Η προσγείωση στη μνημονιακή πραγματικότητα

Διότι ύστερα από πέντε χρόνια Μνημονίων, η ελληνική οικονομία εμφανίζει εικόνα καταστροφής σε όρους εθνικού προϊόντος, απασχόλησης, ευμάρειας και επιχειρηματικότητας. Έπειτα από τεράστιες θυσίες, η χώρα δεν βρέθηκε σε κατάσταση ανάκαμψης με βάση τη βελτίωση των εξαγωγών. Αντίθετα οδηγήθηκε σε τεράστια ανεργία, πτώση του εργατικού κόστους και καταστροφή μεγάλου μέρους του παραγωγικού της δυναμικού.

Βασικό πρόβλημα της χώρας παραμένει η ατελέσφορη προσπάθεια να εξευρεθεί λύση που να προσφέρει στην ελληνική οικονομία και κοινωνία δυνατότητα επαναφοράς στο χαμένο επίπεδο του 2009, με παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλλεται πλέον «επούλωση των πληγών» που επιφέρουν οι μνημονιακές πολιτικές, ανάληψη αντίρροπων πολιτικών για την εξουδετέρωση των συνεπειών της λιτότητας και απομείωση του χρέους. Αυτή η ελπίδα έδωσε καθαρή νίκη στον Αλ. Τσίπρα στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου.

Όλοι βέβαια γνωρίζουμε ότι το χρέος έμεινε «εκτός» συζήτησης και ότι ήδη στο τέλος Απριλίου η πλευρά μας αποδέχθηκε (εν αγνοία του, όπως δηλώνει ο Γ. Βαρουφάκης) νέα μεγάλη λιτότητα, «προσφέροντας» μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Η υιοθέτηση τόσο υψηλών πλεονασμάτων, εάν συνοδευθεί με μια πρόσθετη επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής, ισοδυναμεί με αποδοχή «βιωσιμότητας» του χρέους, η οποία θα επιτρέψει την είσοδο του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, χωρίς ωστόσο την απομείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους.

Αν όμως έχουμε υποχωρήσει ως προς τη λιτότητα και το χρέος, προς διαπραγμάτευση παραμένουν μόνο οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που συνοδεύουν τη δανειακή σύμβαση και μάλιστα μόνο τα λεγόμενα ανοικτά θέματα. Στο πεδίο αυτό θα συγκεντρωθεί η προσπάθεια της κυβέρνησης, εκτός από το επαγγελόμενο παράλληλο πρόγραμμα. Δεν διαφεύγει όμως της προσοχής μας ότι η φιλοσοφία των Μνημονίων, δηλαδή η πολιτική λιτότητας, βασίζεται στην παραδοχή ότι η Ελλάδα έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, το οποίο, κατά τους δανειστές, οφείλεται στο υψηλό κόστος εργασίας. Η λύση είναι -κατά τους δανειστές- η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας είτε άμεσα (περικοπές στο Δημόσιο) είτε έμμεσα μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (αγορά εργασίας και Ασφαλιστικό / συνταξιοδοτικό), που καταλήγουν όμως και πάλι στη μείωση μισθών και συντάξεων.

Η άποψη αυτή παραμένει κεντρικό θέμα του τρίτου «προγράμματος προσαρμογής» και κεντρικός πυλώνας της διαπραγματευτικής στάσης των δανειστών.

Διότι, σήμερα, οι κυρίαρχες χώρες της Ευρωζώνης (βλ. Γερμανία) προετοιμάζουν νέες θεσμικές ρυθμίσεις για την επιβολή μεγαλύτερου ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών, προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους άποψη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική για την ανάγκη περαιτέρω μείωσης του μισθολογικού κόστους είναι κυρίαρχη.

Για τον λόγο αυτό, η διαπραγμάτευση Βαρουφάκη στο ζήτημα της λίστας μεταρρυθμίσεων ήταν αδιέξοδη και η κυβέρνηση θα συναντήσει την ίδια στάση στα λεγόμενα ανοικτά θέματα.

Το χρέος μπορεί ευκολότερα να διευθετηθεί από τους δανειστές, αφού πρώτα εξασφαλίσουν τον βασικό τους στόχο, δηλαδή τον έλεγχο των πλεονασμάτων της ελληνικής οικονομίας, με τους εφαρμοστικούς νόμους του τρίτου Μνημονίου.

Η γερμανική επιχειρηματολογία είναι εντελώς αποκαλυπτική για τις αιτίες της αδυναμίας κατάληξης της διαπραγμάτευσης, με διατήρηση «κόκκινων γραμμών» στα ανοικτά θέματα.

Οι δανειστές επιμένουν στη στρατηγική της υποτίμησης μισθών, συντάξεων και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, διότι θεωρούν ότι έτσι προωθείται η ανάκαμψη, ενώ στην πραγματικότητα προκαλείται μεγαλύτερη ύφεση.

Έτσι, και μετά την κάλπη, το ερώτημα «είναι καλό το Μνημόνιο;» θα πλανάται στη σκέψη των πολιτών, μέχρι να γνωρίσουν το περιεχόμενο των εφαρμοστικών νόμων.

Καθώς η κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να συγκεκριμενοποιήσει τις πολιτικές και τα ισοδύναμα μέτρα, με τα οποία θα επιχειρήσει να «αντισταθμίσει» την υφεσιακή δίνη του Μνημονίου, το ερώτημα θα αρχίσει να απαντάται. Η απάντηση θα καθορίσει αν το «Όχι» του Ιουλίου έγινε «Ναι» στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.


Σχολιάστε εδώ