Πολιτική αστάθεια και πολυκομματισμός
Εν έτει 1748, ο David Hume, άγγλος διπλωμάτης στην αυτοκρατορική Βιέννη, έγραφε σχετικά με τη Γερμανία ότι “πρόκειται για μια πολύ ωραία χώρα, με εργατικούς και έντιμους ανθρώπους, που αν ήταν ενωμένη θα γινόταν η μεγαλύτερη δύναμη που είχε ποτέ γνωρίσει ο κόσμος”. Ο οξυδερκής νεαρός τότε άγγλος διπλωμάτης δικαιώνεται πλήρως στις ημέρες μας. Ενωμένη, πλέον, η Γερμανία μπορεί να μην είναι η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο, είναι όμως η πρώτη και αδιαμφισβήτητη στην Ευρώπη. Ευκταίο, η σημερινή ηγετική της θέση να μην οδηγήσει σε επανάληψη, με άλλη μορφή, του κακού παρελθόντος της. Η Ελλάδα, σε αντίθεση, έχει μεν από δεκαετίες αποκτήσει κρατική, εδαφική και εθνοτική ενότητα, δύσκολα όμως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι χαίρει σήμερα και πολιτικής σταθερότητας. Ήδη, λίγους μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, είναι πολύ πιθανή η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες λόγω σοβαρών εσωκομματικών αντιδράσεων για τη συμφωνία που επετεύχθη με τους δανειστές, η οποία, εκτός απροόπτου, αναμένεται να τεθεί προς ψήφιση στη Βουλή την προσεχή Παρασκευή. Τυχόν διάσπαση του κυβερνώντος κόμματος, η οποία θεωρείται ως πολύ πιθανή να συμβεί, μπορεί να οδηγήσει σε πρόσκαιρη ή παρατεταμένη πολιτική αστάθεια, με δυσμενείς επιπτώσεις στα εσωτερικά θέματα αλλά και τη διεθνή θέση της χώρας. Πρόσθετο επακόλουθο της κρίσης υπήρξε και η δημιουργία νέων κομμάτων, που όσα περισσότερα γίνονται τόσο περισσότερο περιπλέκεται η εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας. Είναι πολύ πιθανό σε περίπτωση πρόωρων εκλογών να εμφανιστούν και να προκύψουν και νέα κόμματα, που θα προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα. Ασφαλώς η ύπαρξη πολλών κομμάτων στην πολιτική ζωή μίας χώρας είναι θετικό φαινόμενο και απόδειξη δημοκρατικότητας, από το γεγονός ότι μέσω αυτών μπορεί να εκπροσωπηθούν και να εκφρασθούν στη Βουλή -και εκτός αυτής- και μειοψηφίες διαφόρων αποχρώσεων και πολιτικών αντιλήψεων. Ιδιαίτερα όταν τα προβλεπόμενα ποσοστά εισόδου στη Βουλή, όπως συμβαίνει στη χώρα μας, είναι πολύ χαμηλά (3%). Στη γειτονική Τουρκία τα ποσοστά είναι πολύ υψηλά (10%), δηλωτικό ότι στοχεύουν στον αποκλεισμό εθνοτικών, φυλετικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Ο πολυκομματισμός όμως στην πολιτική ζωή μιας χώρας έχει και την αρνητική του πλευρά. Τα μικρά ή πολύ μικρά κόμματα δύσκολα μπορεί να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της πολιτικής ζωής, στη διαμόρφωση εμπεριστατωμένων θέσεων στα θέματα τόσο της εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές περιορίζονται σε γενικότητες και ρητορικά σχήματα. Ακριβώς αυτές οι εγγενείς αδυναμίες συντελούν στην αφομοίωσή τους από τα μεγαλύτερα κόμματα ή την παύση της λειτουργίας τους. Συνήθως τα νεοπαγή πολιτικά κόμματα είναι προσωποπαγή και εξυπηρετούν προσωπικές φιλοδοξίες ή είναι δημιουργήματα των περιστάσεων. Με βάση την ιστορική εμπειρία, ο πολυκομματισμός δεν συμβάλλει στην πολιτική σταθερότητα μιας χώρας, σε πολλές δε περιπτώσεις ενεργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Απτό παράδειγμα η περίπτωση της γειτονικής Ιταλίας. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια από τις πλέον ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες στον κόσμο, με μεγάλο αριθμητικά πληθυσμό, εδαφική έκταση και υψηλό και ποιοτικό ετήσιο τουρισμό, εντούτοις δεν είχε και δεν έχει την ανάλογη βαρύτητα στην ευρωπαϊκή και διεθνή ζωή. Ο βασικός λόγος του σχετικά μειωμένου πολιτικού λόγου της Ιταλίας στην Ευρώπη και διεθνώς αποδίδεται στην πολιτική της αστάθεια. Από την εποχή Μπερλινγκουέρ και μετά, η Ιταλία κυβερνήθηκε από συνασπισμούς, ακόμη και πέντε κομμάτων, με κυβερνήσεις που δεν άντεχαν πολύ στον χρόνο. Σε αντίθεση, οι αγγλοσαξωνικές χώρες, χωρίς να απουσιάζουν από την πολιτική ζωή και μικρά κόμματα, εντός ή εκτός Βουλής, στηρίζονται ως επί το πλείστον σε μονοκομματικές ή δικομματικές κυβερνήσεις, γεγονός που συμβάλλει στην εξασφάλιση πολιτικής σταθερότητας. Υπό τις σημερινές συνθήκες, η Ελλάδα του χρέους και των Μνημονίων έχει απόλυτη ανάγκη την πολιτική σταθερότητα και τη συνεργασία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.