Οι Γερμανοί ζητούν αναθεώρηση του Δουβλίνου

Η γερμανική κυβέρνηση είναι, προς τιμήν της, η μόνη στην Ευρώπη που από τις 21 Αυγούστου έχει αναστείλει την εφαρμογή των κανόνων του Δουβλίνου για τους Σύριους πρόσφυγες. Επιπλέον, από τη Δευτέρα κινείται ολοένα και πιο εντατικά, προκειμένου να υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή αντιμετώπιση των ολοένα και αυξανόμενων προσφυγικών ροών.

Εμπόδιο στις γερμανικές κινήσεις η απροθυμία όλων των υπολοίπων, τόσο στο επίπεδο της ανακατανομής προσφύγων, όσο και στο επίπεδο της στήριξης των χωρών πρώτης υποδοχής (Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα) και της Frontex με τα κονδύλια, την υλικοτεχνική υποδομή και το προσωπικό που είναι άμεσα αναγκαία. Πρώτη σέρνει τον χορό η Βρετανία που εξαιρεί εαυτόν από κάθε σχετική δράση. Όμως, και τα κράτη της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης, που συνήθως στοιχίζονται με τους γερμανούς έχουν σηκώσει ανεξάρτητη παντιέρα ισχυριζόμενα ότι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν ή ότι απειλείται η πολιτισμική και θρησκευτική ομοιογένειά τους.

Και θα είναι ενδιαφέρον να δει κανείς αν σε αυτό το ζήτημα που πραγματικά τους καίει (καθώς ο κύριος όγκος των προσφύγων και οικονομικών μεταναστών έχει ως χώρες στόχο τη Γερμανία και τη Σουηδία), οι Γερμανοί θα καταφέρουν να ενσταλάξουν στους συμμάχους τους μια αίσθηση πραγματικής αλληλεγγύης που σταθερά εξοβέλισαν από τις συζητήσεις για τα οικονομικά προγράμματα «διάσωσης» του ευρωπαϊκού νότου, και ιδιαίτερα της Ελλάδας.

Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 20 εκατομμύρια πρόσφυγες, που αναμένουν στην πόρτα της Ευρώπης 10-12.000.000 από τη Συρία, 5.000.000 Παλαιστίνιους, 3.000.000 Ουκρανούς και περίπου 1.000.000 από τον Νότιο Καύκασο.

Διπλωματικός πυρετός

Στην πρώτη της αντίδραση μετά τους 800 νεκρούς στο ναυάγιο της Λαμπεντούζα, τον περασμένο Απρίλιο, η ευρωπαϊκή επιτροπή προώθησε τη λύση της μετεγκατάστασης 40.000 προσφύγων από την Ιταλία και την Ελλάδα στα υπόλοιπα κράτη μέλη και «κήρυξε τον πόλεμο» στα δίκτυα των διακινητών. Ο αριθμός που οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δέχθηκαν να φιλοξενήσουν κατέληξε στις 32.000 την ώρα, που ως το τέλος του έτους προβλέπεται να έχουν εισέλθει στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Ιταλίας συνολικά 300.000 πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες. Ο δε πόλεμος στους διακινητές, που ως διακήρυξη ακούγεται ελκυστικός στα αυτιά της φοβισμένης ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, ουδεμία σοβαρή δραστηριότητα ή επιτυχία σημείωσε ως σήμερα.

Εξάλλου, το κοινό συμπέρασμα όσων σοβαρά ασχολούνται με το θέμα είναι ότι είναι η ίδια η πολιτική των κρατών μελών της ΕΕ που δημιουργεί τα δίκτυα αυτά. Όσο δεν μπορεί να υπάρξει άμεση και συντονισμένη αντίδραση των χωρών της ΕΕ και δεν δημιουργούνται λειτουργικές νόμιμες οδοί για τα εκατομμύρια των προσφύγων, τόσο η παράνομη διακίνηση ανθρώπων θα παραμένει μια μπίζνα δισεκατομμυρίων ευρώ.

Η πίεση που νιώθει πλέον το Βερολίνο ξεκινά, καταρχήν, από την ίδια τη δραματική αύξηση των σύριων προσφύγων λόγω εξελίξεων στον εκεί εμφύλιο, αλλά και από την (άραγε συντονισμένη;) απόφαση Ιταλίας και Ελλάδας να σταματήσουν να αποτελούν αποθήκες ανθρωπίνων ψυχών. Και οι δύο χώρες καταγράφουν αποσπασματικά τους νεοεισερχόμενους και δεν κάνουν καμία κίνηση να τους εμποδίσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους διευκολύνοντας, στην ουσία, τη ροή προς τη Βόρεια Ευρώπη.

Απαντώντας στις εξελίξεις οι Γερμανοί ανέστειλαν την εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Δουβλίνου και άνοιξαν τα σύνορά τους για τους Σύριους αλλά, την ίδια στιγμή, πιέζουν όλο και περισσότερο να δημιουργηθούν στις δύο χώρες κέντρα καταγραφής και υποδοχής, (και φιλοξενίας άραγε;), προσφύγων υπό ευρωπαϊκή διοίκηση καθώς δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη σε Ιταλούς και Έλληνες. Επιπλέον συντονίζουν κινήσεις με το, μάλλον απρόθυμο να δεχθεί χιλιάδες μουσουλμάνους, Παρίσι, προκειμένου να υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή αντίδραση.

Ταυτόχρονα οι αυστριακοί (οι οποίοι μαζί με τους γερμανούς την τελευταία δεκαετία έχουν δρομολογήσει μια εντυπωσιακή οικονομική και πολιτική διείσδυση στην περιοχή) κινητοποιούνται για τον συντονισμό των χωρών των δυτικών Βαλκανίων ώστε να περιοριστούν οι προσφυγικές ροές διαμέσου ΠΓΔΜ, Σερβίας και Ουγγαρίας προς Αυστρία και Γερμανία. Στην ουσία προσφέρονται να «βοηθήσουν» τους Σκοπιανούς και τους Σέρβους, -που ανοικτά κατηγορούν την Αθήνα για τους χιλιάδες των προσφύγων που καθημερινά διασχίζουν τις χώρες τους-, ώστε να ελέγξουν καλύτερα τα σύνορά τους.

Την ίδια στιγμή, όμως, Βερολίνο και Βιέννη μπαίνουν σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση με τους δυτικούς Βαλκάνιους, και ιδιαίτερα με τους Αλβανούς και τους Κοσοβάρους, αφού και οι δύο πρωτεύουσες έχουν αποφασίσει ότι, προκειμένου να υπάρξει χώρος για τους νέους πρόσφυγες, χρειάζεται οι χιλιάδες Κοσοβάροι, αλλά και οι πολίτες των πρώην γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών, που ζουν σε Γερμανία και Αυστρία υπό το καθεστώς του ασύλου, να επιστρέψουν στις πατρίδες τους όπου πλέον δεν υπάρχει κίνδυνος.

Σχέδια επί χάρτου

Κύρια προτεραιότητα είναι να δημιουργηθεί μια δομική, μόνιμη εξαίρεση στους κανόνες του πρωτοκόλλου του Δουβλίνου, που θα προβλέπει σε περιόδους κρίσης έναν σταθερό μηχανισμό ανακατανομής των προσφυγικών πληθυσμών στην Ευρώπη, βάσει δεσμευτικών ποσοστώσεων που θα ισχύουν για κάθε χώρα. Ταυτόχρονα επιδιώκεται να τεθούν τα κέντρα υποδοχής υπό ευρωπαϊκό έλεγχο ώστε να υπάρξουν κοινά ευρωπαϊκά στάνταρ για την περίθαλψη των προσφύγων αλλά και αποτελεσματική καταγραφή τους στις πύλες εισόδου. Πάνω από όλα κρίνεται απαραίτητος ένας κοινός ευρωπαϊκός κώδικας, ώστε το καθεστώς ασύλου να ισχύει σε όλα τα κράτη της ΕΕ και να αποδίδεται βάσει σταθερών και κοινών κανόνων, που θα περιλαμβάνουν και μια κοινή λίστα ασφαλών χωρών, οι υπήκοοι των οποίων δεν θα μπορούν να καταθέτουν αίτηση ασύλου. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην επανεισδοχή ως καίρια προτεραιότητα στις σχέσεις με τις χώρες προορισμού, που θα «ανταμείβονται» με οικονομοτεχνική υποστήριξη για την ομαλή συνεργασία. Τέλος, επιτακτική γίνεται η ανάγκη η ΕΕ να παράσχει αποτελεσματική και άμεση υποστήριξη στα κράτη που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις, τόσο οικονομική όσο και υποστήριξη σε εξοπλισμό και προσωπικό, στο πλαίσιο της ενοποίησης των επιχειρήσεων θαλάσσιας έρευνας και διάσωσης της Frontex.

Σταθερά μνημονεύονται οι πολιτικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των κρίσεων και των συρράξεων που δημιουργούν πρόσφυγες σε Μέση Ανατολή και Αφρική. Όπως και σχέδια για τη δημιουργία ασφαλών περιοχών, πιθανά και με τη συνεργασία του ΟΗΕ, στο εσωτερικό των χωρών, όπου υπάρχουν συγκρούσεις όπου οι πρόσφυγες θα παραμένουν, προκειμένου να γίνει επεξεργασία των αιτήσεών τους για άσυλο χωρίς να χρειάζεται να ταξιδέψουν στην Ευρώπη.

Όλα αυτά, βεβαίως, φαίνονται όμορφα στο χαρτί, αδύνατο όμως να εφαρμοστούν σε πραγματικές συνθήκες πολέμου. Επιπλέον, ένας από τους λόγους που η Frontex δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της είναι η πλήρης απροθυμία των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών να την ενισχύσουν, είτε με πλωτά μέσα και προσωπικό, είτε οικονομικά. Τέλος, ο ΟΗΕ επανειλημμένα έχει ζητήσει οικονομική ενίσχυση για τη λειτουργία των προσφυγικών στρατοπέδων στις όμορες της Συρίας χώρες (Λίβανος, Ιορδανία, Τουρκία), καθώς μόνο το 1/3 των αναγκαίων ποσών καλύπτεται από διεθνείς δωρεές. Φυσικά δεν έχει υπάρξει επίσης καμία προθυμία, με αποτέλεσμα οι σύριοι πρόσφυγες των στρατοπέδων αυτών να ζουν σε ακραίες συνθήκες φτώχειας, που κάνουν το επικίνδυνο ταξίδι προς την Ευρώπη να φαίνεται ως η μοναδική λύση.

Σε όποια περίπτωση για τη χώρα μας, ένα είναι βέβαιο. Ότι, καταρχήν, δεν πρόκειται μαγικά ν’ αλλάξει η γεωγραφία μας, επομένως το πρόβλημα θα συνεχίσει να υπάρχει και θα κληθούμε όλοι μας να κάνουμε το καλύτερο δυνατό που μπορούμε ως κοινωνία. Και ότι, επιπλέον, δεν θα πρέπει καμία πολιτική ηγεσία να συναινέσει σε κέντρα υποδοχής και φιλοξενίας υπό ευρωπαϊκό έλεγχο, αν πρώτα δεν υπάρξουν οι αλλαγές στη συνθήκη του Δουβλίνου που θα προβλέπουν τη δημιουργία του μόνιμου μηχανισμού ανακατανομής και ενός κοινού ευρωπαϊκού κώδικα ασύλου.


Σχολιάστε εδώ