Στόχος, η ανάσχεση της ύφεσης

Η κυβέρνηση προσήλθε με συνείδηση των περιορισμών που υπάρχουν για την εφαρμογή αναπτυξιακού προϋπολογισμού. Το πρόγραμμα «διάσωσης» είναι υφεσιακό και επομένως δεν επιτρέπει τη διατύπωση ποσοτικών αναπτυξιακών στόχων. Ο Αλ. Τσίπρας παρουσίασε έναν «οδικό χάρτη» είκοσι μηνών με στόχο την έξοδο στις αγορές στις αρχές του 2017.

Ο οδικός χάρτης έχει ως ενδιάμεσους σταθμούς την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την αναδιάρθρωση του χρέους και τελικά την έξοδο στις διεθνείς αγορές. Η πορεία αυτή παρουσιάστηκε με αισιοδοξία από τον πρωθυπουργό, αισιοδοξία που συνόδευε και την πρόβλεψή του για την έκβαση της διαπραγμάτευσης για τα λεγόμενα «ανοικτά» θέματα («κόκκινα δάνεια», εργασιακά, Ασφαλιστικό / συνταξιοδοτικό κ.λπ.).

Από πολιτική άποψη, η αντιπολίτευση επέδειξε πλήρη μεταστροφή σε σχέση με τη στάση που είχε υιοθετήσει κατά την προεκλογική περίοδο. Μετά τις έντονες προσκλήσεις για συνεργασία και σχηματισμό κυβέρνησης ευρείας συνεργασίας, τόσο η ΝΔ όσο και η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι προέκριναν την κατηγορηματική άρνηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, αποδίδοντάς της μάλιστα την αποκλειστική «ιδιοκτησία» του Μνημονίου.

Η υποκριτική μεταστροφή στάσης τόσο γρήγορα και με τέτοια επιχειρήματα προδίδει «πολιτικάντικες» σκοπιμότητες. Είμαστε θεατές μιας πλήρους αντιστροφής ρόλων, με τα τρία κόμματα του μνημονιακού «Ναι» στο δημοψήφισμα να κατηγορούν την κυβέρνηση για μνημονιακή πολιτική. Το πιο ενδιαφέρον όμως από τη συζήτηση ήταν πως Αλ. Τσίπρας και Ευ. Μεϊμαράκης συμφώνησαν στην ανάγκη συνεργασίας για το ζήτημα του χρέους. Διότι είναι προφανές πως ναυαρχίδα του οπλοστασίου της κυβέρνησης αποτελεί η προσπάθεια απομείωσης του χρέους μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Το ΔΝΤ, από τη Λίμα του Περού, επιμένει στην ανάγκη απομείωσης του χρέους, ενώ ο Ντάισελμπλουμ απαντά για λογαριασμό των δανειστών πως η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώνει ετησίως ποσό περίπου 15% του ΑΕΠ (σχεδόν 28 δισ.) για την εξυπηρέτηση του χρέους. Η γερμανική Ευρώπη απαντά σθεναρά στην προσπάθεια «διεθνοποίησης» του θέματος, που συνεχίζει ο Ευκλ. Τσακαλώτος.

Οι δανειστές διαμηνύουν πως οι αποφάσεις βρίσκονται στα χέρια αυτών που ελέγχουν τη δανειακή σύμβαση. Ταυτόχρονα, όλοι οι διεθνείς παράγοντες επαναλαμβάνουν ομόφωνα πως το άμεσο θέμα και προϋπόθεση για όλα τα άλλα είναι η εφαρμογή των προαπαιτουμένων και η επικείμενη αξιολόγηση.

Έτσι το προσχέδιο του προϋπολογισμού παραμένει προσηλωμένο στην εκτίμηση του προγράμματος διάσωσης για συρρίκνωση του ΑΕΠ 2,3% φέτος και 1,3% το 2016. Επιστροφή σε ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης προβλέπεται για το 2017. Ο Ευκλ. Τσακαλώτος συνέδεσε την οριστική έξοδο από την κρίση με μια λύση στο ζήτημα του χρέους, καθώς τότε «μπορούμε να πιστέψουμε ότι βραχυπρόθεσμα θα απελευθερωθεί και η συμπιεσμένη ζήτηση».

Ωστόσο το θέμα των επενδύσεων και της ρευστότητας παραμένει ασαφές. Οι διευκολύνσεις απορρόφησης πόρων του ΕΣΠΑ, που προσφέρθηκαν από τους εταίρους, όπως και η αναμενόμενη δυνατότητα πληρωμής των προμηθευτών εσωτερικού, που θα δώσει η καταβολή της πρώτης υποδόσης των 2 δισ., παρότι θετικές, δεν είναι ικανές να προσφέρουν την απαραίτητη αναπτυξιακή ώθηση. Διότι και το τρίτο Μνημόνιο δεν είναι ισορροπημένο ως προς το σκέλος της ανάπτυξης.

Η οικονομική σταθεροποίηση επιτυγχάνεται με τον οδικό χάρτη που παρουσίασε η κυβέρνηση. Όμως η λιτότητα εξ ορισμού δεν προωθεί την ανάκαμψη. Και χωρίς ανάκαμψη και επενδύσεις -ξένες και εγχώριες- δεν είναι δυνατή η δημιουργία πλούτου, η αντιμετώπιση της ανεργίας, η χρηματοδότηση του Ασφαλιστικού και του κράτους πρόνοιας. Και αυτό διατηρεί την επισφάλεια της προσπάθειας.

Ίσως η ακριβέστερη διατύπωση ήταν αυτή του Γ. Χουλιαράκη για «προσπάθεια εξασφάλισης προϋποθέσεων ανάσχεσης της ύφεσης» που θα προκαλέσουν τα σκληρά μέτρα των εφαρμοστικών νόμων. Σε αυτό το πλαίσιο, όλα τα κόμματα προγραμματίζουν συνέδρια, συνδιασκέψεις και εσωκομματικές εκλογές. Η ανακεφαλαιοποίηση δεν είναι ζητούμενο μόνο για τις τράπεζες.


Σχολιάστε εδώ