Η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει ανοικτά σύνορα στη λαθρομετανάστευση με άλλοθι τους πρόσφυγες
Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι οι πρώτες καλούνται να εφαρμόσουν την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το πολιτικό άσυλο χωρίς να μπορούν να κάνουν διάκριση και διαλογή μεταξύ προσφύγων και λαθρομεταναστών. Καλούνται από την περίφημη αυτή Οδηγία να εφαρμόσουν πολιτική ανοικτών συνόρων. Να υποδεχθούν δηλαδή όλους αδιακρίτως όσους παρουσιάζονται ως πρόσφυγες και ζητούν άσυλο και να διερευνήσουν εκ των υστέρων και μάλιστα διά της δικαστικής οδού εάν είναι πραγματικά πρόσφυγες. Στους τελευταίους πρέπει να παραχωρείται άσυλο. Οι άλλοι πρέπει θεωρητικά να επαναπροωθούνται στις πατρίδες τους.
Είναι γνωστό από την επικρατούσα πρακτική ότι δεν επαναπροωθείται ούτε το 10% από τους λαθρομετανάστες στους οποίους δεν αναγνωρίζεται η ιδιότητα του πρόσφυγα. Στη διαδικασία αυτή υπεισέρχεται και η σκοπιμότητα της πολιτικής κάθε κράτους. Πρώτο παράδειγμα, η Ουγγαρία.
Η Γερμανία, που άνοιξε τα σύνορα για τους πρόσφυγες από τη Συρία, παρακάμπτοντας τις πρόνοιες του Κανονισμού του Δουβλίνο ΙΙ, ανέκρουσε αιφνιδίως πρύμνα και έσπευσε να αναστείλει τη Συνθήκη Σένγκεν, στα σύνορά της με τη φιλική της Αυστρία, θέλοντας να στείλει ένα διπλό μήνυμα. Πρώτον, ότι δεν θα επωμισθεί μόνη της, μαζί με άλλες δύο ή τρεις χώρες, το βάρος του προβλήματος. Δεύτερον, ότι δεν θα δεχθεί αδιακρίτως πρόσφυγες και λαθρομετανάστες και ότι θα είναι πολύ αυστηρή σ’ αυτή τη διάκριση.
Η λογική συνέπεια αυτής της Γερμανικής πολιτικής, η οποία δηλώθηκε άλλωστε απροκάλυπτα ως Ευρωπαϊκή πολιτική στα συμπεράσματα της πρόσφατης Συνόδου των υπουργών Εξωτερικών και των υπουργών Δικαιοσύνης της ΕΕ, είναι ότι οι χώρες που είναι πύλες εισόδου πρέπει να λειτουργήσουν ως Ζώνες ανασχέσεως της λαθρομεταναστεύσεως στην Ευρώπη και να βοηθηθούν σ’ αυτό από την άλλη Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θέση αυτή εκφράσθηκε με την πρόταση για τη δημιουργία «καυτών σημείων» (hotspots) στην Ελλάδα και την Ιταλία, που πρακτικά μεταφράζεται στο άνοιγμα μεγαλυτέρων και περισσοτέρων χώρων «υποδοχής» των προσφύγων και λαθρομεταναστών.
Οι χώροι αυτοί παρουσιάζονται ως «προσωρινοί». Ξέρουμε όμως από την πρακτική που έχει επικρατήσει κατά τα προηγούμενα χρόνια και από τις αλλαγές που έχουν επέλθει με τη ψήφιση αλλεπαλλήλων νομοσχεδίων, με τελευταίο το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια, ότι η προοπτική της επαναπροωθήσεως στις πατρίδες τους των λαθρομεταναστών, όπως επίσης η ανακατανομή των προσφύγων σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, είναι περιορισμένη και αβέβαιη.
Τι θα γίνουν, λοιπόν, όλα αυτά τα κύματα των προσφύγων και λαθρομεταναστών, που πολιορκούν την Ελλάδα και εισβάλλουν νομίμως, με τη συγκατάθεση και τη συνεργασία των Ελληνικών αρχών, βάσει των προνοιών της περιβόητης Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το πολιτικό άσυλο; Η Ευρώπη ασκεί δηλαδή «κοινή πολιτική», με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το πολιτικό άσυλο, χωρίς να παρέχει εγγυήσεις στην Ελλάδα, που είναι πύλη εισόδου, ότι θα είναι πλήρως αλληλεγγύη μ’ αυτήν τόσο για την ανακατανομή των προσφύγων όσο και για την επαναπροώθηση στις πατρίδες τους των παρανόμων μεταναστών.
Η Ελλάδα δεν πρέπει λογικά να αποδεχθεί μια τέτοια κατάσταση, παραχωρώντας ταυτόχρονα την εθνική κυριαρχία του ελέγχου των συνόρων της στη Frontex. Στο σημείο όμως αυτό υπεισέρχονται οι ευθύνες που έχουν οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδος. Οι τελευταίες, αγόμενες από ιδεοληψίες και πολιτικούς παραλογισμούς, έχουν συμπεριφερθεί, σ’ ένα θέμα που μπορεί να απειλήσει την εθνική συνοχή, ασφάλεια και ύπαρξη της Ελλάδος και το οποίο έχει από τη φύση του γεωπολιτικές διαστάσεις, με απίστευτη στρατηγική μυωπία, πολιτική επιπολαιότητα, σύγχυση και άκριτη αποδοχή ιδεολογημάτων ξένων διεθνών κέντρων.
Ο Κώστας Σημίτης ανέλαβε ήδη από το 1996 να πείσει τους Έλληνες ότι «η Ελλάδα πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική». Ο διάδοχός του στο ΠΑΣΟΚ και στην κυβέρνηση, Γιώργος Παπανδρέου, μαζί με όλη την άλλη καταστροφή που επέφερε, υπερακόντισε υπέρ των ανοικτών συνόρων στη λαθρομετανάστευση.
Στην Ελληνική «πρωτοπορία» στην ανοχή της λαθρομεταναστεύσεως δεν υπελείφθησαν, βεβαίως, οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ. Απόδειξη ότι τα διεθνή κέντρα που βρίσκονται πίσω από την παγκοσμιοποίηση, με την οποία έχει στενούς και οργανικούς δεσμούς η λαθρομετανάστευση, έχουν άμεση πρόσβαση και ιδεολογική και πολιτική επιρροή, τόσο στα φερόμενα ως «δεξιά» όσο και στα φερόμενα ως «αριστερά» κόμματα.
Η παράδοση της «πρωτοπορίας» συνεχίσθηκε από την τελευταία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Το πρώτο νομοσχέδιο που έφερε στη Βουλή προς ψήφιση ήταν το νομοσχέδιο περί ιθαγενείας.
Η διαχείριση αυτή, μαζί με όλα όσα δηλώθηκαν στη συνέχεια, προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία όταν το πρόβλημα γιγαντώνεται ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μιας παράλογης και ανεδαφικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας, που προάγει αντί να αποτρέπει τη λαθρομετανάστευση στην Ευρώπη. Προβάλλεται η ανθρωπιστική διάσταση του προβλήματος των προσφύγων. Λαθρομετανάστευση όμως υπήρχε και πριν από τον πόλεμο στη Συρία και ο μεγάλος όγκος των λαθρομεταναστών προέρχεται από τη μακρινή Ασία και την Αφρική.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη Συρία, πρώτη προτεραιότητα της Ευρώπης θα έπρεπε να είναι η συμβολή της στον τερματισμό αυτής της τραγωδίας.
Κατά δεύτερο λόγο, θα μπορούσε, με μια καλά σχεδιασμένη και κοινή πολιτική, να βοηθήσει ή να μεταφέρει στην Ευρώπη τους πρόσφυγες από τις γειτονικές χώρες, στις οποίες καταφεύγουν. Θα μπορούσε επίσης να επιβάλει στην Άγκυρα μια αποτελεσματική συμφωνία συνεργασίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα, εάν δεν έχει τις εγγυήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει να αναστείλει άμεσα, για λόγους εκτάκτων συνθηκών και εθνικής ασφάλειας, την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, που επιβάλλει στην Ελλάδα καθεστώς ανοιχτών συνόρων, και να επαναφέρει στα σύνορά της τον εθνικό έλεγχο. Σε διαφορετική περίπτωση, κινδυνεύει να κατακλυσθεί κυριολεκτικά από ανεξέλεγκτες μάζες λαθρομεταναστών.