Ανταλιμουμάμπη, η πρώτη και μοναδική εγκεκριμένη θεραπεία για τη διαπυητική ιδρωταδενίτιδα
Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα είναι μία χρόνια φλεγμονώδης δερματοπάθεια που εκτιμάται ότι επηρεάζει το 1% του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως. Εκδηλώνεται με δερματικές βλάβες στις πτυχές του σώματος, δηλαδή στις μασχάλες, στη βουβωνική χώρα, στους γλουτούς και στα σημεία κάτω από τους μαστούς, περιοχές όπου υπάρχουν πολλοί αποκρίνεις ιδρωτοποιοί αδένες. Σε ήπια περιστατικά παρατηρούνται μικρά οζίδια ή σπυράκια, ενώ στις πιο σοβαρές περιπτώσεις εμφανίζονται συρίγγια και αποστήματα που μπορεί να εκκρίνουν πύον με δυσάρεστη οσμή και συχνά καταλήγουν στο σχηματισμό ουλών στο δέρμα. Τα συμπτώματα αυτά καθιστούν τη νόσο ιδιαίτερα δυσάρεστη και επώδυνη, με καταστροφικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα των πασχόντων.
Αν και τα ακριβή αίτια της διαπυητικής ιδρωταδενίτιδας παραμένουν ασαφή, είναι πλέον γνωστό ότι πρόκειται για νόσημα με αυτοφλεγμονώδη χαρακτηριστικά. Μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά συνήθως εμφανίζεται πρώτη φορά μετά την εφηβεία. Η ασθένεια προσβάλλει και τα δύο φύλα, ωστόσο οι γυναίκες έχουν διπλάσιες έως πενταπλάσιες πιθανότητες να νοσήσουν σε σχέση με τους άνδρες. Έρευνες, επίσης, τη συσχετίζουν με το κάπνισμα και την παχυσαρκία, ενώ περίπου το ένα τρίτο των ασθενών έχει οικογενειακό ιστορικό.
«Οι ασθενείς συχνά εκδηλώνουν επώδυνα και ενοχλητικά συμπτώματα, που ενδέχεται να έχουν ολέθρια αποτελέσματα στη ζωή τους», ανέφερε η καθηγήτρια Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας ΕΚΠΑ Χριστίνα Αντωνίου, διευθύντρια Α’ Πανεπιστημιακής Δερματολογικής Κλινικής Νοσοκομείου «Α. Συγγρός». «Το adalimumab είναι η πρώτη εγκεκριμένη θεραπεία που τεκμηριωμένα έχει αποδείξει ότι μειώνει τα συμπτώματα της διαπυητικής ιδρωταδενίτιδας, δηλαδή τα οζίδια, τα αποστήματα, αλλά και τον πόνο. Ως αποτέλεσμα, η χορήγηση του adalimumab βελτιώνει δραστικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, σηματοδοτώντας έτσι μια εξαιρετικά σημαντική πρόοδο στη διαχείριση της νόσου».
Επισημαίνοντάς τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης ο καθηγητής Δερματολογίας – Αφροδισιολογίας ΕΚΠΑ Δημήτρης Ρηγόπουλος, διευθυντής Β’ Πανεπιστημιακής Δερματολογικής Κλινικής του Π.Γ.Ν «Αττικόν», αναφέρθηκε στη μακροχρόνια ταλαιπωρία πολλών ασθενών, οι οποίοι λόγω εσφαλμένης ή καθυστερημένης διάγνωσης, βλέπουν την κατάστασή τους να επιδεινώνεται. «Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα είναι ιδιαίτερα δύσκολη ως προς τη διάγνωσή της καθώς συχνά συγχέεται με άλλες δερματικές παθήσεις όπως η θυλακίτιδα και η δοθιήνωση. Πολλές φορές μάλιστα, τα συμπτώματα αποδίδονται στην αποτρίχωση ή τη χρήση αποσμητικών. Όσο η νόσος εξελίσσεται, η αντιμετώπιση της γίνεται όλο και πιο δύσκολη και σε προχωρημένα στάδια μπορεί να χρειαστεί ακόμη και χειρουργική αφαίρεση του προσβεβλημένου δέρματος. Για το λόγο αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όταν ένας ασθενής εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα, να απευθύνεται εγκαίρως σε δερματολόγο, ο οποίος είναι ο κατάλληλος γιατρός για να διαγνώσει και να διαχειριστεί αποτελεσματικά τη νόσο τους».
Προς αυτήν την κατεύθυνση, στην Ελλάδα λειτουργούν τέσσερα ειδικά Ιατρεία Διαπυητικής Ιδρωταδενίτιδας, δύο στην Αθήνα και δύο στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στην Α’ Πανεπιστημιακή Δερματολογική Κλινική στο Νοσοκομείο «Α. Συγγρός» όπου το Ιατρείο λειτουργεί κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή (τηλ. 210 7265153) και στη Β’ Πανεπιστημιακή Δερματολογική Κλινική στο Νοσοκομείο «Αττικόν» όπου το Ιατρείο λειτουργεί κάθε Τετάρτη (τηλ. 210 5832396). Στη Θεσσαλονίκη, λειτουργεί ήδη ειδικό Ιατρείο Ιδρωταδενίτιδας στην Α’ Πανεπιστημιακή Δερματολογική Κλινική στο Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων (τηλ 2313 308860-867), ενώ άμεσα θα ξεκινήσει τη λειτουργία του και στη Β’ Πανεπιστημιακή Δερματολογική Κλινική στο Γενικό Νοσοκομείο «Παπαγεωργίου» (τηλ. 14741).
Η άδεια κυκλοφορίας βασίζεται στα θετικά αποτελέσματα των πιλοτικών κλινικών μελετών φάσης III, PIONEER I και PIONEER II, με δύο περιόδους διάρκειας 36 εβδομάδων η κάθε μία. Οι 633 ασθενείς, που συμμετείχαν σε αυτές τις μελέτες, επιλέχθηκαν τυχαία να λάβουν είτε την αγωγή με adalimumab είτε εικονικό φάρμακο. Οι ασθενείς δε, χρησιμοποιούσαν αντισηπτικό καθημερινά. Και οι δύο κλινικές μελέτες κατέδειξαν ότι το ποσοστό των ασθενών που είχε κλινικά σημαντική μείωση στον αριθμό αποστημάτων και φλεγμονωδών οζιδίων ήταν σημαντικά μεγαλύτερο στην ομάδα των ασθενών που έλαβαν adalimumab σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο ενώ δεν εντοπίστηκαν νέα θέματα ασφαλείας. Επιπλέον, στη δωδέκατη εβδομάδα, ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασθενών που έλαβαν adalimumab στα πλαίσια της PIONEER II είχαν κλινικά σημαίνουσα μείωση του πόνου συγκριτικά με εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο.