ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΠΙΑΣΑΜΕ ΟΛΟΙ ΠΑΤΟ ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟ
Εις τον Έρωτα
Έρωτα, α θες ναν τα ‘χωμε καλά,
Στο σπίτι μου να μη ματαπατήσης.
Αι! που στο λέω· κι’ α θέλης να με αφήσης
Αναπαμένον, πάει πολύ καλά.
Εγώ μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι’ αν εσύ τώρα δεν αποφασίσης
Να πας στο Διάολο και να μη γυρίσης,
Θάρτωμε καμμιά μέρα στα χοντρά.
Για δαύτο να με λείπης κουμπαρόπουλο·
Μη σου μαθήσω ευκείνες τση φτερούγες,
Και σε κάμω να σκούζης σα γαλόπουλο,
Και να τρέχης κουτσόφτερο ‘ς τση ρούγες.
Κ’ ευκείνες τση σαΐτες οπού φέρεις
Σου τση βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.
•••
Επιτάφιος εις μπεκρή
Κλάψετε Τσίτες, κι ορφανές Κλοντήρες.
Κλάψ’ τε Ταβέρνες έρημες και κλεισ’ τε.
Πουλιό γλυκές Βαρέλες μη γιομίσ’ τε,
Κι ο άντρας σας, αχ!
Χτυπά τ’ άδη τση θύρες!
Ωφού σκληρές κ’ αιματοβόρες Μοίρες!
Και τι θα γένη η φαμελιά που αφίσ’ τε
Ξέσκεπη, απάνθρωπες, και δε λυπείσθε;
Μπότσες, Κανάτες, Κούπες κακομοίρες,
Θυγατέρες γλυκές του Μακαρίτη!
Και συ Βαρέλα πάψε, η κλάψα φτάνει.
Κ’ έχει έγνοια τώρα εσύ το έρημο σπήτι.
Βγάλε και βάλ’ του ωστόσο ένα στεφάνι·
Του πρέπει, τι παρθένος πάει στη Δήτη.
«Δεν ξέρω από νερό», είπε πριν πεθάνη.
•••
Ο φίλος μου ο Καντιλιέρης μου
Μόνη έχω συντροφιά τον Καντιλιέρη!
Στέκει πάντα κοντά μου ο καψερός,
Καθισμένος εγώ, κ’ εκειός ορθός.
Πότε θ’ αλλάξω τύχη ο Θειός το ξέρει!
Ω μπιστεμένε σύντροφε κι’ αϊτέρι,
Σου τάζω πως αν έρτη ένας καιρός
Να γένω, που το ελπίζω, φοβερός…
Δεσπότης, θα σε κάμω Καντσιλιέρη.
Και θα ιδής τι θα κάμω εγώ για σένα.
Πόσα στολίδια και ψαλίδια πόσα.
Μ’ αν ίσως έλθη αλληώς το πράμμα, ωοιμένα,
Και πρωτήτερα εσύ πας κ’ εύρης όσα
Τώρα σου λέω, να θυμηθής κ’ εμένα,
Που με τόση αφθονία σου τάζω τόσα.
•••
Το προπατορικόν αμάρτημα
Είν’ κάποιες αμαρτίες που μιαν ημέρα,
Αγαπημένε μου παπα-Σκιαδά,
Πληρόνει το παιδί για τον πατέρα·
Παραδείγματος-χάρη η ξεμπουριά.
Ως εδώ, ναίσκε, πάει πολύ καλά.
Μα πως ο Θειός στην Παρουσία-Δευτέρα
Έχει να μας κολάση ψυχικά,
Γιατί άλλοι εκάμαν την κακή τους-μέρα…
Α ‘ντροπες! Δεν ηβλέπεις Δέσποτά μου,
Οπού ήθελ’ είναι μια αδικία φριχτή;
Θέλεις πεις «Μου το λεν’ τα δόγματά μου».
«Είναι γραμμένο στην Αγία-Γραφή».
Μα πίστεψέ μου πως παρόμοια πράμματα
Πρέπει να’ ναι του τύπου παρωράματα.
•••
Αναφορά στην Κυβέρνηση τα 1846
Είναι τούτη η φτωχή που σας γυρεύει
Να βάλετε το χέρι στην καρδιά σας.
Ό,τι λίγο της δώσ’ τε την πορεύει.
Λένε πολλά για τη γενναιότητά σας…
Μια καϋμένη φτωχή που διακονεύει,
Δε σας ζητάει ν’ αδειάσ’ τε τα πουγγιά σας.
Μόνον, για να μη στέκη να νηστεύη,
Τη φτάνει να τεινάξ’ τε τα βρακιά σας.
Λογιάζω ναν’ ετού μιαν εταιρία
Οχ τες αρχόντισσές σας συνθεμένη
Για να βοηθούν εκεί που ειδούνε χρεία.
Και σας έχουν την άδεια δοσμένη,
Πάντα οχ τα περιττά σας να κυττάζετε,
Όπου βλέπετε ζόρκια, να σκεπάζετε.