Προς «ιταλοποίηση» της ελληνικής πολιτικής ζωής;
Δύο μπορεί να χαρακτηρισθούν ως οι ιδιαιτερότητες αυτών των εκλογών. Πρώτη, η απουσία, σχεδόν, προεκλογικών κομματικών συνεργασιών -εξαίρεση εκείνη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ- και δεύτερη η εμφάνιση και νέου κόμματος της Αριστεράς, με μεγάλες μάλιστα πιθανότητες εισόδου στη Βουλή. Αν πρώτο κόμμα έρθει η ΝΔ, θα είναι αρκετά εύκολος ο σχηματισμός κυβέρνησης με αλλά μικρότερα κόμματα του κεντροδεξιού συντηρητικού χώρου. Μεγαλύτερες δυσκολίες θα παρουσιαστούν αν πρώτο κόμμα έρθει, που είναι το πιθανότερο να συμβεί, ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρέπει πάντως να αποκλεισθεί και το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού από τα δύο μεγάλα κόμματα, που -φαινομενικά τουλάχιστον- θα τύχει μεγαλύτερης αποδοχής τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Όποια και να είναι τελικά τα αποτελέσματα, η ελληνική πολιτική ζωή φαίνεται ότι κινδυνεύει να μπει σε μια διαδικασία «ιταλοποίησης», δηλαδή πολυκομματικών κυβερνήσεων που είχαν διάρκεια κοινοβουλευτικής ζωής ακόμη και ολίγων μηνών. Αντέχει όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο η ελληνική πολιτική ζωή; Ορισμένοι πολιτικοί αναλυτές δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν το ιταλικό προηγούμενο ως πολιτική ωριμότητα, αφού οδηγεί σε αναγκαστικούς συμβιβασμούς και συγκερασμό αντίθετων θέσεων. Η Ιταλία μεταπολεμικά κυβερνήθηκε, κυρίως, από το συντηρητικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (DC-Democrazia Cristiana), με ισχυρή αντιπολίτευση το μαρξιστικό κομμουνιστικό PCI (Partito Comounista Italiano), το μεγαλύτερο εκτός Σοβιετικής Ένωσης και το μεγαλύτερο του δυτικού κόσμου. Ακολουθούσαν μικρότερης εμβέλειας κόμματα, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα με ιστορικό ηγέτη τον Πιέτρο Νένι και στη συνέχεια τον Μπετίνο Κράξι. Επίσης το Σοσιαλδημοκρατικό του Σάραγκατ, που αργότερα χρημάτισε και Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, που μονοπώλησε την εξουσία για πολλές τετραετίες, συνέβαλε αποφασιστικά στον εκβιομηχανισμό της Ιταλίας, για να αναδειχθεί σε τρίτη οικονομική δύναμη στην Ευρώπη, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα με τον δυναμισμό του εξασφάλιζε τις κοινωνικές ισορροπίες και την προστασία της εργατικής και άλλων ευπαθών κοινωνικών τάξεων. Τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν όταν την ηγεσία του ΚΚΙ ανέλαβε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο οποίος εισήγαγε την έννοια του Ευρωκομουνισμού -ένα κομμουνιστικό σύστημα με ανθρώπινο πρόσωπο- και του Ιστορικού Συμβιβασμού (Compromesso Storico), που πρέσβευε την κοινωνική συμφιλίωση και τη θέληση του ΚΚΙ να συμμετάσχει στη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Μπερλινγκουέρ είχε ασκήσει έντονη κριτική στη Σοβιετική Ένωση για τις στρατιωτικές επεμβάσεις, πρώτα στην Ουγγαρία και μετά στην Τσεχοσλοβακία. Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το ΚΚΙ διασπάσθηκε σε μικρότερα αριστερίστικα κόμματα, ενώ ένα μικρό κατάλοιπο του παλαιού ΚΚΙ παρέμεινε και εξακολουθεί να παραμένει εκτός Βουλής. Ωφελήθηκε η Ιταλία από τις πολυκομματικές κυβερνήσεις; Μάλλον όχι. Μπορεί να απεφεύχθησαν τα χειρότερα, αλλά σε αυτή την περίοδο αναπτύχθηκε η τρομοκρατία (Ερυθρές Ταξιαρχίες), αυξήθηκε το οργανωμένο έγκλημα, ιδιαίτερα στον Νότο, και τελικά προέκυψε ο Μπερλουσκονισμός. Ειδικότερα η Ιταλία αποδυναμώθηκε διεθνώς και δεν διαδραμάτισε τον προσήκοντα ρόλο στα ευρωπαϊκά δρώμενα. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε πολλές ομοιότητες αλλά και μεγάλες διαφορές σε σύγκριση με όσα συνέβαιναν προ ετών στην Ιταλία. Κατ’ αρχάς, όπως και στην Ιταλία, έχει συντελεσθεί διάσπαση των περισσοτέρων κομμάτων σε μικρότερα και, δεύτερον, σημειώνεται αδυναμία ανάδειξης αυτοδύναμων κυβερνήσεων, με αναγκαία την προσφυγή σε κυβερνήσεις συνασπισμού. Θα εξασφαλισθεί όμως με κυβερνήσεις συνασπισμού τριών ή περισσοτέρων κομμάτων -α λα ιταλικά- η απαιτούμενη για τη χώρα πολιτική σταθερότητα; Η Ιταλία μπορούσε να αντέξει πολυκομματικές κυβερνήσεις βραχύβιας διάρκειας γιατί είχε ισχυρή οικονομία, πολύπειρη και υπεύθυνη επιχειρηματική τάξη και, επίσης, αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση. Σε αντίθεση, η Ελλάδα χωλαίνει στα περισσότερα από αυτά και σε αντίθεση με τη γειτονική μας χώρα, αντιμετωπίζει μείζονα εθνικά προβλήματα και θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τα παραπάνω γράφονται όχι εν είδει ιστορικής έκθεσης, αλλά για να προβληματίσουν λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές εμπειρίες άλλων χωρών. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει επί μακρόν την πολιτική αστάθεια, ειδικότερα κάτω από τις σημερινές διεθνείς συνθήκες και περιστάσεις.