Μέρες του ’39…

Τέλη Αυγούστου ήταν και τότε, καλήν ώρα. Το παράξενο και «συγκρατημένο» εκείνο καλοκαίρι, με τα μαύρα σύννεφα του πολέμου να σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα, γινόταν σε λιγάκι παρελθόν.. Φέτος, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ο φόβος ενός πολέμου περιόρισε τον αριθμό των παραθεριστών που κατέκλυζαν τα καλοκαίρια τις κοσμοπολίτικες λουτροπόλεις.

Έτσι, μόνον λίγοι «αισιόδοξοι», που αψηφούσαν τους βρυχηθμούς της χιτλερικής Γερμανίας, παρέμεναν τελευταίοι στα παραθεριστικά κέντρα, αλλά, φεύγοντας ο Αύγουστος, άρχισαν και αυτοί «να τα μαζεύουν» και τη «γλυκιά ζωή» της καλοκαιριάτικης ξεγνοιασιάς διαδεχόταν η πλήξη και η ερημιά.

Βρυχιόταν και πάλι ο «τρελός μπογιατζής με το μουστακάκι», όπως αποκαλούσαν χλευαστικά οι γαλλοτραφείς τον καγκελάριο της Γερμανίας Αδόλφο Χίτλερ, που «τρίζοντας τα δόντια» πρόβαλε πάλι καινούριες αξιώσεις. Τη φορά αυτή κατά της Πολωνίας, διεκδικώντας τον «διάδρομο και την πόλη του Ντάντσιχ», που χώριζε τη Γερμανία από την Ανατολική Πρωσία. Βρυχάτο και απειλούσε ο… κύριος Φύρερ, αλλά δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά οι λαοί της Ευρώπης.

Σάμπως τα ίδια δεν έκανε και πέρσι με την Τσεχοσλοβακία και πρόπερσι με τους Σουδήτες και αντιπρόπερσι με την Αυστρία; Κάθε χρόνος νέες απειλές.

Αλλά οι άλλοι, που δεν είχαν κέφι για ντράβαλα, τα βρίσκανε μαζί του τελικά και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Μόνον που φέτος οι Εγγλέζοι άρχισαν να τσινάνε και να διερωτώνται «αν πάει μακριά η βαλίτσα», επαναφέροντας την «υποχρεωτική θητεία» στον στρατό. Η αίσθηση πολεμικής συρράξεως ανάμεσα στη Γερμανία και τους Αγγλογάλλους άρχισε να απλώνεται και στην Ελλάδα.

Λιγοστοί ήταν οι Αιγυπτιώτες που εν όψει πολέμου ήρθαν να παραθερίσουν σαν άλλοτε στην Αθήνα και καλού-κακού έφυγαν επιστρέφοντας στην Αίγυπτο και στα μπαμπάκια τους πριν ακόμα φύγει ο Αύγουστος. Ήταν ωραίο το αθηναϊκό καλοκαιράκι του ’39.

Καινούργια κίτρινα λεωφορεία της Πάουερ, σωστά στολίδια, αναβάθμιζαν τις λεωφόρους όπου κυκλοφορούσαν και η κοσμική κίνηση με τα φλερτάκια της και τα ωραία της βρισκόταν στο φόρτε της στου «Γιαννάκη» και στα ολοκαίνουρια ζαχαροπλαστεία του Ζόναρ’ς και του Φλόκα επί της Πανεπιστημίου, που νωρίς νωρίς καταλάμβαναν τα τραπεζάκια τους αεράτες κομψές Ατθίδες.

Αλλά και η Γλυφάδα και η Βουλιαγμένη βρισκόταν στις μεγάλες τους πιένες, όπου τα μοντέρνα deux pieces μαγιό, ανδρικά και γυναικεία, που σταθερά γενικεύονταν, με τις μανταμίτσες που τα φορούσαν να μοστράρουν υπερήφανα γυμνή τη μέση τους πάνω στην αμμουδιά.

Εκείνον τον Αύγουστο, η Αθήνα απολάμβανε και λαϊκά πανηγύρια, καθώς η 4η Αυγούστου γιόρταζε τα τρίτα γενέθλιά της με φανταχτερές γιορτές και φανφάρες. Κεντρικά κτίρια διακοσμούνταν, μεγαλοπρεπείς αψίδες στήνονταν σε κύρια σημεία της πρωτεύουσας, η Ακρόπολη και όλο το κέντρο φωταγωγούνταν το βράδυ και οι παράτες «έδιναν και έπαιρναν».

Μπουχτισμένοι από πολέμους οι Έλληνες ήσαν βέβαιοι πως η ειρήνη δεν θα διαταραχθεί. Η βεβαιότητα χάθηκε όταν κυκλοφόρησαν τα «παραρτήματα» των εφημερίδων με την αναπάντεχη είδηση πως εκεί στη Μόσχα οι υπουργοί εξωτερικών, ο σοβιετικός Μολότοφ και της χιτλερικής Γερμανίας φον Ρίμπεντροπ, έγιναν αδελφοποιτοί και υπό το γεμάτο ηδονή χαμόγελο του Στάλιν υπέγραψαν το περίφημο σύμφωνο «μη επιθέσεως», με σκοπό να διαμελίσουν και να διαμοιράσουν μεταξύ τους την Πολωνία. Όπερ και εγένετο.

Πέντε μέρες αργότερα, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος άρχιζε…

***

…Αχ, έλα, θύμηση παλιά, και πες μου συ
ποιος είμαι! Πόσον καιρό τα
μάτια μου κλειστά κρατάν οι πόνοι!
(Κ. Βάρναλης)

• Ένα κάπως σοβαρό ατύχημα, που μου συνέβη ένα γαλήνιο κυριακάτικο πρωινό, είχε ως αποτέλεσμα να ευρεθώ μακράν της τύρβης των εγκοσμίων, οριζοντιωμένος επί χειρουργικής κλίνης νοσοκομείου, με «διατροχαντήριο κάταγμα» κατά τους ορθοπαιδικούς, δηλαδή με ένα «σπάσιμο ισχίου» του κερατά, ίνα πληρωθεί το ρητό «πως ο γέρος πάει ή από πέσιμο ή από… τον άλλον, δηλαδή δύσοσμο τρόπο».

Άρα έπρεπε να μη βαρυγκωμώ, αλλά να είμαι χαρούμενος διότι όλα εξελίσσονταν παραδοσιακά. Φυσικά, το τοιούτον τελικά απεφεύχθη, προς άφατη θλίψη της θειάς-Καλής, ευφήμως γνωστής μοιρολογίστρας, η οποία, αδημονούσα διότι αργούσε η πρόσκλησή της για να «ρίξει» τις μαντινάδες της επί της κεφαλής μου, απεφάνθη περί της ταπεινότητός μου: ”Αυτός, χρυσέ μου, θα μας θάψει όλους”».

• Έξω από τα αστεία όμως, γεγονός είναι ότι όλη η νοσηλεία μαζί με τα συμπαρομαρτούντα της ήταν πολύ επώδυνη, όπως και η ταλαιπωρία μου, καθώς με τραβολογούσε ένα πλήθος νοσηλευτών, και αισθανόμουν σαν τον Διγενή που «πάλευε στα πέτρινα αλώνια», βογκώντας και πλαντάζοντας…

Σήμερα, που κάποιο «ουράνιο τόξο» ανάρρωσης φαίνεται να διαγράφεται αχνά μετά την καταιγίδα, θέλω να ευχαριστήσω από τα βάθη της ψυχής μου όλους όσους είχαν την καλοσύνη να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς και του πόνου που περνούσα. Και πρώτον, κορυφαίο απ’ όλους, θέλω να ευχαριστήσω τον εκδότη της εφημερίδας «Το Παρόν» Μάκη Κουρή, που ακούραστα μου συμπαραστέκεται στα αλλεπάλληλα χαστούκια που δέχομαι από τη ζωή. Βάλσαμο στους ψυχικούς και φυσικούς μου πόνους, οι ζεστοί παρηγορητικοί του λόγοι. Χιλιάδες ευχαριστώ!

Ν.Α.


Σχολιάστε εδώ