Μνημονιακοί – Αντιμνημονιακοί: Ανάγκη και υπερηφάνεια
Αιτιώδης λόγος της παραίτησης, όπως τον επικαλέσθηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, η ντε φάκτο απώλεια της δεδηλωμένης, μετά την αποχώρηση είκοσι πέντε και πλέον βουλευτών που διαφώνησαν με την υπογραφή της συμφωνίας με τους δανειστές και ήδη σχημάτισαν χωριστή Κοινοβουλευτική Ομάδα, προαναγγέλλοντας συγχρόνως την ίδρυση χωριστού κόμματος. Πρόκειται για ένα όχι ασύνηθες φαινόμενο στην ελληνική κοινοβουλευτική ζωή, που επιβεβαιώνει ότι η έννοια του συμβιβασμού στην Ελλάδα είναι σχεδόν άγνωστη. Έτσι οδηγούμεθα σε κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων, που εξασθενίζει τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού και της δημόσιας ζωής του τόπου. Ο πρωθυπουργός είχε ήδη παραδεχθεί ότι η συμφωνία με τους δανειστές είναι επώδυνη για τον ελληνικό λαό. Εκεί όμως που φθάσανε τα πράγματα, δεν υπήρχαν περιθώρια άλλων επιλογών. Εν ολίγοις, η υπογραφή του 3ου Μνημονίου δεν ήταν προϊόν ελεύθερης επιλογής, που θα σήμαινε ταύτιση με τις λογικές της φιλελεύθερης οικονομίας, την οποία στο μέγιστο μέρος της το Μνημόνιο εκφράζει, αλλά αδήριτης ανάγκης. H κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα ή να υπογράψει το Μνημόνιο ή να το απορρίψει, με πιθανότατη την έξοδο από την Ευρωζώνη και τη χρεοκοπία, που κατά την εκτίμηση των οικονομολόγων θα ήταν καταστρεπτική για τη χώρα. Προτιμήθηκε το πρώτο, στη λογική ότι «ανάγκα και θεοί πείθονται». Οι βουλευτές που διαφωνούσαν και τελικά αποσκίρτησαν από το ΣΥΡΙΖΑ εκτιμούσαν ότι υπήρχαν άλλες λύσεις, όπως η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, χωρίς όμως να απαντούν πώς θα αντιμετωπίζονταν τα τεράστια οικονομικά, δημοσιονομικά και άλλα συναφή προβλήματα. Τόνιζαν, επίσης, την ανάγκη συνέπειας προς τις εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης και άλλα συναφή. Από ηθικής πλευράς, το δίκιο μοιάζει να είναι με το μέρος τους. Δυστυχώς, η πολιτική δεν φαίνεται να είναι και τόσο ηθική. Το δε δίκιο, όπως έλεγε και ο Καντ, δεν είναι αυτού του κόσμου. Ανεξαρτήτως πάντως ποιος έχει περισσότερο ή λιγότερο δίκιο, ο πολίτης, και ιδιαίτερα εκείνος που υποφέρει από τα δημοσιονομικά μέτρα και όσα ακόμα ακολουθήσουν, δικαιούται να θέσει προς τους κυβερνώντες, τους νυν και τους πρώην, τα παρακάτω ερωτήματά. Α) Γιατί αθετήθηκαν οι εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης. Β) Γιατί από όλες τις χώρες που βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία κ.α.) μόνο η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει στην ίδια δυσχερή κατάσταση και να υπογράφει και άλλα Μνημόνια. Γ) Γιατί τα Μνημόνια α’ και β’ περιείχαν επαχθέστερους όρους συγκριτικά με των άλλων χωρών; Πρώην υπουργός Οικονομικών με διεθνή αναγνώριση, οικονομολόγος, το απέδωσε στο γεγονός ότι τα ελληνικά Μνημόνια προέβλεπαν τριπλάσια λιτότητα, χωρίς όμως να εξηγήσει το γιατί. Άλλοι συνδέουν την αυστηρή λιτότητα των ελληνικών Μνημονίων με την τιμωρητική πρόθεση του γερμανού υπουργού Οικονομικών, με απώτερες οικονομικές βλέψεις στην Ελλάδα ή και γερμανικούς σχεδιασμούς για μια νέα Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, με την Ελλάδα εκτός της θέσης που κατέχει σήμερα. Οι παραπάνω υποθέσεις μπορεί να ισχύουν πλήρως ή και καθόλου. Τίθεται όμως το ερώτημα κατά πόσο οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν πλήρη γνώση των επιπτώσεων των δύο Μνημονίων και όσον αφορά την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πότε ακριβώς αντιλήφθηκαν ότι οι εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης ήταν εκτός πραγματικότητας. Άγνοια των πραγμάτων (και αυτό ισχύει και για τις προηγούμενες κυβερνήσεις), εσφαλμένες εκτιμήσεις ή ιδεολογικές ψευδαισθήσεις; Το χειρότερο θα ήταν να πρόκειται για συνήθεις προεκλογικές υποσχέσεις. Στην ελληνική πολιτική ζωή φαίνεται να ισχύουν όλα μαζί. Κυβέρνηση και πολιτικά κόμματα δεν έχουν τις κατάλληλες υποδομές, ομάδες εργασίας, κ.ά., για βαθιές και ενδελεχείς αναλύσεις των θεμάτων, είτε αυτά αφορούν την εσωτερική πολιτική είτε την εξωτερική. Κυριαρχεί η προχειρότητα, η τσαπατσουλιά, ο αυτοσχεδιασμός. Αυτό επαναλαμβάνεται για χρόνια και επιβεβαιώθηκε και με τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές από την αρχή της κρίσης. Όμως ποτέ δεν είναι αργά.