Στη δίνη της πολιτικής κρίσης η Τουρκία
Όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων επιβεβαιώνουν ότι το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ όχι μόνο δεν πλησιάζει το ιδανικό για τον Ερντογάν αποτέλεσμα της ενισχυμένης πλειοψηφίας, που επεδίωκε προκειμένου να αλλάξει το Σύνταγμα, αλλά και να μην πετυχαίνει καν την απόλυτη πλειοψηφία, που θα επέτρεπε τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβερνώσης υπό τον Αχμ. Νταβούτογλου.
Οι εκλογές αυτές βρίσκουν την Τουρκία να αντιμετωπίζει για πρώτη φορά ύστερα από αρκετά χρόνια ανάσχεση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, κάτι που ήδη έχει επιπτώσεις στα μεσαία και κατώτερα στρώματα, τα οποία αποτέλεσαν τη λαϊκή βάση για την απόλυτη κυριαρχία του ΑΚΡ και του Ερντογάν για περισσότερο από μία δεκαετία στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας.
Η Τουρκία βρέθηκε στο στόχαστρο της τρομοκρατίας των τζιχαντιστών, που πλέον έχουν διεισδύσει και στην Τουρκία, καθώς για σειρά ετών το τουρκικό κράτος έκλεινε το μάτι στους ακραίους ισλαμιστές και ενίσχυε τις ένοπλες ομάδες τους στη Συρία με την προσδοκία ότι θα έκαναν τη βρώμικη δουλειά της ανατροπής του Άσαντ.
Τώρα το Συριακό έχει μετατραπεί σε κακοφορμισμένη πληγή στο πλευρό της Τουρκίας, καθώς όχι μόνο έχει οδηγήσει την Άγκυρα σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία, αλλά δημιουργεί καχυποψία στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, το Ιράν και το Ιράκ, συντηρεί την ισλαμική τρομοκρατία και τα δίκτυα τα οποία έχουν αναπτυχθεί στο τουρκικό έδαφος. Συγχρόνως, δε, βλέπει τον εφιάλτη του Κουρδικού να φεύγει εκτός ορίων, με ορατή πλέον την προοπτική δημιουργίας ενιαίας κουρδικής περιοχής και στη Βόρειο Συρία.
Η δραματική τροπή που πηρέ η προσφυγική κρίση και η συνεχιζόμενη σφαγή στη Συρία προκαλεί κινδύνους γενικής αποσταθεροποίησης και η κινητοποίηση όχι μόνο της Συμμαχίας υπό τις ΗΠΑ αλλά και της Ρωσίας για να αντιμετωπισθεί η απειλή του ISIS και να βρεθεί λύση στο πρόβλημα της Συρίας, οδήγησε στην ανάγκη αναζήτησης αξιόπιστων δυνάμεων στο έδαφος. Και τέτοια δύναμη ήταν μόνο οι ένοπλες ομάδες των Κούρδων της Συρίας του PYD, κόμματος που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το PKK.
Η Άγκυρα προειδοποίησε, και μάλιστα διά στόματος του ίδιου του Ερντογάν, ότι θα υποχρεωθεί να στραφεί στρατιωτικά εναντίον των Κούρδων εάν επιχειρήσουν να κινηθούν πέραν του Ευφράτη και εάν διαπιστωθεί ότι τα όπλα τα οποία Αμερικανοί και Ρώσοι προσφέρουν στο PYD διοχετεύονται και στο PKK.
Παρά τους λεονταρισμούς αυτούς είναι σαφές ότι η Άγκυρα είναι σε δεινή θέση, καθώς κάθε πλήγμα εναντίον των Κούρδων της Συρίας θα ακυρώσει το μοναδικό κοινό σημείο επαφής στη στρατηγική της Ρωσίας και της Δύσης στη Συρία, την επιστράτευση δηλαδή των Κούρδων ως τη μοναδική αξιόμαχη και κοινά αποδεκτή – ουδέτερη δύναμη στο συριακό έδαφος.
Όσο οι Κούρδοι αναβαθμίζονται τόσο δυσκολότερο καθίσταται για την Τουρκία να τους αντιμετωπίσει και πλέον όταν επιλυθεί το Συριακό είναι προφανές ότι οι Κούρδοι του PYD θα έχουν βαρύνοντα λόγο για τη μεταπολεμική Συρία, διεκδικώντας ένα καθεστώς ευρύτατης αυτονομίας στα πρότυπα του Ιρακινού Κουρδιστάν.
Μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί εφιάλτη για την Άγκυρα, καθώς πλέον ενοποιείται όλη η νότια πλευρά της γεωγραφικής ενότητας του Κουρδιστάν, τροφοδοτώντας έτσι έναν κουρδικό αλυτρωτισμό με στόχο την απελευθέρωση του υπόλοιπου Κουρδιστάν που παραμένει υπό τουρκική κατοχή.
Αυτές οι εξωτερικές απειλές εκδηλώνονται τη στιγμή που στο εσωτερικό δοκιμάζεται η Δημοκρατία και ο Ερντογάν έχει εξαπολύσει ένα κυνήγι μαγισσών με στόχο κυρίως τον αντιπολιτευόμενο Τύπο και τους επιχειρηματίες, που δεν έχουν υποκύψει στο περιβάλλον του κ. Ερντογάν.
Αυτή η στροφή στον αυταρχισμό και η παραβίαση κάθε έννοιας δικαιωμάτων και ελευθεριών έχει προκαλέσει σοβαρές ρωγμές στην κοινωνική συνοχή, καθώς το 50% του τουρκικού λαού, που δεν ασπάζεται τα ισλαμοεθνικιστικά κηρύγματα του Ερντογάν, ούτε αποδέχεται το διεφθαρμένο κλεπτοκρατικό καθεστώς που έχει επιβάλει, νιώθει ότι στοχοποιείται από το καθεστώς Ερντογάν και αντιδρά.
Με την προσπάθεια για συμφιλίωση με τους Κούρδους να έχει εγκαταλειφτεί, καθώς ο κ. Ερντογάν θεώρησε ότι η πολεμική εναντίον του κουρδικού κόμματος (HDP) και η στοχοποίηση των Κούρδων θα του δώσει πίσω ψηφοφόρους είτε από το συντηρητικό θρησκόληπτο κομμάτι του κουρδικού πληθυσμού της Νοτιοανατολικής Τουρκίας είτε από τους εθνικιστές που στεγάζονται στο κόμμα MHP, η Τουρκία μπαίνει σε νέες περιπέτειες.
Το PKK έχει αρχίσει και πάλι τις επιθέσεις εναντίον των τουρκικών δυνάμεων και απειλεί με επιθέσεις και σε αστικά κέντρα. Και ο Ερντογάν βλέπει το κουρδικό κόμμα (HDP) όχι μόνο να μη συρρικνώνεται, αλλά, αντίθετα, να κατοχυρώνει ποσοστά άνω του πλαφόν του 10%, εξασφαλίζοντας έτσι τη συμμετοχή στη Βουλή και στερώντας τη δυνατότητα στο ΑΚΡ να σχηματίσει κυβέρνηση αυτοδυναμίας.
Αθήνα και Λευκωσία παρακολουθούν με αγωνία τις εξελίξεις στην Τουρκία, καθώς, διαχρονικά, σε περιόδους αστάθειας στη γειτονική χώρα υπάρχουν επιπτώσεις στα ελληνοτουρκικά.
Παρά το γεγονός ότι στην υπηρεσιακή κυβέρνηση της Τουρκίας τη θέση του υπουργού Εξωτερικών έχει ο Φ. Σινιρλίογλου (βαθύτατος γνώστης των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού, που αρέσει ως συνομιλητής στην Αθήνα), η εξαγωγή των εσωτερικών κρίσεων προς το Αιγαίο αποτελεί πάγια τακτική. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα η Άγκυρα, και ενώ «καίγεται» ολόκληρη η περιοχή στα νότια σύνορά της, ενεργοποίησε τα πεδία βολής που είχε δεσμεύσει από την άνοιξη στο μέσο του Αιγαίου προκαλώντας τις αντιδράσεις τότε του Ν. Κοτζιά. Δεν είναι τυχαίο έξαλλου ότι η Τουρκία, με αφορμή το Προσφυγικό, επιχειρεί να καταργήσει στην πράξη τις ζώνες ευθύνης έρευνας και διάσωσης της Ελλάδας ως ένα πρώτο βήμα για την επιχειρησιακή διχοτόμηση του Αιγαίου.
Η σκέψη και μόνο των νέων τεράστιων προσφυγικών ρευμάτων που θα δημιουργούσε η αποσταθεροποίηση της Τουρκίας και η απουσία ισχυρής κυβέρνησης στην Άγκυρα προκαλεί φόβο όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Συγχρόνως, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η Τουρκία τραβά τον Ακιντζί σε όλο και πιο σκληρές θέσεις ελπίζοντας ότι έτσι θα επιβάλει εκβιαστικά μια λύση ακόμη πιο διχοτομική από εκείνη που προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν. Και σε ό,τι αφορά τα ευρωτουρκικά, με μια Ευρώπη που προσπαθεί να καλοπιάσει τον Ερντογάν για να μην ανοίξει την πόρτα εκατομμυρίων προσφύγων προς την Ευρώπη, η πίεση τις επόμενες εβδομάδες θα μεταφερθεί και πάλι στην πλάτη της Λευκωσίας, καθώς μετά τις εκλογές θα απαιτηθεί το άνοιγμα διαπραγματευτικών κεφαλαίων που κρατά παγωμένα η Κύπρος από το 2005.
Κωνσταντίνος Τσάκαλος