Για δύο τσιγάρα έγινα τραγουδιστής!
// Από μια τεράστια καλλιτεχνική πορεία με αλλεπάλληλες επιτυχίες, ποιο είναι το απαύγασμα αυτής της καριέρας;
Σας απαντάω αυθόρμητα. Μοιραζόμουν το ίδιο καμαρίνι με τον Νίκο Ρίζο, τον Ορέστη Μακρή, τον Νίκο Σταυρίδη. Το χαρακτηριστικό τους ήταν η απλότητα. Δεν ήταν ψεύτικοι. Αυτό που ήταν στη ζωή, ήταν και στο σανίδι. Ο καλλιτέχνης που θέλει να αγγίξει τον κόσμο πρέπει να γίνει μέρος του. Είχα την τύχη να ζήσω τον Νίκο Γούναρη σ’ ένα φεστιβάλ στην Αλεξάνδρεια.
Μαζί μου ήταν και η Νανά Μούσχουρη. Ο Νίκος Γούναρης ήταν ένας από τους πολλούς που με δίδαξαν. Μου είπε: «Άκου, μικρέ, το τραγούδι είναι μια σκάλα. Θα το ανέβεις με πίκρα, όταν θα φτάσεις στην πλατφόρμα θα πηγαίνεις με βήμα σημειωτόν, γιατί μετά σε περιμένει και ο κατήφορος από τη σκάλα. Θα την κατέβεις, θες δεν θες».
Το κράτησα και πραγματικά όπως μου το είπε έγινε. Θυμάμαι και τα λόγια του Βασίλη Αυλωνίτη: «Το επάγγελμά σου είναι σαν και αυτό του τραπεζικού υπάλληλου. Θα ξεκινήσεις από κλητήρας, μπορεί να φτάσεις μέχρι και διευθυντής. Αλλά να θυμάσαι πάντα ότι ακόμη και ως διευθυντής θα είσαι υπάλληλος του κόσμου. Όσο μεγαλύτερη η επιτυχία σου τόσο πιο πολύ θα πλησιάζεις το κοινό». Δόξα τω Θεώ, έχω μια όμορφη ζωή.
// Είστε κοτσονάτος. Γερός, δυνατός, ευθυτενής; Πώς τα καταφέρνετε;
Το ’70 που γνώρισα την δεύτερη γυναίκα μου, μου τα έκοψε όλα (γέλια). Όπως και το τσιγάρο. Έχω θέμα με το αναπνευστικό μου. Είκοσι πέντε χρόνια ενεργητικός καπνιστής, πενήντα παθητικός μέσα στα κέντρα. Ευτυχώς ποτέ δεν έπινα. Τώρα, εδώ και δέκα χρόνια δεν δουλεύω. Αλλά δεν αξίζει πια.
Δισκογραφία δεν υπάρχει, το ίντερνετ τα έχει σαρώσει όλα και τα κέντρα δουλεύουν δύο φορές την εβδομάδα. Αν με ρωτούσατε τι θα ήθελα για το τέλος, είναι να πεθάνω χωρίς να ταλαιπωρήσω τους δικούς μου. Τον θάνατο δεν τον φοβάμαι. Και ξέρετε γιατί; Γιατί στη ζωή μου δεν κράτησα τις κακές στιγμές, συγχώρησα και βοήθησα.
// Υπάρχουν καλοί τραγουδιστές σήμερα;
Υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχουν καλοί στιχουργοί. Εγώ τρελάθηκα όταν μου έδωσαν να τραγουδήσω το «Ένας ουρανός μ’ αστέρια», το «Σ’ αγαπώ σ’ όλες τις γλώσσες», «Η πρώτη μας νύχτα». Στα καλύτερα τραγούδια της χιλιετίας στο νούμερο πενήντα βρίσκεται το «Ένας ουρανός μ’ αστέρια». Τις σημερινές τραγουδίστριες δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω πολύ στο ραδιόφωνο. Τους τραγουδιστές τους ξεχωρίζω, αλλά μου μοιάζουν, λίγο-πολύ, όλοι με τον Πάριο. Πάντως Γιάννη Βογιατζή δεν έχω ακούσει μέχρι τώρα. Θα ήθελα να με κάνει ακόμη και ένας μίμος. Εγώ βασίστηκα στο λαρύγγι μου, όχι στην κορμοστασιά μου. Και το δίνω και ως συμβουλή και στους νέους καλλιτέχνες.
// Λεφτά αποκτήσατε;
Απέκτησα δύο σπίτια για τα παιδιά και κάτι χωράφια που δεν πωλούνται τώρα. Έχω περάσει Κατοχή, εμφύλιο, σχέδιο Μάρσαλ. Έχω περάσει δυστυχισμένες στιγμές και δεν έπαθα τίποτα. Σήμερα ζούμε έναν οικονομικό πόλεμο. Ας κάνουμε υπομονή. Όποιος και να κυβερνήσει την Ελλάδα, από τη στιγμή που δεν παράγουμε, αλλά ζούμε με δανεικά, θα μας κάνουν ό,τι θέλουν οι ξένοι. Τελικά και ΕΝΦΙΑ θα πληρώσουμε και τις συντάξεις θα κόψουν. Είναι μονόδρομος. Η επιστροφή στη δραχμή ωστόσο θα ήταν καταστροφική.
// Από πού κατάγεστε; Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Η μητέρα μου ήταν από την Ίμβρο, ο πατέρας μου από το Αιτωλικό. Με το που μπήκαν οι Γερμανοί ο πατέρας μου έχασε τη ζωή του. Κατοχή με μια μάνα χήρα 26 ετών. Εγώ ήμουν τότε επτά ετών και αδερφός μου τριών. Ταλαιπωρημένα χρόνια, με μητέρα-κέρβερο που κλήθηκε να γίνει και μάνα και πατέρας παίρνοντας μια μικρή σύνταξη. Θυμάμαι ότι στην Κατοχή μας είχε ταΐσει μέχρι και σκύλο για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Την έχασα πριν από δέκα χρόνια και πιστεύω ότι εκεί που είναι σήμερα θα είναι πολύ καλά. Ήταν πολύ καλή γυναίκα. Για αυτό και εγώ και ο αδερφός μου, για να μην την κουράζουμε, είχαμε ξεκινήσει από πολύ νωρίς να δουλεύουμε. Ο αδερφός στα καράβια, εγώ το πρωί δούλευα σε εργοστάσιο και το βράδυ πήγαινα σχολείο.
// Και στο τραγούδι πώς βγήκατε;
Όλα έγιναν κατά λάθος ή κατά τύχη. Το ’52 στο Παγκράτι. Οι φίλοι ήξεραν ότι τραγουδούσα. Ήταν 12 Ιουνίου όταν έδωσα το τελευταίο μου μάθημα. Περνώντας από το άλσος Παγκρατίου με τέσσερα φιλαράκια -λεφτά δεν υπήρχαν για δείγμα- με ψήνουν να βγω στο αναψυκτήριο που γινόταν διαγωνισμός τραγουδιού τον οποίον διοργάνωνε τότε ο μαέστρος Ζοζέφ Κορινθίου όπου έδιναν μάλιστα και δώρο ένα ρολόι. Εγώ δέχθηκα γιατί ο φίλος μου ο Διαμαντόπουλος μου είπε ότι αν κέρδιζα στον διαγωνισμό θα μου έδινε δύο τσιγάρα. Για δύο τσιγάρα Pall Mall έγινα τραγουδιστής. Βγήκα, τραγούδησα, πήρα και το ρολόι -το κρατάω μέχρι σήμερα για να θυμάμαι- και μάλιστα έκλεισα και με τον επιχειρηματία τον Καννελόπουλο για να δουλέψω ως τραγουδιστής στο αναψυκτήριο. Το πρώτο μου μεροκάματο ήταν 36 δραχμές τη βραδιά. Και το πρωί έβγαζα 26 δραχμές από το εργοστάσιο υφασμάτων.
// Πότε ήρθε η επιτυχία;
Πολύ αργότερα. Έχω τραγουδήσει σ’ όλα τα καμπαρέ της Αθήνας. Ακόμη και στο καμπαρέ «Τζον Μπουλ». Όταν σιδέρωναν την κακομοίρα τη Σπυριδούλα, την υπηρέτριά τους, για να αποκαλύψει την υποτιθέμενη κλοπή της, δεν ήξερα ότι ο Γεώργιος Βεϊζαδές και η γυναίκα του Αντιγόνη, που είχαν ένα μέρος του μπαρ, το πρωί σιδέρωναν το κορίτσι και το βράδυ αυτός ο κύριος σέρβιρε ποτά. Αυτά τα καμπαρέ ήταν μεγάλο σχολείο. Το καλό μ’ εμένα ήταν ότι άρεσα στους μαέστρους. Έτσι, όταν στις ορχήστρες έλειπε για κάποιον λόγο η φίρμα, οι μαέστροι προωθούσαν την αξία. Έτσι γνώρισα και τον πιανίστα Γιάννη Σπάρτακο.
// Τι είναι αυτός ο άνθρωπος για εσάς;
Σ’ αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τα πάντα. Γιατί μέχρι την ευλογημένη στιγμή του ’59 ήμουν ένας άγνωστος τραγουδιστής. Έκανα καλά τη δουλειά μου βέβαια και διασκέδαζα τον κόσμο έως το ξημέρωμα. Ο Σπάρτακος με πήγε στα αμερικάνικα κλαμπ αλλά και στη βάση του αμερικάνικου Ναυτικού. Μου λέει «θα τραγουδήσεις στα αγγλικά». «Μα δεν ξέρω. Άντε να ξέρω απ’ έξω το ”Because of you”. Μαέστρο, θα φάμε ξύλο», του λέω. Κατεβαίνω από την πίστα, χειροκρότημα, κακό και ο Σπάρτακος μου λέει: «Δεν ξέρεις τι μου είπαν. Ότι πρώτη φορά έχουν ακούσει τόσο ωραία αμερικάνικα». Τελικά κατάλαβα αυτό που μου είπε ο μουσουργός Γιώργος Μουζάκης αργότερα. Αν χάσεις τα λόγια σου όταν τραγουδάς, θα συνεχίσεις να τραγουδάς, θα βάλεις τους δικούς σου στίχους. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει τίποτα το βράδυ, όταν έχει πιει και ένα ποτηράκι.
// Πώς φτάσαμε στο πρώτο φεστιβάλ τραγουδιού;
Ξενοδοχείο «Κινγκ Τζορτζ». Ο Γιάννης Σπάρτακος συνθέτει το τραγούδι «Εσένα» και βάζει βέτο σ’ όλους ότι θα το τραγουδήσω εγώ. Δεν ήθελε ούτε τον Τόνι Μαρούδα ούτε τον Φώτη Πολυμέρη. Εγώ αυτά τα έμαθα μετέπειτα από τον Δημήτρη Χορν, που ήταν στην κριτική επιτροπή. Ο Αλέξανδρος Λιδωρίκης, που είχε γράψει τους στίχους, ήταν σαν να μην είχε λόγο. Ο Γιάννης Σπάρτακος του είπε «αν δεν συμφωνήσεις για τον Βογιατζή, αποσύρω το τραγούδι». Με την επιμονή του Σπάρτακου πήρα το τρίτο βραβείο. Τρεις μήνες μετά το πρώτο φεστιβάλ είχα πάει στη δισκογραφική εταιρεία του Αλέξανδρου Πατσιφά και του είχα να ζητήσει να κάνω ένα δισκάκι. Έλα μου λέει αφού θα σου κάνουμε συμβόλαιο να μπεις στο στούντιο. Τότε μου έγραψαν το «Αιθέριο Λουλούδι» του Γεράσιμου Λαβράνου σε στίχους Κώστα Μάνεση και την επομένη όλη η Ελλάδα τραγουδούσε αυτό το τραγούδι.
Δεν με ήξερε κανείς. Με το «Εσένα» με είδαν οι αναγνώστες σε φωτογραφία και έγραψαν «ο νέος Πολ Άνκα της Ελλάδας».
// Στα μαγαζιά που τραγουδούσατε, ερμηνεύατε τις επιτυχίες σας;
Όχι. Ήταν το ακριβώς αντίθετο. Εμείς δεν κάναμε το σουξέ για να έρθει ο κόσμος να μας ακούσει. Εμείς καταρτίζαμε το δικό μας πρόγραμμα. Τότε ο κόσμος μου φώναζε από τα τραπέζι «πες μας, βρε Γιάννη, το ”Θέλω κοντά σου να μείνω”». Έχω τραγουδήσει και Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, αλλά ο Σπάρτακος με έβγαλε μπροστά. Με θεωρούσε καλό εργαλείο. Γιατί τραγουδούσα εβδομήντα τραγούδια τη βραδιά.
// Πώς γίνατε ο επίσημος τραγουδιστής των ανακτόρων και της βασιλικής οικογένειας Γλίξμπουργκ;
Ο Σπάρτακος με γνώρισε στους ιδρυτές της ορχήστρας Λεβ-Κανακάκης και δούλεψα μαζί τους στο κέντρο «Αθηναία». Η συγκεκριμένη ορχήστρα ήταν η βασική ορχήστρα που διασκέδαζε σε όλες τις δεξιώσεις και τις εορτές το βασιλικό ζεύγος. Ήμασταν η ασφάλειά τους, τσεκαρισμένοι. Έχω πολύ καλές αναμνήσεις από τους βασιλείς. Με τον Κωνσταντίνο είχαμε πέντε χρόνια διαφορά και θυμάμαι ότι είχαμε γίνει φίλοι. Κατεβαίναμε στα υπόγεια στο Τατόι με τους μαγείρους και τρώγαμε. Από τότε που ήταν νέος ο Κωνσταντίνος, τον θυμάμαι ως λάτρη του ωραίου φύλλου. Και όταν έγινε βασιλιάς όμως ερχόταν να μ’ ακούσει.
Οι επιτυχίες έρχονταν η μια μετά την άλλη. Το 1963 πήραμε το πρώτο βραβείο εγώ με τη Νίνη Ζαχά, τον Τέρη Χρυσό και τη Νίκη Καμπά για το τραγούδι «Πέταξε ένα πουλί». Στο Φεστιβάλ είχα τραγουδήσει και τα τραγούδια «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά» και «Εκείνη».
// Ο ύμνος του Παναθηναϊκού πώς ήρθε στα χέρια σας;
Από μικρό παιδάκι ήμουν Παναθηναϊκός. Στο γήπεδο πηγαίναμε ο Γιώργος Μουζάκης, ο Γιώργος Οικονομίδης και εγώ. Ο Οικονομίδης έγραψε τους στίχους για τον ύμνο, ο Μουζάκης τη μελωδία και ο πατέρας της Βίκυς Λέανδρος, o Λεό, ήταν ο πρώτος τραγουδιστής που τον ερμήνευσε. Μετά τον είπα και εγώ, το 1962, με την ψυχή μου και έγινε ο ύμνος ευρύτερα γνωστός.
// Θελήσατε ποτέ να γίνετε επιχειρηματίας;
Την περίοδο της χούντας αποφάσισα να κάνω μια δική μου δουλειά. «Τη σπηλιά του Παρασκευά». Γκρεμίστηκα οικονομικά, έπαθα ζημιά, χρεώθηκα. Μετά είπα να συνεργαστώ με τον επιχειρηματία Παπαχειμώνα που είχε το «Κάστρο». Ήθελα να γίνω επιχειρηματίας τρανός και την πάτησα άσχημα. Δεν επιτρέπεται ο καλλιτέχνης να γίνεται επιχειρηματίας. Μεγάλη τρέλα έκανα. Όση ώρα τραγουδούσα εγώ πάνω στην πίστα, έφευγαν οι σαμπάνιες από την αποθήκη φισέκια… Πού να πάρω χαμπάρι, όταν ο Παπαχειμώνας με πουλάει και τα πληρώνω εγώ όλα, ΙΚΑ, εφορίες. Ανοίγω τότε το «Μονακό». Σήμερα εκεί βρίσκεται το «Ακρωτήρι». Με γέλασαν και εκεί. Μπήκα μέσα με τα τσαρούχια. Τρελά λεφτά για το ενοίκιο και για το πρόγραμμα. Τότε αποφάσισα να φύγω για την Αμερική και δούλεψα καλά εκεί.
// Και σήμερα;
Τώρα όλα αυτά έχουν τελειώσει. Με τη δεύτερη γυναίκα μου, τη Μαρία, ζούμε μια όμορφη και ήσυχη ζωή εδώ στην Κερατέα στο εξοχικό μας, που έγινε σπίτι μας. Εδώ έχουμε τα αμπέλια μας, τρυγάω κιόλας, έχω και πατητήρι. Επίσης έχω συκιές, αμυγδαλιές, φιστικιές, ελιές και έχω τρία στρέμματα με καλλωπιστικά άνθη. Αυτό που ήθελα και ήθελε πάντα.