σε αυτόν τον στόχο αποδίδεται, πέραν των προσωπικών φιλοδοξιών του κ. Ερντογάν, και η επιδίωξή του να τροποποιήσει το Σύνταγμα και να εγκαθιδρύσει σύστημα Προεδρικής Δημοκρατίας. Ασφαλώς, με την παρούσα αριθμητική σύνθεση του Κοινοβουλίου, μια τέτοια προοπτική δεν φαίνεται να είναι εφικτή. Οι αντιδράσεις των γερμανικών ΜΜΕ υποκρύπτουν και άλλες σκοπιμότητες. Η στάση του Ερντογάν στο Προσφυγικό – Μεταναστευτικό δεν ευνοεί τη γερμανική πολιτική που επιχειρεί να αποτρέψει την εισροή προσφύγων στη Γερμανία. Τα ανταλλάγματα δε τα οποία ζητάει η Τουρκία για πλήρη και ουσιαστική συνεργασία ξεπερνάνε τις δυνατότητες του Βερολίνου να τα ικανοποιήσει. Ένας άλλος ανησυχητικός παράγοντας, που φαίνεται να επηρεάζει τη στάση των Γερμανών έναντι της Άγκυρας, είναι και η, σχεδόν, κηδεμονία που η τελευταία επιδιώκει να ασκεί επί της τουρκικής μειονότητας στη Γερμανία. Το παράδειγμα της γειτονικής Γαλλίας, με την παρουσία στη γαλλική πολιτική και κοινωνική ζωή πέντε εκατομμυρίων μουσουλμάνων, φαίνεται να τους ανησυχεί. Σε αντίθεση με τα δυτικά ΜΜΕ, ο ελληνικός τηλεοπτικός και γραπτός Τύπος τήρησαν μετριοπαθή στάση. Το ίδιο ισχύει και για τις πολιτικές ηγεσίες. Γενικά απεφεύχθησαν σχόλια που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ανάμειξη στα εσωτερικά της γείτονος χώρας. Γενική φαίνεται να είναι η εκτίμηση ότι η πολιτική σταθερότητα στην Τουρκία -που οπωσδήποτε εξασφαλίσθηκε με τη θεαματική νίκη του κόμματος του τούρκου Προέδρου- αποτελεί θετική εξέλιξη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και τούτο άσχετα από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αν δηλαδή κατορθώσει ο κ. Ερντογάν να εξασφαλίσει την υποστήριξη των 17 βουλευτών της αντιπολίτευσης προκειμένου να προβεί στην τροποποίηση του Συντάγματος ή όχι. Στα δεκαπέντε, σχεδόν, χρόνια διακυβέρνησης της Τουρκίας από τον Ερντογάν, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπορεί να μη σημείωσαν ουσιώδη πρόοδο, δεν εξετράπησαν όμως σε βίαιες αντιπαραθέσεις, όπως συνέβαινε επί άλλων τουρκικών κυβερνήσεων. Ήδη έγινε γνωστό ότι ο έλληνας πρωθυπουργός θα πραγματοποιήσει επίσκεψη εργασίας στην Άγκυρα. Ίσως είναι λίγο πρόωρο. Ο πρωθυπουργός κ. Νταβούτογλου και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ταγίπ Ερντογάν θα τελούν ακόμη υπό τη μέθη του εκλογικού αποτελέσματος και την πεποίθηση ότι χωρίς την Τουρκία δεν είναι εφικτή η αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος, όπως και του Συριακού, χωρίς μάλιστα σοβαρά ανταλλάγματα. Κάτω από ένα τέτοιο κλίμα η επίσκεψη θα λάβει μάλλον εθιμοτυπικό χαρακτήρα.