Τα πάνω-κάτω φέρνει ο Πούτιν στη Συρία
Το δόγμα Πούτιν
Η εβδομάδα είχε ξεκινήσει με τον Πούτιν να κλέβει, με την ομιλία του στην 70ή Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τις εντυπώσεις από τον αμερικανό Πρόεδρο. Ο επικεφαλής του Κρεμλίνου εκεί προέταξε ένα σαφές πολιτικό σχέδιο για την αποκλιμάκωση του συριακού εμφυλίου και την επιστροφή στη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, που έφερνε λίγο από Μέτερνιχ και Ιερά Συμμαχία για όσους θυμούνται την Ελληνική Επανάσταση.
Σύμφωνα με το «δόγμα Πούτιν», η διασφάλιση της σταθερότητας προέχει των πάντων (των δημοκρατικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά βεβαιότητας), ωστόσο η Δύση, με την υποστήριξη που παρείχε στα κινήματα της Αραβικής Άνοιξης και με τις επεμβάσεις της σε Λιβύη και Ιράκ (και αυτό το δεύτερο είναι το μόνο σημείο που δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς μαζί του), δημιούργησε ένα τεράστιο κενό εξουσίας, που ήρθε να καλύψει ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και οι τζιχαντιστές. Ο ρώσος Πρόεδρος υποστήριξε ότι ο μόνος τρόπος για να μην καταρρεύσουν οι κρατικοί θεσμοί στη Συρία και να δημιουργηθεί ένα χάος ανάλογο της Λιβύης είναι η συμμετοχή του Άσαντ στην όποια πολιτική λύση και μεταβατική κυβέρνηση προκύψει. Επιπλέον ανακοίνωσε τόσο τη συνεργασία Ρωσίας – Ιράν – Ιράκ – Συρίας για τη συλλογή και ανταλλαγή πληροφοριών στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους και τη δημιουργία ρωσικού κέντρου επιχειρήσεων στη Βαγδάτη (υπάρχει ήδη αμερικανικό, που συντονίζει τις επιθέσεις του αραβικού συνασπισμού κατά του ΙΚ) όσο και τη μελλοντική, τότε, έναρξη των ρωσικών βομβαρδισμών.
Ο εγκλωβισμένος Ομπάμα
Με όλο το επικοινωνιακό χάρισμα που ομολογουμένως διαθέτει, η αντίστοιχη ομιλία του αμερικανού Προέδρου δεν εντυπωσίασε κανέναν. Ο Ομπάμα επανέλαβε ότι ο Άσαντ είναι μέρος του προβλήματος και δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στη Συρία όσο μένει στην εξουσία και τόνισε ότι, προκειμένου να βρεθεί λύση, θα συνεργαστεί με όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και του Ιράν. Όμως, για μια ακόμη φορά, ο αμερικανός Πρόεδρος δεν είχε ένα σαφές στρατηγικό όραμα και περιορίστηκε μάλλον στην επανάληψη ενός γνωστού ευχολογίου.
Είναι σαφές ότι αυτό που συνέβη στον Ομπάμα με τον συριακό εμφύλιο στα μέσα της πρώτης του προεδρικής θητείας είναι μια εξέλιξη που δεν την εύχεσαι ούτε στον χειρότερο εχθρό σου. Ενώ είχε εκλεγεί με σημαία την αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν και (με τις ΗΠΑ να είναι για πρώτη φορά στην ιστορία τους ενεργειακά αυτάρκεις χάρη στο σχιστολιθικό αέριο) επεδίωκε να δρομολογήσει μια γενικότερη απεμπλοκή από τη Μέση Ανατολή, προκειμένου να στραφεί στη ΝΑ Ασία και την ενίσχυση της κινεζικής επιρροής εκεί, το μακελειό στη Συρία έβαλε τέλος στο μεγάλο του όνειρο.
Βρέθηκε στον άχαρο ρόλο ενός «πλανητάρχη» από τον οποίο όλη η υφήλιος περίμενε λύση σε μια σύγκρουση την οποία ο ίδιος ποτέ ούτε κατανόησε ούτε θέλησε να αντιμετωπίσει δραστικά. Γιατί ήταν σαφές, από την αρχή, ότι δεν υπήρχαν «καλές λύσεις». Ότι όλες οι επιλογές έκρυβαν σημαντικά κόστη και μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας για την Ουάσινγκτον. Οπότε ακόμη και όταν αναγκάστηκε να πάρει αποφάσεις, το έκανε με μισή καρδιά και μεγάλη αμφιθυμία, χωρίς ίσως και ο ίδιος να πιστεύει ότι τα μέτρα που ενέκρινε θα έφερναν αποτέλεσμα.
Όμως φίλοι και εχθροί στην Ουάσιγκτον τονίζουν ότι στις περιστάσεις αυτές είναι που κρίνονται οι μεγάλοι ηγέτες. Και ότι όσο και αν τα δεδομένα είναι δύσκολα, αβέβαια ή δυσανάγνωστα, ο επικεφαλής του, ακόμη, ισχυρότερου κράτους στον κόσμο οφείλει να παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, να ξεκαθαρίζει ποιο είναι το στρατηγικό του συμφέρον και να το υπηρετεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα.
Αντιθέτως, πανέτοιμος να αντιμετωπίσει ένα διεθνές σύστημα που βαδίζει ολοταχώς προς το παρελθόν, με την αναβίωση εθνοτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων, την αναγέννηση του πολιτικού και οικονομικού εθνικισμού και την επιστροφή σε δόγματα «σφαιρών επιρροής» και λυσσαλέων ανταγωνισμών, φαίνεται να είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Και το έδειξε με σαφήνεια στο μέτωπο της Ουκρανίας.
Βεβαίως, όσο και αν η πρόσφατη επικοινωνιακή αναγέννηση του ρώσου Προέδρου τραβά τα βλέμματα πρόσκαιρα μακριά από το Ουκρανικό, το Κρεμλίνο εκεί κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια σύγκρουση που είναι όσο αβέβαιη, δισεπίλυτη και κοστοβόρα, σε όλα τα επίπεδα, ήταν η εμπλοκή των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Οι κίνδυνοι για τη Ρωσία
Κομμάτι της δυσκολίας των Αμερικανών να κατανοήσουν τα κίνητρα και τις επιδιώξεις του ρώσου Προέδρου είναι το γεγονός ότι ο πολιτικός κόσμος των δύο στρατοπέδων είναι απολύτως διαφορετικός. Για τους Δυτικούς εν γένει είναι ακατανόητο το πώς ο ρώσος Πρόεδρος ανοίγει ένα δεύτερο πολεμικό μέτωπο ενώ η οικονομία της χώρας του βρίσκεται ουσιαστικά σε ύφεση. Το κόστος των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κυρώσεων και η κάθετη πτώση της τιμής του πετρελαίου έχουν δημιουργήσει ένα πολύ δύσκολο οικονομικό κλίμα τόσο για τη ρωσική ηγεσία όσο και για τους απλούς πολίτες. Αν σε αυτό προστεθεί το ότι η ρωσική βιομηχανική μηχανή ουδέποτε εκσυγχρονίστηκε και ότι πέραν της ενέργειας το μόνο που εξάγει με επιτυχία διεθνώς είναι τα όπλα, η εικόνα ολοκληρώνεται.
Αλλά, όσο και αν είναι υπαρκτός ο κίνδυνος οι πολεμικές περιπέτειες του Πούτιν να καταβαραθρώσουν τη ρωσική οικονομία και να τον οδηγήσουν στην πτώση, η Δύση διαχρονικά υποτιμά τον ψυχολογικό και πολιτισμικό παράγοντα. Υποτιμά το αίσθημα ταπείνωσης που κυριάρχησε στη Ρωσία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, την τάση του ρωσικού λαού να ακολουθεί ισχυρούς ηγέτες, την ισχύ του ρωσικού εθνικισμού. Και επίσης ξεχνά ότι μια από τις πιο ελκυστικές, διαχρονικά, λύσεις για τους ηγέτες χωρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα είναι η «εξαγωγή» τους μέσω πολεμικών συγκρούσεων.
Η Ρωσία, μπαίνοντας σφήνα σε μια διαμάχη που από την αρχή αφορούσε τη σύγκρουση μέχρις εσχάτων για την κυριαρχία στον αραβικό κόσμο ανάμεσα στους σουνίτες και τους σιίτες, τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, αποδραματοποιεί τα δεδομένα, επιχειρώντας πιθανά να μεταλλάξει τη σύγκρουση από έναν εκτός ελέγχου θρησκευτικό πόλεμο σ’ ένα ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής και ένα συνολικό «παζάρι» ανάμεσα σε μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις.
Όμως, την ίδια στιγμή κινδυνεύει να γίνει ο μεγαλύτερος στόχος των σουνιτών τζιχαντιστών ανά τον κόσμο. Και ακόμη σημαντικότερα, να προκαλέσει την αγανάκτηση των μετριοπαθέστερων σουνιτικών πληθυσμιακών στρωμάτων, τόσο στην ευρύτερη Μέση Ανατολή όσο και στην αυλή της. Στον Καύκασο, για αρχή, και σε όλα τα πρώην σοβιετικά κράτη της Κεντρικής Ασίας, το μαλακό της υπογάστριο μ’ άλλα λόγια, στη συνέχεια.
Τέλος, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή θεωρούν εξαιρετικά πιθανό ο χρόνος να δουλέψει προς όφελός τους. Όλοι γνωρίζουν ότι οι τζιχαντιστές δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν με αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Χρειάζονται (σε απευθείας μετάφραση από την αγγλική) «μπότες στο έδαφος». Όπως, με βεβαιότητα, δεν είναι επαρκείς οι δυνάμεις της -υποτιθέμενης- συριακής μετριοπαθούς αντιπολίτευσης που υποστήριζαν οι Αμερικανοί, δεν είναι επαρκείς ούτε οι δυνάμεις του Άσαντ. Οπότε οι Ρώσοι θα βρεθούν στη δυσάρεστη θέση είτε να παραδεχθούν την αποτυχία τους είτε να εμπλακούν στρατιωτικά με χερσαίες δυνάμεις στη Συρία. Και αν τα φέρετρα αρχίσουν να επιστρέφουν στη Μόσχα, αυτή τη φορά όχι μια από τις κοιτίδες του ρωσικού έθνους, αλλά για ένα μακρινό αραβικό έθνος, τα πράγματα θα είναι μάλλον δύσκολα για τον Πούτιν.