Πώς μπορεί η Ελλάδα να πετύχει εξαγωγική ανταγωνιστικότητα
Ωστόσο, οι κυβερνήσεις της περιόδου 2000-2008 έκαναν χρήση της δυνατότητας φθηνού δανεισμού, με αποτέλεσμα η υπερχρέωση να φθάσει το 120% του ΑΕΠ. Καθώς η κανονικότητα μιας χώρας της Ευρωζώνης εξαρτάται από την απρόσκοπτη ροή δανειακών κεφαλαίων, η διακοπή της χρηματοδότησης το 2010 πυροδότησε δημοσιονομική συρρίκνωση 26% μεταξύ 2008 και 2015.
Βασική αιτία ήταν η μείωση της δημόσιας δαπάνης, που περιόρισε δραματικά τη ζήτηση και επέφερε κατάρρευση πολλών εγχώριων τομέων. Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας ήταν ο περιορισμός του τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων. Οι καταθέτες εξάλλου απέσυραν τις καταθέσεις τους φοβούμενοι τον κλονισμό του αξιόχρεου των τραπεζών.
Η κλασσική απάντηση των διεθνών πιστωτών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ο περιορισμός των ελλειμμάτων, η στροφή στις εξαγωγές και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Με τον τρόπο αυτό υποτίθεται πως το πλεόνασμα του προϋπολογισμού και τα έσοδα από τις εξαγωγές θα επιτρέψουν στην οικονομία να εξυπηρετεί το εξωτερικό της χρέος, ενώ η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα επιτρέψει ανανέωση της πιστωτικής επέκτασης. Τα έσοδα από τις εξαγωγές υποτίθεται ότι θα εξισορροπήσουν τις απώλειες από τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης.
Αυτό το σενάριο πέτυχαν να υλοποιήσουν Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία, αλλά όχι η Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Τα έσοδα από εξαγωγές το 2013, π.χ., ήταν 53 δισ., δηλαδή 3 δισ. λιγότερα από το 2008.
Υπάρχουν τρεις λόγοι που εξηγούν την αδυναμία επιτυχίας των δύο πρώτων προγραμμάτων “διάσωσης”.
Α. Τα δύο προηγούμενα Μνημόνια δεν ανακεφαλαιοποίησαν πλήρως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αλλά διέσωσαν κυρίως τις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες.
Β. Η μικρή βάση της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεψε μεγάλη αύξηση των εξαγωγών σε μικρό χρονικό διάστημα, ενώ παράλληλα οι εξαγωγείς δεν έλαβαν τις απαραίτητες λειτουργικές πιστώσεις.
Γ. Η υψηλή φορολογία δεν επέτρεψε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, να αναπτύξουν και να εδραιώσουν νέες αγορές στο εξωτερικό.
Η λύση που προτάθηκε ήταν λανθασμένη για τον απλό λόγο ότι χρησιμοποιήθηκε ο τυφλοσούρτης μιας συνταγής που λειτουργεί σε διαφορετικά διαρθρωμένες οικονομίες, αλλά αγνοεί την ιδιομορφία διάρθρωσης και κλίμακος της ελληνικής παραγωγικής βάσης (ΜΜΕ).
Επιπλέον, η συνταγή έχει ως πρωταρχικό μέλημα την αποπληρωμή του χρέους στο ακέραιο. Δεν εξασφαλίστηκε η απαραίτητη επανεκκίνηση της οικονομίας διότι προσφέρονται δάνεια για την αποπληρωμή παλαιών δανείων, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει γίνει πλήρης ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και χωρίς την εξασφάλιση εξαγωγικής ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής βάσης.
Με τον τρόπο αυτό, η χώρα σήμερα οφείλει ένα μεγαλύτερο ποσό στον λεγόμενο δημόσιο τομέα (EFSF, ΕΚΤ και ΔΝΤ). Τα δε προγράμματα διάσωσης επί πέντε χρόνια υποσχέθηκαν επαναφορά στην ανάπτυξη, βελτίωση της απασχόλησης και των εξαγωγών (νέο οικονομικό μοντέλο), αλλά απέτυχαν. Σήμερα η χώρα έχει μπροστά της μια προϋπολογισμένη νέα ύφεση 3,5% μέχρι το τέλος του 2016 και πρόκειται να εφαρμόσει όλα τα προαπαιτούμενα του τρίτου προγράμματος.
Είναι επομένως σημαντικό να αντιμετωπισθεί το βασικό έλλειμμα των Μνημονίων, που είναι ο υφεσιακός τους χαρακτήρας. Βασικοί προωθητικοί παράγοντες της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη θεωρούνται η δημοσιονομική προσαρμογή, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις.
Οι τελευταίες θα κρίνουν τελικά την κατάληξη της νέας προσπάθειας. Διότι οι δημοσιονομικές περικοπές και η δραματική μείωση του εισοδήματος θα προσφέρουν τα κεφάλαια που απαιτούνται για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθεροποίηση. Αυτό που λείπει όμως είναι οι πόροι για τη δημιουργία ενός επενδυτικού σοκ που θα προωθήσει την εξαγωγική ανταγωνιστικότητα.
Διότι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί πως η μείωση μισθών και συντάξεων θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων.
Αντίθετα, ένα επενδυτικό πρόγραμμα με έμφαση στη μεταποίηση προϊόντων του αγροτικού τομέα, συνδυασμένο με προηγμένες υπηρεσίες όπως ειδικές υπηρεσίες υγείας, γηριατρικές υπηρεσίες, υπηρεσίες ανώτερης εκπαίδευσης και εφαρμοσμένης έρευνας και πολιτιστικές δραστηριότητες, μπορεί να το κάνει.
Η Ελλάδα για να πετύχει δεν χρειάζεται να γίνει παραγωγικά ίδια με τη Γερμανία. Μπορεί να είναι πετυχημένη όντας διαφορετική. Με μικρή διαφοροποιημένη παραγωγή υψηλής ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, με μεσαία ξενοδοχεία σε ελεύθερες παραλίες, με μικρά οινοποιεία και τυροκομεία υψηλής ποιότητας κ.ο.κ.
Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση (ΕΣΠΑ) θα μπορούσε να αξιοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση όπως και ο νέος αναπτυξιακός νόμος. Βεβαίως, ξένες επενδύσεις θα προσέφεραν διέξοδο στο θέμα της απασχόλησης και στην ανάπτυξη, εάν συνέβαλαν στην εγχώρια προστιθέμενη αξία. Πάντως, από τη σκοπιά της ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης, μια ουσιαστική απομείωση του χρέους, που θα φέρει τη χώρα πάλι στις αγορές, θα προσέφερε σίγουρα την καλύτερη εγγύηση για την αναπτυξιακή προοπτική.