Όταν λέγαμε τον δεσπότη, Παναγιώτη…
Σήμερα, 71 χρόνια μετά την ταραγμένη εκείνη εποχή, διάφοροι ιστορικοί ξαναφέρνουν στην επιφάνεια γεγονότα εξωραϊσμένα με συνεντεύξεις και απαθανατισμένα με σχετικό και άσχετο οπτικό υλικό, τα οποία πρέπει να ξεχαστούν μια για πάντα για το καλό του τόπου μας. Διότι όταν θυμάται και εξιστορεί ο ένας τα «μεγαλειώδη» που έπραξε η πάνοπλη παράταξή του, παροτρύνεται και ο άλλος να θυμηθεί και να διεκτραγωδήσει όσα, φρονίμως ποιών, απέφυγε να εξιστορήσει ο πρώτος.
Η στήλη, που έζησε εκείνες τις τραγικές ημέρες και ένιωσε στο πετσί της πολλές συνέπειές τους, θέλει να τις ξεχάσει και αποφεύγει τον πειρασμό να αρχίσει τις περιγραφές των τότε συμβάντων. Επειδή όμως έχει γίνει της μόδας η αφήγηση γεγονότων εκείνου του καιρού, αποτολμά να επιστρατεύσει τη μνήμη της και να προχωρήσει σε μιαν αφήγηση – ρεπορτάζ της τότε καθημερινότητας, χωρίς να ρίχνει λάδι στη φωτιά. Ένα ελάχιστο διάστημα πριν τα μαζέψουν και φύγουν οι Γερμανοί, η επισιτιστική κατάσταση της χώρας είχε βελτιωθεί αισθητά.
Άνθρωποι δεν πέθαιναν τουμπανιασμένοι από την αφαγία, καθώς δεν υπήρχε πια ο λιμός του φοβερού χειμώνα του 41. Κάτι τα φουντούκια που μας έστελναν οι Τούρκοι με το «Κουρτουλούς», κάτι τα τρόφιμα του σουηδικού Ερυθρού Σταυρού, που έστερξαν οι κατοχικές δυνάμεις να επιτρέψουν την εισαγωγή τους, κάτι η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, που έφερε τα πάνω-κάτω στον Άξονα, με τους Γερμανούς να προσπαθούν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα, προκάλεσαν μιαν αισθητή χαλάρωση στις αγριάδες και τα φερμπότεν της κομαντατούρας.
Δειλά δειλά, άρχισαν να στήνονται από αυτοσχέδιους εμπόρους λαϊκές αγορές, αρχικά στις φτωχικές συνοικίες, όπου έβρισκες «και του πουλιού το γάλα», που καθημερινά αυξάνονταν και αναβαπτίζονταν ποιοτικά, ανερχόμενες προς το κέντρο Τα συσσίτια συνεχίζονταν κανονικά, μοιράζοντας τα μεσημέρια πότε χυλό, πότε πλιγούρι και σπανιότερα φασόλια δίχως λάδι.
Όλοι κουβαλούσαμε μαζί μας ένα τενεκεδάκι για να πάρουμε το συσσίτιο. Με τον καιρό, οι Σουηδοί μας έστειλαν γάλα σκόνη και κάτι περίεργα πολύχρωμα αποξηραμένα χορταρικά σε μέγεθος ενός εκατοστού, που τα βαφτίσαμε εμπριμέ. Η διανομή τους γινόταν από τα μπακάλικα, ενώ αξιοθαύμαστες ήταν οι νοικοκυρές για τις επινοήσεις τους στο μαγείρεμα, για να γίνουν νοστιμότερα. Οι συναλλαγές γινόταν με εγγλέζικες χρυσές λίρες. Για την ακρίβεια, κυκλοφορούσαν μισόλιρα, που τώρα έχουν εξαφανιστεί και που κατά πάσα πιθανότητα ήταν από εκείνα που έριχναν οι Εγγλέζοι στην Εθνική Αντίσταση.
Ενώ, όμως, από πλευράς τροφής, κουτσά-στραβά, τα βολεύαμε, μια και τα λιγοστά τρόφιμα που υπήρχαν διακινούνταν αποκλειστικά από τους μαυραγορίτες, όσο περνούσε ο καιρός τόσο μεγάλωνε το πρόβλημα με τα ρούχα που πάλιωναν και δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν. Δημιουργείτο λοιπόν η ανάγκη υπάρξεως ζεστού χρήματος. Η λύση που δόθηκε ήταν το ξεπούλημα καθετί αξιόλογου που υπήρχε στο σπίτι. «Σκοτώθηκαν» για ένα κομμάτι ψωμί ασημικά, χαλιά και πίνακες ζωγραφικής, μέχρι κοστούμια.
Γεμάτες ήταν οι εφημερίδες με διαφημιστικές καταχωρήσεις «οίκων ευκαιρίας» που αγόραζαν τα πάντα, τα οποία και μεταπωλούσαν με δημοπρασία. Έτσι πήραν την άγουσα προς τον παλιατζή το ωραίο σκουρόχρωμο γαμπριάτικο κοστούμι του πατέρα αλλά και το φράκο του παππού. Αυτό αγοράστηκε αμέσως από κάποιον «πεθαμενατζή», καθώς τότε οι «πεθαμενατζήδες» ήταν φρακοφόροι και το φράκο ήταν εργαλείο της δουλειάς. Όσες νοικοκυρές ήξεραν ραπτική άρχισαν να ράβουν και να μεταποιούν ό,τι υφασμάτινο έβρισκαν…
Μεταποίησαν κουρτίνες και κουβέρτες σε ζακέτες, τα σεντόνια τα κάνανε εσώρουχα, μέχρι και τις φόδρες ξήλωσαν από παλτά και τις μετέτρεψαν σε μπλουζάκια. Με την απελευθέρωση και την άφιξη των Εγγλέζων, άρχισαν να καταφθάνουν παντοειδή φαγώσιμα.
Και από τα πρώτα που έφθασαν ήταν τα κατάλευκα αλεύρια που πήρανε οι φούρνοι και παρασκευάσανε λευκό αφράτο ψωμί, που μοίρασαν 50 δράμια το άτομο με το δελτίο. Φέρανε κονσέρβες, μαρμελάδες και τυριά. Φέρανε και… κουνουπιέρες.
Σιγά σιγά, αρχίσαμε να ξαναβρίσκουμε τον παλιό καλό ρυθμό μας και να ξαναγινόμαστε άνθρωποι. Η βάσκανος μοίρα όμως θέλησε η ευτυχία μας να κρατήσει ελάχιστα. Σε λίγες μέρες ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, όπου ξαναείπαμε τον δεσπότη, Παναγιώτη…