Ο λαός δεν μπαίνει σε παρένθεση…

Να καταστήσουν δηλαδή μέσα σε λίγους μήνες τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Αλ. Τσίπρα, την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μια παρένθεση, ένα προσωρινό, «ατυχές γεγονός», που διατάραξε για λίγους μήνες την κυριαρχία των εντολοδόχων της γερμανικής ηγεσίας και των «αφεντικών» τους.

Στην ευρύτερη ιστορικοπολιτική του θεώρηση, ο στόχος τους ήταν να καταστήσουν «αριστερή παρένθεση» την ίδια τη λαϊκή βούληση που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλ. Τσίπρα στην εξουσία. Στόχος ήταν και παραμένει στο ιστορικό περιθώριο ο «εχθρός λαός», που τόλμησε να σηκώσει κεφάλι τόσο στις 25 Ιανουαρίου όσο και στο δημοψήφισμα με το συντριπτικό «Όχι».

Όμως, αυτό το «Όχι», που είχε ήδη διατυπωθεί στις δύο αυτές ιστορικές «στιγμές», δεν ήταν αποτέλεσμα μιας προσωρινής κοινωνικοπολιτικής «παλίρροιας», που θα οπισθοχωρούσε με την επέλευση της «αμπώτιδας» του νέου Μνημονίου και της ανατροπής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αντίθετα, είχε και έχει βαθιές ρίζες και οδηγεί και σήμερα δυναμικά τις εξελίξεις.

Πράγματι, το ιστορικό περιεχόμενο του «Όχι» αυτού «επανακεφαλαιοποιήθηκε» και εκφράσθηκε τόσο σε πολιτικοκοινωνικό όσο και σε κομματικό επίπεδο στις 20 Σεπτεμβρίου, στην πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, που διεξάχθηκε με τους πλέον δυσμενείς όρους για τον Αλ. Τσίπρα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ.

Αυτό δεν το κατάλαβαν οι φορείς της διαπλοκής και οι κομματικοί τους εντολοδόχοι, αυτό δεν το κατάλαβε η γερμανική ελίτ, που μεθόδευαν από κοινού και σε πλήρη συντονισμό την επιχείρηση «μεγάλος συνασπισμός», επιδιώκοντας να ενσωματώσουν, να απαξιώσουν και να ακυρώσουν πολιτικά τον Αλ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ μέσω μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, με τη συμπαρουσία -ει δυνατόν- των «παρακολουθημάτων» και πρόθυμων «διαπιστευμένων» του συστήματος, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού…

Το τρίτο «Όχι»

Η ελληνική κοινωνία, στην πραγματικότητα, βρισκόταν αντιμέτωπη όχι απλώς με το ερώτημα για το ποια κυβέρνηση θα εξέλεγε με την ψήφο της, αλλά με τον κίνδυνο να μετατραπεί η ίδια η βούληση και η κυριαρχία της σε μια παρένθεση, να τεθεί δηλαδή οριστικά στο περιθώριο. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό εκφράζει το αποτέλεσμα των εκλογών στην αριθμητική του αποτίμηση και καταγραφή.

Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί στην πραγματικότητα το τρίτο «Όχι» απέναντι στις ίδιες δυνάμεις, απέναντι στις ίδιες άθλιες μεθοδεύσεις, που απεργάζονται συστηματικά εδώ και πέντε χρόνια την πλήρη υποδούλωση, την πλήρη εξαθλίωση, την αποπολιτικοποίηση και την περιθωριοποίηση ενός ολόκληρου λαού. Αυτό το βαρύ κοινωνικοπολιτικό «φορτίο» επωμίζονται σήμερα ο Αλ. Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ, η νέα κυβέρνηση, «ένα φορτίο» το οποίο αποτελεί το πιο πολύτιμό τους εφόδιο αλλά και που επιτάσσει παράλληλα να αντιμετωπισθούν τα πλέον επαχθή μέτρα του νέου Μνημονίου, να υπάρξει ρήξη με τις δομές της διαπλοκής, να δρομολογηθούν οι προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της ύφεσης, για την προοπτική της ανάπτυξης.

Βαρύ το φορτίο της ψήφου του λαού. Δεν περιέχει η ψήφος αυτή μόνο την εμπιστοσύνη, την αναγνώριση του αγώνα που έδωσε ο έλληνας πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του απέναντι σε έναν ολιγαρχικό μηχανισμό συμφερόντων, που είχε ως εναλλακτικό σχέδιο του πραξικοπήματός του την πλήρη καταστροφή της χώρας.

Περιέχει, ταυτόχρονα, την απογοήτευση από την ακύρωση των προσδοκιών που αναδείχθηκαν στις 25 Ιανουαρίου, την πίκρα από τον συμβιβασμό αλλά και το πείσμα και τη βούληση ενός λαού να μην υποκύψει, να συνεχίσει να αγωνίζεται.

Η ψήφος της 20ής Σεπτεμβρίου είναι πολυσύνθετη, δυναμική αλλά και αντιφατική, είναι πιο ώριμη αλλά και πιο απαιτητική… Γι’ αυτό και η «διαχείρισή» της απαιτεί μια ιδιαίτερη στρατηγική, ώστε να μην αποδυναμωθεί η συνεκτική, η πρωτογενής σχέση που εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε τα τρία τελευταία χρόνια μεταξύ της έντονα ταξικά διαρθρωμένης κοινωνικής πλειοψηφίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλ. Τσίπρα.

Η δεξιά παλινόρθωση σε παρένθεση

Μετά τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ διεμβολίζει ευρύτερα πεδία της μέχρι τώρα κοινωνικοπολιτικής επιρροής του. Όχι μόνο δεν μετατράπηκε σε «αριστερή παρένθεση» αλλά και ακύρωσε το σχέδιο της «δεξιάς παρένθεσης», οδηγώντας μάλιστα τη ΝΔ σε περιθωριοποίηση από τις κεντρικές εξελίξεις, ενώ ταυτόχρονα το Ποτάμι διανύει ήδη την πορεία της αντίστροφης μέτρησης προς τη διάλυσή του…

Η ΝΔ δεν αναζητεί απλώς αρχηγό, αλλά την ίδια την πολιτικοϊδεολογική της ταυτότητα, τις κοινωνικές της αναφορές… Η «ακροδεξιά» της μετάλλαξη δεν υπήρξε απλώς το αποτέλεσμα της προσωπικής επιλογής του Αντ. Σαμαρά. Αποτύπωσε και εξέφρασε την ταύτιση της ΝΔ με το κύκλωμα της διαπλοκής, των συμφερόντων και των προπαγανδιστικών μηχανισμών που στηρίζουν τα συμφέροντα αυτά και αποτέλεσε το «μακρύ χέρι», την κομματική υποτελή δομή, της γερμανικής ελίτ και της χρηματοπιστωτικής δομής.

Η «μετεξέλιξή» της σε κεντροδεξιό φορέα δεν μπορεί, συνεπώς, να συντελεσθεί με αφηρημένες επικλήσεις και επαγγελίες, ούτε με τις παραινέσεις του «περιβάλλοντος» του οιονεί απόντος επί πενταετίαν Κ. Καραμανλή, που ενεφανίσθη στο δημοψήφισμα για να δηλώσει με το «Ναι» την υποταγή του στο σύστημα…

Ενότητα και πολιτικές ρήξεις

Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να μπορέσουν ο Αλ. Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ, η νέα κυβέρνηση να ανταποκριθούν στις μεγάλες δυσκολίες που βρίσκονται μπροστά μας από την επομένη κιόλας ημέρα.

Η πρώτη αφορά τη σταθερότητα της εκτελεστικής εξουσίας, τη συνεκτική δράση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας απέναντι στα μέτρα του νέου Μνημονίου.

Ήδη τα ΜΜΕ της διαπλοκής αναζητούν ρωγμές και αντιθέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ονειρεύονται νέες διαφωνίες, νέες διασπάσεις. Θα σημειώσουμε εμφατικά ότι ένα από τα καίρια ερωτηματικά που διατυπώθηκε προεκλογικά από τους πολίτες ήταν το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει συνοχή και κοινή στρατηγική πλεύση, ώστε να διασφαλίσει στην κυβέρνηση μια αδιαμφισβήτητη σταθερότητα μπροστά στις κρίσιμες αναμετρήσεις που έρχονται. Δεν υπάρχει, συνεπώς, κανένα περιθώριο για επανάληψη διαφωνιών ή «σεναρίων» του πρόσφατου παρελθόντος. Και αυτό θα πρέπει να αποτελέσει πρωταρχική μέριμνα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την ταχεία προώθηση μέτρων και επιλογών που θα αναδείξουν το πολιτικοϊδεολογικό στίγμα της νέας κυβέρνησης. Η προώθηση μέτρων και νομοθετημάτων κατά της διαπλοκής, της μεγάλης φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, η επικράτηση αισθήματος δικαίου στα φορολογικά βάρη, η μέριμνα για τη βελτίωση βασικών τομέων του κοινωνικού κράτους (υγεία, παιδεία), η ενίσχυση του δικτύου αλληλεγγύης, αποτελούν μείζονος χαρακτήρα προτεραιότητες.

Και απαιτούν πάνω από όλα επιλογές, στάσεις συμπεριφοράς που θα κινούνται μέσα σε ένα πλαίσιο διαφάνειας, εντιμότητας και μιας νέας πολιτικής ηθικής, που θα σέβεται τον πολίτη και το δημόσιο συμφέρον.


Σχολιάστε εδώ