Tα Κεριά
Και όταν με το «Χριστός Ανέστη» σκάνε τα βαρελότα πλάι σου, σίγουρα θα θυμηθείς την ανατριχίλα που πρώτη φορά ένιωσες όταν έδωσες σε μια γειτονοπούλα σου το φιλί της αγάπης. Ένα φιλί που μόνον αγνό και αδελφικό δεν ήταν. Και δεν ήσουν ακόμη έφηβος… Απόμαχος της ζωής πια τώρα, κοιτάζοντας το παρελθόν με την ατέλειωτη σειρά των σβησμένων κεριών πίσω μου και προσμένοντας να «κληθώ εις συνεργασίαν μετά του Υψίστου…», όπως έλεγε το «πάλαι ποτέ» ο αξέχαστος καθηγητής μας στην Πάντειο, ο αείμνηστος Σταύρου, υφίσταμαι τη μεγαλύτερη τιμωρία της φύσεως, που είναι «το να θυμάσαι». Έτσι, οι επί θύραις βουλευτικές εκλογές μου ανασύρουν από τη λήθη εικόνες του παρελθόντος και άλλα τερπνά, που έζησα «εξ’ απαλών ονύχων» μέσα στον πλούσιο και μεστό από πολιτικά γεγονότα 20ό αιώνα, από τότε που ήμουν νήπιο και με φωνάζανε «Μπεμπούση».
Έντονα αποτυπώθηκε στη μνήμη μου το βράδυ που κατέφθασαν σπίτι, ασθμαίνοντες, ο πατέρας και η μάνα μου, έντρομοι καθώς ευρέθησαν στο κέντρο της Αθήνας, ξαφνικά ανάμεσα στα Ευζωνάκια, που έκαναν έφοδο με εφ’ όπλου λόγχη για να… καταλάβουν το κεντρικό Ταχυδρομείο. Τα Ευζωνάκια ήταν το «σύνταγμα ευζώνων», ιδιοκτησίας προφανώς του στρατηγού Πλαστήρα, που χρησιμοποιούσε κατά βούληση για να στερεώσει ή να ανατρέψει την κυβέρνηση. Θυμάμαι την τελετουργία της διενέργειας των εκλογών. Με έπαιρνε από το χεράκι ο πατέρας μου και πηγαίναμε στην εκκλησία -τον Άγιο Σώστη- για να ψηφίσει. Τότε, αρχές του 1930, οι εκκλησίες την Κυριακή των εκλογών λειτουργούσαν μόνον ως εκλογικά τμήματα… Με γοήτευαν τα εκλογικά βιβλιάρια. Ήταν πλούσια σε φύλλα, πανόδετα, αφεντάδικα. Θυμάμαι που είχα φορτωθεί στον παππού μου να μου δώσει το βιβλιάριό του για να παίξω. Αρνιότανε εκείνος. Έκλαιγα και χτυπιόμουνα εγώ, μέχρι που παρενέβη η γιαγιά μου λέγοντας σοφά: «Δεν κάνει για εσένα παιδί μου. Μ’ αυτό παίζει ο παππούς…». Κωνσταντινικιά η γιαγιά, Βενιζελικός ο παππούς, μια ζωή διαφωνίες, λογομαχίες και καυγάδες. Θυμάμαι στο δημοψήφισμα του ’35 όταν πήγαινε ο μπαμπάς για να ψηφίσει. Η μαμά τον συνόδευε μέχρι την εξώπορτα και τον εξόρκιζε λέγοντας: «Ψήφισε ό,τι θες, αλλά μην ξεχνάς πως έχεις γυναίκα και παιδί !». Ο πατέρας τότε ήταν δημόσιος υπάλληλος… Το αποτέλεσμα πανηγυρίστηκε από διαδηλωτές που τραγουδούσαν κραυγάζοντας στους δρόμους: «Βρε, έτσι θέλαμε και τον φέραμε…»
Λίγες μέρες αργότερα επανήλθαν οι βασιλείς. Αποβιβάστηκαν από το πολεμικό που τους έφερε στο Νέο Φάληρο. Χαιρετούσε από την κάμπριο κούρσα τον λαό ο Γεώργιος και ήταν όλο χαμόγελα ο Παύλος, όπως ανηφόριζε η πομπή τη Συγγρού για τα ανάκτορα. Θυμάμαι τους σημαιοστολισμούς, τις φωταψίες και τις αψίδες, που στήθηκαν σε κεντρικά σημεία, καλωσορίζοντας με επιγραφές: «Ως ευ παρέστης, Βασιλεύ». Θυμάμαι τις απεργίες που όλο πλήθαιναν εκείνη την εποχή. Η μεγαλύτερη επίπτωσή τους ήταν στις συγκοινωνίες. Απεργούσαν τα λεωφορεία, τα «κουτιά» των 15 ή των 20 θέσεων, και, σαν απεργοσπάστες, εξυπηρετούσαν το κοινό τα πράσινα λεωφορεία της Πάουερ. Τα είχαν φέρει από την Αγγλία και ήταν με τον εξώστη πίσω. Για να μη σταματάει στις απεργίες ο «ηλεκτρικός σιδηρόδρομος», εκπαιδεύανε για ηλεκτροδηγούς ναύτες του Πολεμικού Ναυτικού από τον ναύσταθμο. Θυμάμαι την επιδημία που έπεσε και οι πολιτικοί πεθαίνανε αράδα. Πηγαίναμε στην Ερμού να δούμε την εκφορά και μπουχτίσαμε από κηδείες. Σε λίγους μήνες, να και η 4η Αυγούστου. Δικτατορία. «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;». ΕΟΝ, γιορτές, λόγοι και παράτες. Τα κόμματα διαλύθηκαν. Ένας καινούργιος τρόπος ζωής άρχισε να δημιουργείται. Οι κουβέντες περί πολιτικής συνεχίζονταν, μόνον που τώρα γίνονταν χαμηλόφωνα. «Απέσβετο το λάλον ύδωρ…». Ύστερα πόλεμος. Οι Έλληνες έγιναν θρύλος τσακίζοντας τα φτερά του Άξονα. Και μετά Κατοχή. Θάνατοι από την πείνα. Αντίσταση. Εκτελέσεις. Με την απελευθέρωση, όλα ξεκίνησαν από την αρχή. «Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα…», τραγουδούσε η Βέμπο… Τα κόμματα νεκραναστήθηκαν. Οι πολιτικοί αρχηγοί ξαναβγήκαν στο μεϊντάνι… Ο εμφύλιος ήρθε ως επιδόρπιο και άντε «φτου απ’ την αρχή».
Τα σβηστά κεράκια που κοιτάω όλο μου θυμίζουν, και μου θυμίζουν, και συνέχεια μου θυμίζουν.
Αυτό είναι το δράμα μου…