Η ανακεφαλαιοποίηση, τα «κόκκινα δάνεια» και τα… κοκό

Δύο μεταβλητές θα προσδιορίσουν το ύψος αυτό:

Α. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του χαρτοφυλακίου δανείων (asset quality review), με την οποία η ΕΚΤ εκτίμησε τις πρόσθετες προβλέψεις που πρέπει να εφαρμόσουν οι τράπεζες, καθώς τα «κόκκινα δάνεια» ξεπέρασαν τα 100 δισ.

Β. Το ελάχιστο όριο κεφαλαιακής επάρκειας. Στα πανευρωπαϊκά stress tests που έγιναν πέρυσι το όριο ήταν 8% για το βασικό σενάριο και 5,5% για το δυσμενές. Η ΕΚΤ φέτος ζήτησε αρχικά δείκτη επάρκειας 10,5%, αλλά τελικά αποδέχθηκε 9,5% για το βασικό και 8% για το δυσμενές σενάριο.

Μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των stress tests, οι τράπεζες θα διερευνήσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον και θα προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου, που θα πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου. Καίριας σημασίας για την προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών είναι το νομοθετικό πλαίσιο που θα περιγράφει τον τρόπο που θα γίνουν οι αυξήσεις κεφαλαίου, τα δικαιώματα των ιδιωτών και τις συνθήκες υπό τις οποίες το Δημόσιο θα αναλαμβάνει αυξημένες εξουσίες.

Κρίσιμο ζήτημα είναι το ύψος των κεφαλαίων που τελικά θα χρειαστούν, καθώς από αυτό θα εξαρτηθεί η κάλυψη του ποσού που αντιστοιχεί στους ιδιώτες. Οι τελευταίοι ενδιαφέρονται να διατηρηθεί σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα ώστε να διατηρήσουν τα σημερινά ποσοστά τους στο μετοχικό κεφάλαιο.

Αυτό θα προσδιορίσει και το ποσοστό του Δημοσίου, το οποίο σήμερα κυμαίνεται στο 35% στη Eurobank, στο 57% στην Εθνική και στο 66% στην Alpha Bank και την Πειραιώς. Η συμμετοχή του Δημοσίου στις τράπεζες αξίζει σήμερα γύρω στα 2,3 δισ. ευρώ, ενώ είχαν τοποθετηθεί 25 δισ. ευρώ στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση και 40 δισ. ευρώ στη δεύτερη.

Εάν υιοθετηθεί η προσέγγιση του Mηχανισμού Εποπτείας (υψηλό ποσό), τότε οι τράπεζες θα θωρακισθούν κεφαλαιακά άμεσα, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν δυνητικές ζημίες, αλλά θα δυσκολεύσουν τη συμμετοχή ιδιωτών. Αντίθετα, αν προσδιοριστούν χαμηλές ανάγκες, τότε θα ενθαρρυνθεί η συμμετοχή των ιδιωτών.

Είναι γνωστή η διάθεση του ESM να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών ώστε να μειωθεί το ύψος της κρατικής συμμετοχής. Ένα καινούργιο στοιχείο, σχετικό με τα stress tests, είναι η δήλωση του E. Liikanen (ΔΣ της ΕΚΤ) πως «η στέγαση έχει πολύ χαμηλό σταθμισμένο κίνδυνο, ενώ οι επιχειρήσεις είχαν πολύ υψηλό σταθμισμένο κίνδυνο». Δήλωσε ακόμη ότι το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να είναι υπερβολικά μεγάλο και πρέπει να μειωθεί. Αυτά εξηγούν την επιμονή των δανειστών για χαλάρωση των κριτηρίων προστασίας της πρώτης κατοικίας, που θα οδηγήσει σε πλειστηριασμούς.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δήλωση της D. Nouy, προϊσταμένης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Εποπτείας, ότι δεν αρκεί ο στόχος της κεφαλαιουχικής επάρκειας. Κύρια πρόκληση για τις τράπεζες, με δεδομένη τη χρηματοπιστωτική κρίση, είναι η σταθερή κερδοφορία. Γι’ αυτό, το 2014, είχε προαναγγείλει την αυστηροποίηση των κριτηρίων αξιολόγησης.

Η ΕΚΤ φαίνεται ότι επιμένει σε μια πιο συντηρητική στάση, σταθμίζοντας την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Η αρνητική πορεία, που είναι το βασικό σενάριο, επιδεινώνει την κατάσταση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με τελικό αποτέλεσμα τη διόγκωση των κεφαλαιακών αναγκών. Με το θέμα αυτό συνδέεται η αλλαγή της εκτίμησης των «θεσμών» για ύφεση της οικονομίας το 2015, από 2,3% στο 1,3%. Η αναθεώρηση αυτή επιτρέπει μια λιγότερο συντηρητική λύση.

Προϋπόθεση μιας επιτυχούς ανακεφαλαιοποίησης είναι «αυτή να συνδυαστεί με το ζήτημα της διαχείρισης των ”κόκκινων δανείων” καθώς και με ριζικές αλλαγές στη διοίκηση και τη λειτουργία των τραπεζών», αναφέρει η κυβέρνηση και υπογραμμίζει ότι «στόχος είναι να εμπεδωθούν στο τραπεζικό σύστημα κανόνες διαφάνειας, που θα το μετατρέπουν σε εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης και σταθερότητας, μακριά από τις πολιτικές αδιαφανών και χαριστικών δανειοδοτήσεων που οδήγησαν στη σημερινή κρίση».

Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στα επιχειρηματικά δάνεια, διότι το ξεκαθάρισμά τους απαιτεί γενναίες αποφάσεις από το πολιτικό σύστημα. Κατά τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις, οι τράπεζες απέφυγαν να αναγνωρίσουν το μέγεθος του προβλήματος, αποφεύγοντας να καταγράψουν απώλειες…

Η ελληνική πλευρά επιδιώκει να διατηρήσει εκτός πώλησης το μεγαλύτερο μέρος των δανείων, προκειμένου να αποφύγει το κοινωνικό και πολιτικό κόστος που θα υπάρξει εάν αναλάβουν τη διαχείριση των «κόκκινων δανείων» τα hedge funds, με δικαστικές ενέργειες και πλειστηριασμούς. Το Βερολίνο πάλι φαίνεται να πιέζει για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης ως προϋπόθεση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Μπροστά στις δυσκολίες, ο Μ. Ντράγκι πρότεινε να αποσυνδεθεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης από την ανακεφαλαιοποίηση…

Η εξίσωση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με την επιλογή διατήρησης της συμμετοχής του ΔΝΤ για την επίβλεψη του προγράμματος. Η συμμετοχή αυτή προϋποθέτει επιπλέον μεταρρυθμίσεις αλλά και ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Όλα αυτά αυξάνουν τις ανάγκες σε κεφάλαια (το ποσό δανεισμού), καθιστώντας το ύψος συμμετοχής του ΤΧΣ σημαντικό.

Στο πιθανότερο σενάριο, η συμμετοχή του ΤΧΣ θα καλυφθεί σε έναν βαθμό από μετοχές αλλά και μετατρέψιμα ομόλογα, τα περίφημα coco’s (contingency convertible bonds), που όμως είναι ακριβά, καθώς τα κουπόνια τους επιβαρύνονται με επιτόκιο 8%. Στο σημείο αυτό ίσως χρησιμοποιηθεί και η γαλλική χρηματοοικονομική τεχνογνωσία, που συζητήθηκε κατά την επίσκεψη του Προέδρου Ολάντ. Δεν είναι μυστικό ότι οι Γάλλοι ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, μια διάσημη Κοκό, αυτή του οίκου Σανέλ.


Σχολιάστε εδώ