Ευρωπαϊκή και εθνική πολιτική για τους πρόσφυγες και τη λαθρομετανάστευση
Η εξέλιξη όμως αυτή δεν πρέπει να οδηγήσει σε παρανόηση και στην εκτίμηση ότι η Ελλάδα μπορεί χωρίς μεγάλους κινδύνους να ακολουθεί πολιτική ανοικτών συνόρων για πρόσφυγες και λαθρομετανάστες, κατ’ εφαρμογή της γνωστής Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το πολιτικό άσυλο. Οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα δεν έχει μια τέτοια πολυτέλεια, είναι προφανείς. Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι η νέα θέση που εισηγείται στα κράτη-μέλη ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ για ισομερή κατανομή των προσφύγων σε όλες τις χώρες-μέλη, αντιμετωπίζεται επιφυλακτικά, αν όχι αρνητικά, από πολλές χώρες-μέλη. Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα, που είναι από τη γεωγραφική της θέση πύλη εισόδου λαθρομεταναστών και προσφύγων; Η Ελλάδα καλείται να εφαρμόζει μια Ευρωπαϊκή Οδηγία για το πολιτικό άσυλο, που είναι εμφανέστατα καταχρηστική και ανεδαφική και ισοδυναμεί με πολιτική ανοικτών συνόρων, χωρίς να καλύπτεται από τους εταίρους της με μια σαφή συμφωνία. Δεν είναι δυνατόν η Ευρωπαϊκή Ένωση να ασκεί Ευρωπαϊκή πολιτική στο εκρηκτικό αυτό θέμα στην πλάτη της Ελλάδος. Οι εναλλακτικοί τρόποι βοήθειας προς την Ελλάδα, με οικονομική κυρίως βοήθεια, δεν υποκαθιστούν την ανάγκη της ισομερούς κατανομής του βάρους σε όλες τις χώρες-μέλη. Σε διαφορετική περίπτωση, η βοήθεια αυτή θα έπαιρνε το νόημα επιδοτήσεως της Ελλάδος για να λειτουργεί ως ανάχωμα για την άλλη Ευρώπη και ως επιδότηση επίσης του εποικισμού της χώρας από αλλογενείς, αλλόθρησκους και αλλόγλωσσους πληθυσμούς.
Στο σημείο αυτό, δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει ότι η ευθύνη για ό,τι γίνεται στα Ελληνικά σύνορα δεν βαρύνει μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήδη από τη δεκαετία του ’90, η Ελλάδα αρχικά των κυβερνήσεων Σημίτη αλλά και αργότερα των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή, Γιώργου Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά συναγωνίζονταν σε ζήλο στην ανοχή και νομιμοποίηση της λαθρομεταναστεύσεως.
Οι κυβερνήσεις, λοιπόν, αυτές, ανεξάρτητα από κομματική και ιδεολογική προέλευση και με πρόσχημα την Ευρώπη και τη δήθεν αναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση, ναρκισσεύονταν να παρουσιάζουν πολιτική Ευρωπαϊκής «πρωτοπορίας» στο θέμα της λαθρομεταναστεύσεως. Είναι τραγικό μια χώρα, που είναι πύλη εισόδου των λαθρομεταναστών και προσφύγων στην Ευρώπη, που αντιμετωπίζει απειλές στην εθνική της ασφάλεια και που βρίσκεται σε μια ταραγμένη γειτονιά, γνωστή από την ιστορία για τις εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, που την αναστατώνουν συχνά, να επιδίδεται σε τέτοιου είδους πολιτικές.
Η τελευταία κυβέρνηση δεν ακολούθησε απλώς την πολιτική των προηγουμένων. Υπερέβαλε με κάθε τρόπο. Σύμβολο της πολιτικής αυτής έγινε η Αναπληρώτρια υπουργός για τη Μετανάστευση Τασία Χριστοδουλοπούλου, γνωστή συνήγορος και υπέρμαχος των λαθρομεταναστών.
Δεν είναι απορίας άξιον ότι η Αναπληρώτρια υπουργός, ενώ η χώρα διεξήγαγε τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις για το οικονομικό της πρόβλημα, θεώρησε ότι ήταν πρώτιστη προτεραιότητα και βρήκε γι’ αυτό υποστήριξη από την κυβέρνηση να εισαγάγει στη Βουλή νομοσχέδιο για την αλλαγή του κώδικα ιθαγενείας. Το νομοσχέδιο είναι στην ουσία του αντισυνταγματικό, γιατί το Σύνταγμα καθορίζει σαφώς τα θέματα ιθαγένειας και τον ορισμό του Ελληνικού λαού, που είναι το υποκείμενο του συντάγματος. Τα ερωτήματα όμως που τίθενται δεν αφορούν απλώς τη νομική διάσταση του θέματος. Γιατί αποτελεί προτεραιότητα η αλλαγή του κώδικα ιθαγενείας και η εύκολη πολιτογράφηση ως Ελλήνων αλλοδαπών, όταν η χώρα βρίσκεται στο επίκεντρο ενός τεράστιου θέματος λαθρομεταναστεύσεως και πολιτικών προσφύγων; Γιατί δίδεται προτεραιότητα σ’ ένα τέτοιο θέμα, όταν η χώρα διέρχεται σήμερα μια τέτοια οικονομική θύελλα, που έχει επιπτώσεις και σ’ όλους τους άλλους τομείς;
Το γεγονός ότι υπερισχύουν στη σημερινή συγκυρία οι πρόσφυγες από την εμπόλεμη Συρία και το Ιράκ, δεν πρέπει να δίδει την ψευδή εικόνα ότι το μεγάλο ρεύμα της λαθρομεταναστεύσεως στην Ευρώπη αφορά μόνο πρόσφυγες από εμπόλεμες χώρες. Το είδαμε και πριν τη Συρία, το βλέπουμε και σήμερα ότι μεγάλος αριθμός λαθρομεταναστών δεν προέρχεται από εμπόλεμες χώρες. Είναι άνθρωποι που προσπαθούν να διαφύγουν από την πείνα, την ανασφάλεια και την έλλειψη προοπτικών στις χώρες τους. Μπορεί όμως το μεγάλο πρόβλημα της πείνας και της δυστυχίας στον κόσμο να λυθεί με τη μετακίνηση πληθυσμών στην Ευρώπη;
Το ερώτημα αυτό θέτει ένα άλλο μεγάλο θέμα. Τι κάνει και τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη για την ανάπτυξη στον κόσμο και τον τερματισμό των πολέμων, για τους οποίους δεν είναι άμοιρη ευθυνών, όπως στη Συρία και στη Λιβύη. Δεν είναι επίσης άμοιρη ευθυνών για την ταύτισή της με τις ακραίες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, που έβαλαν στις καλένδες τις συζητήσεις της δεκαετίας του ’80 για τον λεγόμενο διάλογο Βορρά – Νότου, που αφορούσε την παροχή αναπτυξιακής βοήθειας από τον Βορρά στον Νότο. Αντιθέτως, ως αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών, βλέπουμε την αναπαραγωγή του χάσματος Βορρά – Νότου μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα με τη λαθρομετανάστευση, είτε αυτή αφορά πραγματικούς πρόσφυγες είτε αφορά οικονομικούς μετανάστες. Στην πρώτη περίπτωση είναι ευκολότερη μια Ευρωπαϊκή πολιτική και αλληλεγγύη. Αυτή όμως πρέπει να καθορισθεί σαφώς με μια συμφωνία. Οι αντιδράσεις σε όλη την Ευρώπη μεγεθύνονται απέναντι σ’ ένα πρόβλημα που έχει τεράστιες διαστάσεις. Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να πάρει τον έλεγχο των εθνικών της συνόρων, αναστέλλοντας την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το άσυλο, εάν δεν συγκεκριμενοποιηθεί κοινή και αποτελεσματική Ευρωπαϊκή πολιτική. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στα νησιά του Αιγαίου είναι αφόρητη και η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί.