Η Γαλλία από συνιδιοκτήτης της ΕΕ έχει μετατραπεί σε κακοπληρωτή νοικάρη του Βερολίνου

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί όχι μόνο δεν διαφώνησε με τη γερμανική εκδοχή των εξελίξεων, αλλά υπερθεμάτισε. Ως αποτέλεσμα, το γερμανικό αφήγημα ότι η παραβίαση των ευρωπαϊκών κανόνων, η σπάταλη ζωή, η διαφθορά και η τεμπελιά των Ελλήνων (και γενικότερα των Νοτιοευρωπαίων) έφεραν την κρίση και όχι οι δομικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης, έγινε κυρίαρχο.

Ο Ολάντ, ερχόμενος στην εξουσία, υποσχόταν το τέλος της γερμανικής λιτότητας, γρήγορα όμως έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια και ανέλαβε τον ρόλο του «υπεύθυνου» συμμάχου. Κρίσιμη γι’ αυτό ήταν η οδυνηρή γαλλική συνειδητοποίηση από το 2011 για την πασιφανή αδυναμία της γαλλικής οικονομίας απέναντι στη γερμανική και η πλήρης απουσία ενός αξιόπιστου εναλλακτικού γαλλικού σχεδίου.

Αυτό ήταν η ταφόπλακα κάθε ελπίδας για εναλλακτική πολιτική, καθώς το Παρίσι είναι η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στο Βερολίνο.

«Να πληρώσουν οι Γερμανοί»

Αυτό ήταν το σύνθημα που δονούσε τη Γαλλία κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1919. Οι διαθέσεις των Γάλλων ήταν παρεμφερείς και μετά το τέλος του δεύτερου μεγάλου πολέμου, όπου ζήτησαν, και αρχικά επέβαλαν, την πλήρη διάλυση της γερμανικής βιομηχανίας.

Όμως, ο μοναδικός ισχυρός πόλος που είχε απομείνει στο διεθνές σύστημα ήταν οι ΗΠΑ, που αποφάσισαν ότι η απαραίτητη ανοικοδόμηση της Ευρώπης θα βασιζόταν σε μια ισχυρή βιομηχανικά Δυτική Γερμανία. Το χρύσωμα του χαπιού για τους Γάλλους ήταν ότι Παρίσι και Βερολίνο, με το πρώτο «αρχηγό», θα αποτελούσαν το δίδυμο των ισχυρών δυνάμεων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ότι η ένωση της γερμανικής οικονομικής δύναμης με τη γαλλική πολιτική και στρατιωτική ισχύ θα οδηγούσε σε μια ευρωπαϊκή Γερμανία, υπό διαχρονικό και εγγυημένο γαλλικό έλεγχο.

Υπό το πρίσμα αυτό δημιουργήθηκε το 1951 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, η οποία μετασχηματίστηκε το 1958 στην ΕΟΚ και το 1993 σε Ευρωπαϊκή Ένωση, προωθώντας, όλο και περισσότερο, την οικονομική ενοποίηση.

Παρ’ όλα αυτά, η Γαλλία ήταν από την αρχή αρνητική σε μια πολιτική ενοποίηση που θα ισοδυναμούσε με το τέλος της ανεξαρτησίας του γαλλικού κράτους και την παράδοση σημαντικού μέρους της κυριαρχίας του σε κοινούς θεσμούς. Από την απόρριψη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, της πρότασης των Αμερικανών για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αμυντικής κοινότητας (που θα περιλάμβανε κοινούς ευρωπαϊκούς θεσμούς πολιτικής διακυβέρνησης) ως την πίεση που ασκήθηκε για την υιοθέτηση του ευρώ χωρίς την ταυτόχρονη ενδυνάμωση της πολιτικής ενοποίησης.

Μέχρι να φτάσουμε σήμερα, σχεδόν ένα βήμα πριν τον γκρεμό. Όπου όμως και πάλι η πρόταση Ολάντ για κοινή κυβέρνηση, προϋπολογισμό και Κοινοβούλιο της Ευρωζώνης παραμένει μάλλον διακήρυξη προθέσεων παρά οδικός χάρτης προς υλοποίηση.

Μέχρι και τη γερμανική ενοποίηση λοιπόν, το Βερολίνο πλήρωνε κατά κανόνα αδιαμαρτύρητα. Οι Γάλλοι καθόριζαν τους βασικούς άξονες για την εξωτερική πολιτική και των δύο χωρών καθώς και τη διαχείριση και κατεύθυνση των ευρωπαϊκών πόρων, με τη Γερμανία να διοχετεύει σταθερά τα κέρδη των βιομηχανιών της προς την ανάπτυξη της υπόλοιπης Ευρώπης. Όμως η γερμανική οικονομική επιτυχία άλλαζε, αργά αλλά σταθερά, τα πολιτικά δεδομένα. Το Παρίσι κατέληξε να θεωρεί το μάρκο ως το πυρηνικό όπλο του Βερολίνου. Ήταν λοιπόν απολύτως αναμενόμενο, όταν τέθηκε το ζήτημα της γερμανικής ενοποίησης, η Γαλλία να εκβιάσει, ουσιαστικά, τη Γερμανία προκειμένου η δεύτερη να εγκαταλείψει το μάρκο για χάρη του ευρώ. Με τους Γάλλους να πανηγυρίζουν τον τότε θρίαμβο του Μιτεράν, που σήμερα έχει πλέον μετατραπεί σε πύρρειο νίκη.

Οι Γερμανοί βάζουν τέλος στις πληρωμές

Οι Γερμανοί, έχοντας να ανταπεξέλθουν στο οικονομικό βάρος της ενσωμάτωσης της Ανατολικής Γερμανίας, έχασαν, αρχικά, σημαντικό μέρος της οικονομικής τους ισχύος. Όμως σε όλες τις διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία του ευρώ επέμειναν και επέβαλαν κριτήρια και κανόνες που ευνοούσαν κατάφωρα το γερμανικό οικονομικό μοντέλο, (με δεδομένη την αφέλεια των Γάλλων, που πίστευαν ότι θα υπήρχε, για πάντα, η ευελιξία να μην τηρούνται τα κριτήρια αυτά). Επιπλέον το Βερολίνο αποφάσισε μια δύσκολη οικονομική προσαρμογή που περιόρισε το γερμανικό κράτος πρόνοιας και τα εργασιακά δικαιώματα εισάγοντας μορφές ελαστικής εργασίας. Όμως η επιλογή που άλλαξε καταλυτικά το ευρωπαϊκό τοπίο και οδήγησε στη σημερινή γερμανική οικονομική παντοδυναμία ήταν η -τεχνητή- καθήλωση των μισθών των γερμανών εργαζομένων.

Ενώ η Γαλλία, η Ιταλία και ο ευρωπαϊκός Νότος, από το 1999 ως το 2008, αύξαναν τα μισθολογικά τους κόστη, η Γερμανία έριξε, τεχνητά, τα δικά της κάτω από το επίπεδο που ισοδυναμούσε με την οικονομική της ισχύ και κάτω από το όριο του πληθωρισμού που οριζόταν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Ως αποτέλεσμα, τα προϊόντα της ήταν κατά πολύ φθηνότερα από αυτά των ευρωπαίων ανταγωνιστών της. Σε μια κοινή νομισματική ένωση όπου οι υπόλοιποι δεν είχαν τη δυνατότητα μέσω υποτιμήσεων να προστατέψουν τις οικονομίες τους, η στρατηγική αυτή διέλυσε τις βιομηχανίες των χωρών που δεν είχαν εναρμονιστεί με τις γερμανικές πολιτικές και δημιούργησε τα ιλιγγιώδη σημερινά γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα. Στην ουσία η Γερμανία, με μαεστρία, πήρε πίσω τόσο τα κεφάλαια που για χρόνια μετέφερε στην υπόλοιπη Ευρώπη όσο και την πολιτική της αυτοτέλεια και ανεξαρτησία. Βάζοντας πλέον τους υπολοίπους, και το Παρίσι, στη θέση αυτού που οφείλει να παραδώσει μέρος της εθνικής του κυριαρχίας υπέρ του Βερολίνου.

Είναι σαφές ότι το Βερολίνο θα συνεχίσει να αρνείται πεισματικά να πληρώσει ξανά και θα απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ιδέα είτε για την αμοιβαιοποίηση, (μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων) είτε για την ελάφρυνση του χρέους της Γαλλίας, του Βελγίου και των χωρών του Νότου. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς πώς η Γερμανία θα δεχόταν να αλλάξει τη στρατηγική που της επέτρεψε να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και να υποχωρήσει ξανά σε πολιτικές που είναι συνδεδεμένες στο μυαλό των Γερμανών με τη μακρά περίοδο μεταπολεμικής γερμανικής πολιτικής υποτέλειας στους Αμερικανούς και τους Γάλλους.

Ο δρόμος μπροστά

Η μόνη «ελπίδα» που υπάρχει είναι ότι η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα δεν θα επιτρέψει στους Γερμανούς να μετασχηματίσουν την υπόλοιπη Ευρώπη. Γιατί μια Ευρωζώνη προσανατολισμένη στο να δημιουργεί, ως συμπαγές σύνολο, συνεχή εμπορικά πλεονάσματα θα σημάνει τη δημιουργία τεράστιων ελλειμμάτων για τον υπόλοιπο κόσμο.

Η πολιτική ενοποίηση που σήμερα η Γαλλία προσπαθεί να προωθήσει είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα διορθώσει τα πράγματα. Όπως η νομισματική ενοποίηση οδήγησε στην ενίσχυση και όχι στην οικονομική υποχώρηση της Γερμανίας, έτσι και το βάθεμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κινδυνεύει σήμερα να οδηγήσει στην καταλυτική ισχυροποίηση μιας γερμανικής Ευρώπης. Μετά την είσοδο στην ΕΕ των πρώην κουμουνιστικών κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και καθώς η Γερμανία στα χρόνια που πέρασαν ενίσχυσε τις παραδοσιακές σχέσεις που είχε μαζί τους και δημιούργησε νέους οικονομικούς και εμπορικούς δεσμούς, υπάρχει πλέον ένα συμπαγές γερμανικό μπλοκ που κινδυνεύουμε να επιβάλει τη μελλοντική ευρωπαϊκή πορεία.

Αντίθετα, η Γαλλία έμεινε απολύτως απούσα από τις εξελίξεις, αφήνοντας το μπλοκ των χωρών που η ίδια εκτιμά ότι αποτελούν ζωτικό της χώρο στη μοίρα του, εστιαζόμενη πάντα στα, στενώς εννοούμενα, γαλλικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.

Επομένως, ο μόνος δρόμος για εμάς σήμερα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχουν «φίλοι» και «εχθροί», αλλά δυνάμεις, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες, που βρίσκονται σε μια υπαρξιακή μάχη όχι μόνο για την επιβίωσή τους αλλά και για το ποιος θα καθορίσει, και πώς, τη νέα τάξη πραγμάτων που θα αναδυθεί. Καθήκον μας απέναντι στη δική μας χώρα είναι να αποκτήσουμε στρατηγική και όραμα για το ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας στον νέο αυτό κόσμο και εναλλακτικά σχέδια για κάθε σοβαρό ενδεχόμενο. Κυρίως όμως να δουλέψουμε σοβαρά και με επιμονή για να υπερβούμε τον διχασμό που από τον εμφύλιο και μετά καταλύει κάθε πιθανότητα προκοπής και προόδου της Ελλάδας.


Σχολιάστε εδώ