Προσκήνιο, παρασκήνιο και πραγματικότητα
Στο προσκήνιο τηρούνται επιμελώς οι κανόνες, ενώ στο παρασκήνιο καταβαραθρώνονται αρχές και υπολήψεις επιλήψιμων, μη εμφανώς επιλήψιμων και ενίοτε ανεπίληπτων κομματικών αντιπάλων. Και αυτά όταν βοά η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δηλονότι της υποταγής της πατρίδας μας στην ανεξέλεγκτη γερμανοευρωπαϊκή συμμορία.
Ως προς το εικαζόμενο αποτέλεσμα των επικείμενων εκλογών, είναι υπερβέβαιο ότι δεν θα υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση ενός κόμματος. Τα κουκιά δεν βγαίνουν για μια τέτοια πολυτέλεια. Ο άλλοτε ενιαίος ΣΥΡΙΖΑ, μετά από την πισώπλατη μαχαιριά των πρώην συντρόφων του, προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του και κατά πάσα πιθανότητα θα αναδειχθεί πρώτο κόμμα. Η Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ) θα βρει τον δρόμο της και την απήχηση που της αντιστοιχεί αυτή την περίοδο. Διαθέτει αρκετά ικανά στελέχη –προσωπικά εκτιμώ, μεταξύ άλλων, τον κ. Ήσυχο που διακρίνεται για τη θεωρητική του σκέψη–, αλλά δεν θα εκπροσωπηθεί στη Βουλή με πολλούς βουλευτές. (Κακοβούλως παιχνιδιάρης ο δημοσιογράφος της «Αυγής» Γιώργος Ανανδρανιστάκης έγραψε την Πέμπτη, κλείνοντας το άρθρο του, τα εξής: «Πολλή μοναξιά, αδερφέ μου, πολύ παραγοντιλίκι, πολύ αρχηγιλίκι. Τόσο που να υποψιάζεσαι ότι το ΛΑ της ΛΑΕ προέρχεται από το ”Λαφαζάνης”». Και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν την πάει ο ως άνω δημοσιογράφος. Εγώ την πάω και την παραπάω, παρά την τυπολατρία της και την ακατάσχετη φλυαρία της.)
Πριν από δύο-τρεις εβδομάδες ήμουνα διχασμένος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Λαϊκή Ενότητα. Τώρα έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου τι προτιμώ. Προτιμώ τον ΣΥΡΙΖΑ και τον υποστηρίζω αναφανδόν.
Ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης είναι μακράν ο καλύτερος αρχηγός της ΝΔ, παρότι προσωρινός. Πιστεύω, παρά το ολοφάνερο πλεονέκτημα του αρχηγού της, ότι η ΝΔ δεν πρόκειται να κόψει πρώτη το νήμα του τερματισμού. Επιπλέον υποθέτω (βασίμως;) ότι ο κ. Μεϊμαράκης δεν θα θελήσει να αναλάβει την πρωθυπουργία συνεργαζόμενος με άλλα συστημικά κόμματα. Φρονώ ότι απεχθάνεται τόσο το εξουσιομανές και δίχως αρχές Ποτάμι όσο και το έχων τη φιλοδοξία να υποσκάψει εκ των έσω τη ΝΔ ΠΑΣΟΚ της υπερφίαλης Φώφης, φωτιά στα μπατζάκια της.
Ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης θα προτιμούσε μεγάλο συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Αυτή είναι η εκτίμησή μου. Το ερώτημα είναι κατά πόσο θα συμφωνούσε ο Τσίπρας σε μια τέτοια λύση. Το «τραβάτε με κι ας κλαίω» εκ μέρους του Αλέξη Τσίπρα θα μ’ έβγαζε απ’ τα ρούχα μου. Ενδεχόμενο που το αποκλείω εντελώς.
Κυβέρνηση, βέβαια, θα σχηματιστεί οπωσδήποτε, με Μεϊμαράκη και τους προαναφερθέντες. Ο αρχηγός της ΝΔ θα κάνει την καρδιά του πέτρα και θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με ποταμοπασόκους. «Ανάγκα και Θεοί πείθονται».
Από την άλλη μεριά, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που θα εκλεγούν, θα διατηρήσουν τις έδρες τους, όπως και ο Αλέξης Τσίπρας άλλωστε, ο οποίος επιπλέον θα παραμείνει αρχηγός του κόμματός του. Ως αξιωματική αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως ο ταλαντούχος επικεφαλής της, με ζουμερές δηλώσεις και ταξίδια εκτός Ελλάδος, θα έχει απήχηση και στο εξωτερικό. Θα είναι μια χρυσή εφεδρεία για το μέλλον της χώρας μας, σε συνδυασμό με το πιθανό ενδεχόμενο άμβλυνσης της λιτότητας και ευρύτερων εξελίξεων διεθνώς.
Το άρθρο αυτό γράφεται, όπως πάντα, Πέμπτη. Ετούτη, όμως, η Πέμπτη είναι σημαδιακή. Διότι συμπληρώνονται 41 χρόνια από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Ίδρυση στην οποία –επιτρέψτε μου, παρακαλώ, να ευλογήσω τα γένια μου– διαδραμάτισα σημαντικό ρόλο. Επρόκειτο την ημέρα αυτή για συνέντευξη προς τον ελληνικό και ξένο Τύπο του Ανδρέα Παπανδρέου. Η διαδικασία εκτυλίχθηκε ως εξής: Πρώτος πήρα τον λόγο για να προλογίσω το προς ίδρυση νέο κόμμα. Στη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου διάβασε τη «Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη». Και στο τέλος διηύθυνα τις ερωταποκρίσεις δημοσιογράφων και Ανδρέα Παπανδρέου.
Ιδού μικρό απόσπασμα του προλογικού μου σημειώματος: «Μετά τις οδυνηρές εμπειρίες της δικτατορίας αλλά και του δεκαοχτάμηνου που προηγήθηκε ύστερα από την αποστασία –αποστασία που προλείανε αποφασιστικά το έδαφος για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας με την εκ των άνω κατάλυση όλων των θεσμών και την ηθελημένη γελοιοποίηση του κοινοβουλευτισμού– γενικό είναι το αίτημα για εξύψωση των πολιτικών ηθών σ’ αυτόν τον τόπο». Προσθέτω ότι σʼ αυτό το σημείωμα είχε περιληφθεί –για τότε μιλάμε– η καταδίκη «της αναζωπύρωσης του παλαιοκομματισμού»!
Δεν θεωρώ τυχαία αυτή τη συμπτωματική χρονολογική αναδρομή. Ο Αλέξης Τσίπρας, μολονότι δεν έχει πανεπιστημιακούς τίτλους, ούτε έχει γράψει σωρεία επιστημονικών και πολιτικών βιβλίων, μοιάζει με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ακόμα και στον τόνο της φωνής του όταν αγορεύει. Υποθέτω μάλιστα ότι τον έχει μελετήσει σε βάθος. Ως χαρακτήρες είναι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Ο Ανδρέας είχε υπαρξιακά πάθη. Ο δεύτερος γάμος του πατέρα του με μια μεγάλη ηθοποιό, την Κυβέλη, τον είχε τραυματίσει θανάσιμα, με αποτέλεσμα να μην πατήσει ποτέ το πόδι του σε θέατρο! Φρονώ επίσης, όσο περίεργο και να φαίνεται, ότι η σχέση του με την πολιτική ήταν αντιφατική. Πότε τη θεωρούσε πάρεργο και πότε ύψιστο καθήκον. Ο Αλέξης, αντίθετα, είναι αποκλειστικά γέννημα της πολιτικής και φροντίζει συνεχώς να βελτιώνεται, όντας ταυτόχρονα φυσιολογικός στην προσωπική του ζωή. Αμφότεροι, τέλος, ανήκουν στη χορεία ευφυέστατων δημοσίων προσωπικοτήτων, ανεξαρτήτως των λαθών τους.