Επιβαλλόμενη η αλλαγή στάσης της Ευρώπης έναντι της Ελλάδος
Προς το παρόν αποφεύχθηκε μία «ιταλοποίηση» της ελληνικής πολιτικής ζωής, που για πολλούς και σοβαρούς λόγους δεν θα προοιώνιζε τίποτα θετικό για τη χώρα μας. Η νέα κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, αλλά το αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι εφεξής τίθενται σε διαφορετική βάση. Πρώτον, δεν υπάρχει θέμα διαπραγματεύσεων με τους δανειστές οι οποίες είχαν απορροφήσει σχεδόν το σύνολο των δραστηριοτήτων της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας. Δεύτερον, δεν φαίνεται να τίθεται θέμα στις σχέσεις συνεργασίας με το συγκυβερνών κόμμα, που έχουν δοκιμαστεί από την προηγούμενη περίοδο. Τρίτον, στοιχείο πολύ σημαντικό, ότι οι σχέσεις με τους δανειστές έχουν τεθεί σε άλλη βάση, με αποβολή της αμοιβαίας δυσπιστίας που τη χαρακτήριζε την προηγούμενη περίοδο των επτάμηνων διαπραγματεύσεων.
Μπορούμε να πούμε ότι έχει βρεθεί ένα modus vivendi και απομένει το modus operandi. H νέα αυτή πραγματικότητα παρέχει τη δυνατότητα στη δεύτερη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να ενσκήψει με ιδιαίτερη φροντίδα και καλή προετοιμασία αφενός μεν στην εφαρμογή των διατάξεων του Μνημονίου, επώδυνων, ασφαλώς, για τον ελληνικό λαό, αφετέρου δε στην αντιμετώπιση των άλλων θεμάτων εσωτερικής φύσης αλλά και των φαινομένων της διαφθοράς και της διαπλοκής, από την οποία θα κριθεί και η αξιοπιστία της. Οι σχέσεις με τους δανειστές και ιδιαίτερα τους ευρωπαίους εταίρους έχουν βαρύνουσα σημασία για την πορεία της κυβέρνησης. Η προηγούμενη είχε σαφώς υπερτιμήσει τις δυνατότητες αντίστασης έναντι των δανειστών και είχε αγνοήσει σε μεγάλο βαθμό το ευρωπαϊκό και διεθνές πολιτικό-οικονομικό περιβάλλον. Απόδειξη, οι εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης, που παρέμειναν γράμμα νεκρό. Στον ίδιο βαθμό, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει τη διεθνή υποστήριξη που περίμενε. Ούτε η Ρωσία του Πούτιν, ούτε η Κίνα, ούτε οι λοιπές χώρες των BRICS φάνηκαν πρόθυμες να στηρίξουν οικονομικά την ελληνική κυβέρνηση, η οποία προσγειώθηκε, κάπως αργά, στην πραγματικότητα. Στις διεθνείς και διακρατικές σχέσεις, μια χώρα πρέπει να είναι πολύ ισχυρή πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά για να επιβάλλει τη θέλησή της. Η ιδεολογική φυσιογνωμία της κυβέρνησης καθίσταται πιο συμβατή με εκείνη της ευρωπαϊκής δημοκρατικής Αριστεράς, ενώ έχει αποβάλει πολλές από τις προηγούμενες μαξιμαλιστικές θέσεις της. Η συντηρητική ευρωπαϊκή ελίτ δεν έχει πλέον λόγους να αντιμετωπίσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση με τη Σοϊμπλιανή αντίληψη, σχεδόν σαν μίασμα και δυνάμει απειλή για το κρατούν ευρωπαϊκό σύστημα. Η συνεργασία με τους ευρωπαίους εταίρους μπορεί να τεθεί σε νέα βάση. Στο πνεύμα αυτό επιβάλλεται οι δανειστές να επιδείξουν μεγαλύτερη ανοχή στην εφαρμογή των διατάξεων του Μνημονίου, όπου, ασφαλώς, υπάρχει δυνατότητα παρεκκλίσεων και ευελιξιών. Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει αν έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ «να μπει στο μαντρί» για να γίνει ανεκτός από τους κοινοτικούς και μη εταίρους. Η απάντηση είναι ότι μπαίνοντας στο μαντρί δεν χάνεις τη δυνατότητα να εκφράζεις και να υποστηρίζεις διαφορετικές θέσεις για τη προάσπιση των συμφερόντων της χώρας σου.
Αντίθετα, με κατάλληλες συμμαχίες μπορείς να συμβάλεις στην πραγματοποίηση αλλαγών ακόμη και σε παγιωμένες καταστάσεις. Δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις του γάλλου Προέδρου ότι «η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στέλνει σημαντικό μήνυμα για την Ευρώπη και την Αριστερά». Μια εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Κυριακή ασφαλώς και θα επηρέαζε αρνητικά τις προοπτικές της Αριστεράς (PODEMOS) στην Ισπανία, στις επικείμενες εκλογές του Νοεμβρίου, στην Πορτογαλία και στη συνέχεια στην Ιταλία. Αυτή είναι και η ουσία των δηλώσεων του κ. Ολάντ. Να σηματοδοτήσει η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ την αποκατάσταση των ιδεολογικών ισορροπιών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την αλλαγή πολιτικής της ΕΕ, που κυριαρχείται από το Βερολίνο. Από τα πλέον επείγοντα ευρωπαϊκά θέματα είναι το προσφυγικό – μεταναστευτικό. Οι συντηρητικές κυβερνήσεις της ΒΑ Ευρώπης αντιδρούν και είναι απρόθυμες να δεχθούν επιμερισμό των υποχρεώσεων. Η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με εκείνες του ευρωπαϊκού Νότου, οφείλει να δώσει προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, η επαναβεβαίωση του καθηγητή Νίκου Κοτζιά στη θέση του υπουργού Εξωτερικών είναι θετικό γεγονός. Ο Νίκος Κοτζιάς, εκτός των θεωρητικών γνώσεων, διαθέτει πλέον και την απαιτούμενη πείρα από τον πρόσφατο χειρισμό διεθνών και εθνικών θεμάτων, με επιτυχία, κατά γενική ομολογία.