Οι ΗΠΑ πληρώνουν το τίμημα μιας αντιφατικής και ανερμάτιστης πολιτικής στη Μέση Ανατολή

Τι θα μπορούσαν να πράξουν; Να πάρουν το μέρος των ακραίων Ισλαμιστών, εναντίον των οποίων έχουν συστήσει έναν ολόκληρο συνασπισμό 40 κρατών μ’ επικεφαλής τις ίδιες; Να αποφασίσουν μονομερώς, χωρίς οποιαδήποτε κάλυψη από τα Ηνωμένα Έθνη και το Συμβούλιο Ασφαλείας, στρατιωτική επέμβαση εναντίον του καθεστώτος Άσαντ σε συνεργασία με Ευρωπαίους και τοπικούς συμμάχους;

Πώς θα δικαιολογείτο όμως μια τέτοια επέμβαση ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης και ποια εναλλακτική λύση στο καθεστώς Άσαντ θα μπορούσε να φέρει, όταν τα πλήγματα κατά του καθεστώτος Άσαντ θα άνοιγαν τον δρόμο στους ακραίους Ισλαμιστές;

Ποιοι σύμμαχοι επίσης θα συνεργάζονταν μαζί τους, όταν ακόμη και ο στενότερος Ευρωπαίος σύμμαχος των ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία, δηλώνει, διά στόματος Κάμερον, ότι «οι Ρωσικοί βομβαρδισμοί στη Συρία θα μπορούσαν να αποδειχθούν μακροπρόθεσμα θετικοί». Όταν η Γερμανία επίσης παίρνει προκαταβολικά αποστάσεις από ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Υπάρχουν, βεβαίως, στην περιοχή οι γνωστοί πρόθυμοι, η Τουρκία, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, οι οποίοι πιέζουν, από την αρχή της Συριακής κρίσεως, για Δυτική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Ποια αξιοπιστία όμως έχουν οι χώρες αυτές για να προβάλλονται ως φορείς δημοκρατικής αλλαγής στη Συρία;

Υπάρχει, άλλωστε, το αδυσώπητο ερώτημα, που το έθεσε, με βαρύτατους υπαινιγμούς, και ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν από το βήμα της Γ. Συνελεύσεως του ΟΗΕ. Ποιοι είναι αυτοί που εξόπλισαν και χρηματοδότησαν τον ISIS και την Αλ Νούσρα; Γιατί ο μεγάλος συνασπισμός των 40 χωρών κατά του ISIS δεν μπόρεσε, επί τόσους μήνες, να φέρει αποτελέσματα και να τον αποσαρθρώσει;

Τα ερωτήματα αυτά καταλήγουν σε βάσιμες υποψίες ότι η κεραυνοβόλα άνοδος των ακραίων Ισλαμιστών στη Συρία και στο Ιράκ και η μακροημέρευσή τους έχει σχέση με γεωστρατηγικά παιχνίδια που παίζονται στην περιοχή και με επιμέρους επιδιώξεις χωρών, όπως η Τουρκία, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, που τους υποστηρίζουν.

Ο βασικός ύποπτος δεν είναι, δυστυχώς, άλλος από τις ΗΠΑ. Είναι γνωστή η πολιτική τους να χρησιμοποιούν, μεταξύ άλλων, τον ακραίο Ισλαμισμό και φανατισμό ως όπλο γεωπολιτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία. Η πρώτη χρήση του στο Αφγανιστάν απέδωσε. Είχε όμως ως παράπλευρη συνέπεια την Αλ Κάιντα. Οι ΗΠΑ όμως δεν θέλησαν να διδαχθούν από το μάθημα αυτό. Ενέδωσαν στον ίδιο πειρασμό, παρασυρόμενες από τη μεγαλεπήβολη πολιτική της «Αραβικής Ανοίξεως» και από την επιρροή που ασκούσαν στην πολιτική τους οι πλούσιες Ισλαμιστικές χώρες του Κόλπου, με επικεφαλής το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, και η Ισλαμιστική Τουρκία του Ερντογάν.

Θεωρούσαν επίσης ως αναπόφευκτη την υποδαύλιση του Ισλαμιστικού φανατισμού για να υποκινήσουν σε εξέγερση τη Σουνιτική πλειοψηφία στη Συρία και να ανατρέψουν το καθεστώς Άσαντ, που έχει στενούς δεσμούς με την Αλαουιτική μειοψηφία, που εξομοιώνεται με τους Σιίτες.

Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβισθούν οι ΗΠΑ σε μια στρατηγική υβριδικού πολέμου κατά του Άσατν, μέσω ουσιαστικά των ακραίων Ισλαμιστικών οργανώσεων. Οι περιβόητοι «μετριοπαθείς» αντάρτες, στους οποίους επενδύουν επισήμως οι ΗΠΑ, απεδείχθησαν διαχρονικά ένα νεφέλωμα που λειτουργεί ουσιαστικά υπέρ των ακραίων Ισλαμιστών. Αυτό απεδείχθη, για μια ακόμη φορά, προσφάτως.

Ένα άλλο όμως ερώτημα, που τίθεται σε σχέση με την Αμερικανική πολιτική στη Συρία, είναι η αιφνίδια παρέμβαση της Ρωσίας, με ικανές δυνάμεις, ώστε να είναι σε θέση να δημιουργήσει η ίδια Ζώνη Απαγορεύσεως Πτήσεων πάνω από τη Συρία και ασπίδα ναυτικής προστασίας στη Μεσόγειο με ισχυρότατες ναυτικές δυνάμεις.

Η Ρωσική παρέμβαση ματαίωσε εν τη γενέσει τους τα σχέδια ΗΠΑ και Τουρκίας να δημιουργήσουν στη Συρία Ζώνη Απαγορεύσεως Πτήσεων και Ζώνη Ασφαλείας, ως τελευταία πράξη για να οδηγήσουν το καθεστώς Άσαντ σε κατάρρευση.

Η επιτυχία επίσης της Ρωσίας να προσελκύσει και την Κίνα στον συνασπισμό υπέρ του Άσαντ, όπως επίσης την Αίγυπτο, πέρα από το Ιράν, που είναι από παλιά στρατηγικός σύμμαχος του Άσαντ, προσδίδει στη Ρωσική παρέμβαση ένα πολύ ευρύτερο διπλωματικό πλαίσιο και ένα επιβλητικό συνασπισμένο δυναμικό.

Οποιαδήποτε απόπειρα ανοικτής Δυτικής επεμβάσεως θα είχε ένα διπλό πρόβλημα. Πρώτ’ απ’ όλα ένα πολιτικό πρόβλημα. Δεν είναι δυνατόν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους να συμμαχήσουν με το Ισλαμικό Κράτος και την Αλ Κάιντα. Ακόμη και αν χρησιμοποιούσαν ως πρόσχημα τον πόλεμο κατά των Ισλαμιστών και έθεταν ως παράλληλο στόχο την ανατροπή του «τυράννου» Άσαντ, έχουν ήδη χάσει την ευκαιρία, γιατί η Ρωσία είναι τώρα εκεί, ελέγχει το πεδίο και είναι αποφασισμένη, μαζί με τους συμμάχους της, να τελειώσει μια και καλή με τους Ισλαμιστές στη Συρία και να στηρίξει το καθεστώς Άσαντ. Οποιαδήποτε όμως ανοικτή Δυτική επέμβαση θα είχε, προφανώς, και στρατιωτικό πρόβλημα. Θα χρειαζόταν πολύ σημαντικές δυνάμεις και θα διακινδύνευε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο κατά της Ρωσίας, αλλά κατά του άξονα Ρωσίας – Κίνας, που αντιπροσωπεύει μια πολύ διαφορετική κατάσταση.

Η 90λεπτη συνάντηση Πούτιν και Ομπάμα στη Ν. Υόρκη είναι από την άποψη αυτή πολύ σημαντική, γιατί έδωσε την ευκαιρία στους δύο ηγέτες να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς ενδιάμεσους, για τις σχέσεις των δύο χωρών και για τις αμοιβαίες κόκκινες γραμμές των συμφερόντων τους.

Προφανώς, το θέμα δεν περιορίζεται στην εξάλειψη της απειλής και του προβλήματος των Τζιχαντιστών. Υπόκειται στο πρόβλημα αυτό η στρατηγική ισορροπία και τα γεωπολιτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Υπόκειται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο και το πρόβλημα της Ουκρανίας.

Οι ΗΠΑ βρίσκονται ενώπιον μιας διπλωματικής και στρατηγικής ήττας στη Συρία. Τον μόνο όμως που πρέπει να αιτιώνται γι’ αυτό είναι τον εαυτό τους. Την αντιφατική και ανερμάτιστη πολιτική τους. Καλούνται τώρα να πληρώσουν το τίμημα.


Σχολιάστε εδώ