Η τρίτη «διάσωση» ζητά εκλογική νομιμοποίηση

Η προσπάθεια που ξεκίνησε τον Ιανουάριο ως ανένδοτος αγώνας για την ανάκτηση της εθνικής δημοσιονομικής κυριαρχίας και την οικονομική ανόρθωση της χώρας, που πλήγωσε βαριά η πεντάχρονη πολιτική της λιτότητας, κατέληξε σε ένα νέο Μνημόνιο. Ο Αλ. Τσίπρας κατέστησε σαφές πως επιθυμεί να θέσει στην κρίση του ελληνικού λαού τα αποτελέσματα της προσπάθειάς του να επαναδιαπραγματευθεί το Μνημόνιο. Αμέσως μετά, ο Π. Σκουρλέτης δήλωσε πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόσει «παράλληλο πρόγραμμα» ανακούφισης των επώδυνων μέτρων του Μνημονίου. Ο προεκλογικός αγώνας είχε ξεκινήσει. Γιατί όμως το τρίτο Μνημόνιο, που ψηφίστηκε με 223 ψήφους στη Βουλή, χρειάζεται εκλογική νομιμοποίηση; Ας δούμε τα γεγονότα.

Το τρίτο πρόγραμμα «διάσωσης», δηλαδή εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων, θα ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια. Η συμφωνία περιλαμβάνει μέτρα και μεταρρυθμίσεις που θα προσαρμόσουν την ελληνική οικονομία και την παραγωγή οικονομικού πλεονάσματος στις απαιτήσεις των δανειστών, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποπληρωμή του χρέους. Είναι γεγονός ότι το χρέος δεν έγινε αποδεκτό ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις επίσημες συνομιλίες, αλλά, όπως και το 2012, παραπέμφθηκε προς εξέταση μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, που προγραμματίζεται για τον Οκτώβριο. Αυτή η αξιολόγηση θα καθορίσει και τη νέα ανάλυση της «βιωσιμότητας» του χρέους, που θα προσδιορίσει τους όρους που θα επιτρέψουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που, όσον αφορά τα οικονομικά του στοιχεία, εξακολουθεί να είναι αδιέξοδο, αφού είναι υφεσιακό, δηλαδή αντι-αναπτυξιακό.

Επομένως, προκύπτουν τα εξής προφανή και σημαντικά ερωτήματα:

• Είναι δυνατή η «δημοκρατική νομιμοποίηση» της αλλαγής στόχων στην οποία εξαναγκάστηκε η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα;

• Είναι δυνατή η εξεύρεση ισοδύναμων μέτρων που να αντισταθμίζουν τις επιπτώσεις του νέου Μνημονίου;

• Είναι δυνατή τελικά η παραγωγική ανασυγκρότηση και η απεμπλοκή από το Μνημόνιο μετά την υιοθέτησή του;

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, καθοριστικό ρόλο παίζει το πρόταγμα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί τη νέα εκλογή του. Ο Α. Τσίπρας δηλώνει πως θα εφαρμόσει το πρόγραμμα, επιδιώκει όμως αντιστάθμισή του. Δεν θα θεωρήσει επομένως την υπερψήφισή του στις εκλογές ως απόδειξη λαϊκής στήριξης στην αλλαγή πολιτικής της κυβέρνησής του. Δεν θα ισχυρισθεί δηλαδή πως οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου επιθυμούν τη συνέχιση της πολιτικής λιτότητας. Διότι, παρά το γεγονός ότι ικανή πλειοψηφία των Ελλήνων εξακολουθεί να φοβάται το Grexit, το 62% του «Όχι» του δημοψηφίσματος καταγράφηκε παρά τις απειλές των δανειστών. Δεν φαίνεται δηλαδή ότι μια επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ισοδυναμεί με αποδοχή του Μνημονίου. Μάλλον θα σημαίνει επικράτηση της λογικής του «μη χείρον βέλτιστον» σε σχέση με τη ΝΔ.

Όμως, η επιλογή του Αλ. Τσίπρα να «κοιτάξει μπροστά» και να δώσει έμφαση στην αντιπαράθεση με τη ΝΔ του κ. Μειμαράκη, αφήνει στο πλάι την πραγματικότητα συνέχισης της αδιέξοδης λιτότητας και στρέφεται στο ποιος θα εφαρμόσει το Μνημόνιο με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία. Το θέμα δεν είναι άνευ σημασίας και δεν αφήνει αδιάφορους τους πολίτες. Είναι όμως εφικτή μια τέτοια διαφοροποίηση κατά την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου;

Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο ερώτημα. Ο χρονικός καταμερισμός των δόσεων και η χρήση τους (αποπληρωμή τοκοχρεωλυσίων, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών) προδίδει ότι οι δανειστές επιδιώκουν εμπροσθοβαρή υιοθέτηση επώδυνων μέτρων και μεταρρυθμίσεων, γεγονός που μεταφέρει την κορύφωση του δράματος προς τα τέλη του 2015. Τότε θα φανεί αν η αδυναμία εξεύρεσης ανώδυνων ισοδυνάμων θα θέσει σε πλήρη αμφιβολία τη δυνατότητα κοινωνικής ανοχής των μέτρων που θα πρέπει να επιβληθούν για τη δημιουργία των όρων συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Η επιλογή ανάμεσα σε bail in και bail out σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ίσως αποτελέσει τότε το νέo εκβιαστικό δίλημμα.

Σε κάθε περίπτωση, ύστερα από πέντε χρόνια μείωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης και περικοπής των δαπανών του Δημοσίου, μόνη ελπίδα εξεύρεσης ισοδυνάμων είναι η σύλληψη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Όμως, όπως δηλώνει ο Ευκλ. Τσακαλώτος, οι δανειστές, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία, δεν αποδέχτηκαν τέτοια μέτρα ως ισοδύναμα με άμεσο και βέβαιο εισπρακτικό αποτέλεσμα, αντί της μείωσης συντάξεων ή αύξηση του ΦΠΑ. Δεδομένου ότι τα μέτρα του Μνημονίου είναι υφεσιακά και ανατροφοδοτούν τη δημιουργία χρηματοδοτικού κενού, είναι σίγουρη η δυσκολία εξεύρεσης κοινωνικά «ανώδυνων» ισοδυνάμων.

Τέλος, η εμπειρία της ΔΗΜΑΡ, η οποία επιχειρούσε το ανέφικτο, δηλαδή την «απαγκίστρωση» από το Μνημόνιο που εφάρμοζε, μας παρέχει μια πρώτη ένδειξη για τις δυνατότητες απεμπλοκής από τη συμφωνία. Η εφαρμογή της θα δημιουργήσει νέα θύματα στον κόσμο των μικρών επιχειρήσεων, των μικρών παραγωγών, των μικρών εμπόρων και των αυτοαπασχολουμένων, διογκώνοντας την ανεργία. Και αν ακόμη το χαμήλωμα των μισθών επιτρέψει τη δημιουργία χαμηλά αμειβόμενων, προσωρινών ή ασταθών θέσεων εργασίας, η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να μετασχηματιστεί σε «αναπτυσσόμενη».

Η συγκεκριμενοποίηση των πιθανών «ισοδύναμων» μέτρων είναι βαρύνουσας σημασίας, όπως και η τεκμηρίωση του ισχυρισμού ότι το Μνημόνιο μπορεί να ενταχθεί σε ευρύτερο αναπτυξιακό πρόγραμμα, όπως διατείνονται και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Είναι εντελώς αβάσιμος ένας τέτοιος ισχυρισμός, δεδομένου ότι το Μνημόνιο καθορίζει δεσμευτικά και υπό επιτήρηση όλες τις παραμέτρους της οικονομικής πολιτικής και του προϋπολογισμού.

Είναι ανησυχητικό, επομένως, πως δεν συζητείται και δεν φωτίζεται η ουσία των «διαρθρωτικών αλλαγών» που θα κληθεί να εφαρμόσει η νέα κυβέρνηση, καθώς αυτές αφορούν τη διάρθρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών. Η πεντάχρονη εφαρμογή των Μνημονίων προσφέρει πλήθος παραδειγμάτων αποδιάρθρωσης της παραγωγής και του τομέα των υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δανειστές έχουν επανειλημμένα δηλώσει πως θα εξετάσουν το θέμα του χρέους αφού εφαρμοσθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Είναι λοιπόν προς το συμφέρον της χώρας, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης, να υπάρξει μια τέτοια συζήτηση. Γιατί το πρόσημο των μεταρρυθμίσεων θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για τη βιωσιμότητα του παραγωγικού ιστού της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα που θα καθορίσει και τη θέση της χώρας τόσο στην Ευρώπη όσο και στον κόσμο.


Σχολιάστε εδώ