Μαλλιά κουβάρια για το Προσφυγικό
Αιτία, οι τεράστιες πιέσεις που άσκησε το αδερφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών που κυβερνά τη Βαυαρία. Από την πρώτη στιγμή της απόφασης της καγκελαρίου να ανοίξουν τα σύνορα οι υπερσυντηρητικοί εταίροι της βρέθηκαν απέναντι, με κορυφαία, μεταξύ άλλων, την πρόσκληση που απηύθυναν στον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Ορμπάν να παρευρεθεί στο συνέδριό τους.
Όμως, συναγερμό σήμαναν και οι ηγεσίες των υπόλοιπων γερμανικών κρατιδίων, καθώς το σύστημα έφτασε στα όριά του. Αν και η γερμανική οικονομική ελίτ αποζητά τα φθηνά εργατικά χέρια προκειμένου να κρατήσει τα σημερινά επίπεδα παραγωγής και ανταγωνιστικότητας της χώρας, ο όγκος των ανθρώπων που συρρέει προς τον ευρωπαϊκό Βορρά σαστίζει τους Γερμανούς. Μαθημένοι σε στρωτές, με κανόνες, διαδικασίες, όπου όλα λειτουργούν με τάξη, φαίνονται ανίκανοι να ανταποκριθούν με ταχείς ρυθμούς και καινοτόμες προσεγγίσεις στην πρωτοφανή κρίση που αντιμετωπίζουν.
Η σύγκρουση με τους Ανατολικούς
Αντιμέτωποι με την άρνηση Βρετανών και Ανατολικοευρωπαίων να συμμετέχουν στην υποδοχή προσφύγων, οι Γερμανοί αναδιπλώθηκαν στις συνήθεις τακτικές τους: Επίκληση των κανόνων, αρχικά, και οικονομικές απειλές, στη συνέχεια. Φυσικά, και τα δύο απέναντι στους πιο αδύναμους Ανατολικούς…
Μόνο που αυτή τη φορά είναι η Γερμανία που παραβιάζει τους κοινούς κανόνες και ζητά αναθεωρήσεις. Καθώς για μια πενταετία το Βερολίνο κουνά το δάχτυλο στον ευρωπαϊκό Νότο, διακηρύττοντας ότι οι ευρωπαϊκές συνθήκες δεν αλλάζουν, θυσιάζοντας το κοινό συμφέρον στα γερμανικά πλεονάσματα, η Γερμανία δεν έχει πια το ηθικό πλεονέκτημα. Και η επίκληση της συνθήκης της Γενεύης για την προστασία των προσφύγων ακούγεται στους Ανατολικούς σαν ένας τακτικισμός του Βερολίνου προκειμένου να τους αναγκάσει να πληρώσουν τα σπασμένα της δικής τους αποτυχημένης πολιτικής.
Ιδιαίτερα μετά την αποτυχία της Συνόδου των υπουργών Εσωτερικών της Δευτέρας, οι γερμανικές δηλώσεις ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Ο αντικαγκελάριος Γκάμπριελ μίλησε για «ντροπή της Ευρώπης», κατηγορώντας τα κράτη-μέλη που αντιτίθενται ότι είναι αυτά που λαμβάνουν τις πλέον πλουσιοπάροχες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και τόνισε ότι η Γερμανία δεν μπορεί να συνεχίσει να πληρώνει για όλους τους υπόλοιπους, ενώ ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών υπερθεμάτισε αναφέροντας πιθανές οικονομικές κυρώσεις για όσους διαφωνούν. Η αντίθεση των Ανατολικών ήταν άμεση, με τον σλοβάκο πρωθυπουργό να τονίζει ότι η χώρα του δεν πρόκειται ποτέ να δεχτεί τις αναγκαστικές ποσοστώσεις, ακόμη και αν αυτές ψηφιστούν με πλειοψηφία. Η Μέρκελ βγήκε στο τέλος να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, λέγοντας ότι οι απειλές δεν είναι ο σωστός τρόπος για την επίτευξη συμφωνίας, αλλά ήταν πλέον αργά. Ζήτησε ταυτόχρονα έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, την οποία οι Ανατολικοί προσπαθούσαν να αποφύγουν με κάθε τρόπο.
Είναι βέβαιο ότι αν συνεχίσει ο καθένας να κοιτά το στενό του εθνικό συμφέρον προσπαθώντας να αποφύγει τα κοινά προβλήματα ή να τα φορτώσει σε κάποιον άλλο, η ΕΕ θα διαλυθεί. Και στην ουσία του ζητήματος οι Γερμανοί έχουν δίκιο. Όμως, η Ένωση δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ούτε βάσει μιας τιμωρητικής λογικής ούτε μέσω της προσπάθειας επιβολής διά της απειλής μέτρων σε διαφωνούντες. Η Κοινή Ευρώπη χτίστηκε μέσα από συναινέσεις μεταξύ ίσων σε δικαιώματα και υποχρεώσεις μελών και μόνον έτσι μπορεί να επιβιώσει.
Επείγουσα η άμεση αναμόρφωση ασύλου και Σένγκεν
Αυτή τη στιγμή, με Γερμανία, Αυστρία, Σλοβακία, Ουγγαρία και Τσεχία να έχουν κλείσει τα σύνορά τους και η Συνθήκη του Σένγκεν φαίνεται να πνέει τα λοίσθια. Υπάρχουν επιπλέον διαρροές ότι Γαλλία, Πολωνία και Σουηδία εξετάζουν επίσης την αναστολή της Συνθήκης. Οι Γερμανοί υποστηρίζουν ότι η κίνησή τους είναι προσωρινή και αποτελεί στην ουσία έναν τρόπο να ασκήσουν πίεση στους Ανατολικούς.
Την ίδια ώρα, χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονται εγκλωβισμένοι στα σερβοουγγρικά σύνορα, την ΠΓΔΜ, τα ελληνικά νησιά και τη Βόρεια Ελλάδα. Ήδη από τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας ανακατευθύνθηκαν προς την Κροατία και τη Σλοβενία, με τον κροάτη πρωθυπουργό να δηλώνει ότι θα τους καταγράφουν και θα τους αφήνουν να προχωρούν προς τα δυτικά, αλλά, ακόμη κι έτσι, τα αυστριακά σύνορα παραμένουν κλειστά.
Η ανάγκη για λύση είναι επιτακτική. Αλλά αυτή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αναμόρφωση του Δουβλίνου και του Σένγκεν. Χωρίς κοινό ευρωπαϊκό κώδικα ασύλου, που θα προβλέπει ότι όταν η αίτηση για άσυλο ενός πρόσφυγα γίνεται δεκτή από ένα κράτος-μέλος, αυτός θα μπορεί να κινηθεί και να δουλέψει και σε όλα τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ. Και χωρίς ειδικές προβλέψεις που θα επιτρέπουν την ελεγχόμενη είσοδο προσφύγων και μεταναστών στην ΕΕ, χωρίς όμως να θυσιάζουν το μεγαλύτερο επίτευγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, την ελεύθερη διακίνηση και εργασία των πολιτών σε όλη την Ευρώπη.
Επιτακτικό ένα ελληνικό σχέδιο
Όλα τα δεδομένα συμφωνούν ότι οι χιλιάδες των προσφύγων θα συνεχίσουν να προσπαθούν με κάθε τρόπο να φτάσουν στην Ευρώπη. Τα περί «πολέμου απέναντι στους δουλεμπόρους» είναι στην ουσία αστειότητες. Άραγε, τι θα κάνει η Frontex, θα αρχίσει να βομβαρδίζει σαπιοκάραβα με γυναίκες και παιδιά; Το ίδιο κωμικά είναι και τα περί περαιτέρω παραμονής των προσφύγων στις όμορες της Συρίας χώρες. Στην Τουρκία, χιλιάδες από τα εκατομμύρια των Συρίων που ζουν εκεί ψάχνουν το φαγητό τους στα σκουπίδια. Όχι εκεί αλλά και σε Λίβανο, Ιορδανία και Αίγυπτο οι συνθήκες ζωής για τους πρόσφυγες είναι δραματικές. Και όσο ο πόλεμος κρατά τόσο θα προσπαθούν, με κάθε τρόπο, να μεταβούν σε χώρες όπου θα μπορούν να δουλέψουν και να ταΐσουν τα παιδιά τους.
Η Ελλάδα δεν είναι σαφώς χώρα προορισμού. Είναι όμως, και θα παραμείνει λόγω της γεωγραφικής της θέσης, χώρα διέλευσης. Δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να εμποδίσει τις δεκάδες χιλιάδες που προσπαθούν να μπουν από τα θαλάσσια σύνορά μας ούτε να τους φυλακίσει σε Αμυγδαλέζες. Όταν δε ο ευρωπαϊκός Βορράς έχει ήδη ανοίξει τα σύνορά του και ζητά και επίσημα φθηνά εργατικά χέρια, είναι τουλάχιστον κοντόφθαλμο να πιστεύουμε ότι μπορούμε να περιορίσουμε το προσφυγικό κύμα ή να κάνουμε «λιγότερο ελκυστική» την Ελλάδα (η οποία για τους πρόσφυγες δεν είναι, ούτως ή άλλως, στο παραμικρό ελκυστική).
Αυτό όμως που μπορούμε να κάνουμε είναι να φτιάξουμε άμεσα ένα σχέδιο που και τις χιλιάδες των προσφύγων που περνούν από τη χώρα μας θα ανακουφίσει και θα ενισχύσει δοκιμαζόμενες τοπικές οικονομίες ανά τη χώρα προσφέροντας ταυτόχρονα πολύτιμες θέσεις εργασίας. Από το να γεμίζουν ασφυκτικά οι πλατείες της Αθήνας (και πιθανά και άλλων μεγάλων πόλεων) και να βουλιάζουν τα νησιά, μπορούμε να φτιάξουμε πολλά, μικρότερα κέντρα φιλοξενίας, ανοικτά για τους ανθρώπους, όπου οι πρόσφυγες θα καταγράφονται και θα παραμένουν για σύντομο διάστημα πριν προωθηθούν βορειότερα. Πέρα από τις επιχειρήσεις που θα ωφεληθούν στον κατασκευαστικό και επισιτιστικό τομέα, θα χρειαστεί να γίνουν προσλήψεις τόσο για τις βασικές τους λειτουργίες (καθαρισμός, διοίκηση κ.ά.), αλλά και για ποιοτικές θέσεις εργασίας (ιατρικές υπηρεσίες, εκπαίδευση σε γλώσσες, κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι), όπου θα απορροφηθούν πολλοί νέοι επιστήμονες που σήμερα παραμένουν άνεργοι.
Κρίσιμο ρόλο σε έναν τέτοιο σχεδιασμό έχει να παίξει η Ελληνική Εκκλησία, που θα μπορούσε να θέσει υπό την αιγίδα της πολλές από αυτές τις δομές, ώστε να γίνουν αποδεκτές από τις τοπικές κοινωνίες (δεν υπάρχει εξάλλου μεγαλύτερη χριστιανική αξία από την ανακούφιση του πόνου του κυνηγημένου), αλλά και θεσμοί αποδεκτοί από την ευρύτερη κοινή γνώμη, που μπορούν να υπερασπιστούν τα πλεονεκτήματα που θα φέρουν οι οργανισμοί αυτοί σε τοπικές κοινωνίες.
Οφείλουμε να ξεπεράσουμε τον φόβο ότι «θα μας μείνουν εδώ», να αποδεχθούμε την πραγματικότητα των προσφυγικών ροών και να προετοιμάσουμε την πατρίδα και την κοινωνία μας ώστε να τις αντιμετωπίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και αυτή είναι η μόνη λύση, για να μη γίνουμε μια μόνιμη, στο διηνεκές, αποθήκη ψυχών.