Διεθνείς διαπραγματεύσεις: Μια ελληνική υστέρηση
Η σημασία των τουρκικών επιδρομών έγκειται στο γεγονός ότι η Άγκυρα συνέπραξε ενεργά με τις αμερικανικές και άλλες δυτικές δυνάμεις που μάχονται τους τζιχαντιστές, επιτρέποντας τη χρήση των βάσεων του Ιντσιρλίκ, οι οποίες για λόγους ευμενούς πολιτικής έναντι του ISIS σπάνια χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν. Σε αντάλλαγμα, έτυχαν της ανοχής των ΗΠΑ για τις αεροπορικές επιδρομές κατά των Κούρδων, οι οποίοι υπήρξαν οι πλέον μαχητικοί κατά των τζιχαντιστών και στενοί συνεργάτες των Αμερικανών. Αυτό το τουρκικό παζάρεμα μπορεί μεν να μην προσέλαβε επίσημο χαρακτήρα συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ωστόσο είναι αποκαλυπτικό πως η Άγκυρα εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις σε απόλυτη αρμονία με τη γνωστή ρήση «DO UT DES». Η αρχή αυτή, πολύ συνηθισμένη στη διεθνή διπλωματική πρακτική, έρχεται να τονίσει την ελληνική υστέρηση στον τομέα αυτό, που οφείλεται, βασικά, αφενός μεν στην έλλειψη διπλωματικής παράδοσης, αφετέρου δε στην προχειρολογία που διέπει τον δημόσιο ελληνικό βίο και την εξωτερική μας πολιτική. Τις αδυναμίες αυτές κατέδειξαν και οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, οι οποίες κατέληξαν με τη γνωστή συμφωνία της 21ης Ιουλίου. Στα ΜΜΕ, όπως και κατά τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, εκφράσθηκαν ποικίλες απόψεις για το περιεχόμενο της συμφωνίας, ενώ δεν έλειψαν και οι επικρίσεις ότι οι διαπραγματεύσεις με τους εταίρους δεν ήταν οι ενδεδειγμένες. Ότι δηλαδή υπήρξαν υστερήσεις, όχι καλή προετοιμασία ακόμη και ανυπαρξία ενός αναγκαίου plan B. Ο πρωθυπουργός παραδέχθηκε μεν ότι πιθανόν διαπράχθηκαν και λάθη, ωστόσο υπεραμύνθηκε της αναγκαιότητας υπογραφής της συμφωνίας επειδή, όπως υπογράμμισε, οποιαδήποτε άλλη επιλογή -GREXIT ή χρεοκοπία- θα ήταν πολύ χειρότερη για τον ελληνικό λαό. Στις εργασίες δε της διευρυμένης Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός του έθεσε ευθέως το ερώτημα «αν υπάρχει η άποψη ότι αυτή η συμφωνία είναι το χειρότερο Μνημόνιο» και ότι «αυτό πρέπει να ειπωθεί και να εξηγηθεί με επιχειρήματα». Ανεξάρτητα πάντως από τη βασιμότητα ή όχι της διαπραγματευτικής τακτικής που ακολουθήθηκε -και όχι μόνο από την παρούσα κυβέρνηση, η οποία κληρονόμησε τα προβλήματα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις-, γεγονός παραμένει ότι η τέχνη του «διαπραγματεύεσθαι» στην Ελλάδα υστερεί σε σχεδιασμό, επαγγελματισμό και κατάλληλη προετοιμασία. Κατά κανόνα επικρατεί ο αυτοσχεδιασμός και η προχειρότητα. Εκπλήσσει μάλιστα το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, μέχρι και στην τελευταία φάση, απουσίαζαν από τις σχετικές συναντήσεις στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών, καθ’ ύλην αρμοδίων για θέματα που άπτονται των σχέσεων με άλλες χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ασφαλώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι διαπραγματεύσεις αφορούσαν τεχνικά θέματα. Ωστόσο δεν έπαυαν να συνιστούν διεθνείς συναντήσεις στις οποίες η παρουσία εξειδικευμένου διπλωματικού προσωπικού κρίνεται αναγκαία. Οι αδυναμίες μας στη διαπραγματευτική πρακτική δεν αφορούν τόσο τα πρόσωπα όσο την έλλειψη σχεδιασμού που πρέπει να στηρίζεται στο τρίπτυχο: Καθορισμός στόχων, μελέτη των επιδιώξεων των αντιπάλων και εξασφάλιση υποστήριξης και συμμαχιών. Ακριβώς αυτή η βασική έλλειψη σχεδιασμού εξηγεί τα σοβαρά σφάλματα που έχουν διαπραχθεί στο Κυπριακό. Στο θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων, στην αντιμετώπιση των σχέσεών μας με την Τουρκία κ.ο.κ. Το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής δεν επαρκεί και δεν διαθέτει τις κατάλληλες δομές. Η Διπλωματική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών έχει από ετών υποβαθμιστεί και απαξιωθεί, το δε Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού (ΚΑΣ), που υπάγεται απευθείας στον υπουργό Εξωτερικών, υπολειτουργεί ή μάλλον υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Μήπως, τουλάχιστον, για τα πλέον σοβαρά εθνικά θέματα θα έπρεπε να εξετασθεί σοβαρά η σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας κατά το πρότυπο και άλλων χωρών; Οι μέχρι τούδε ενδοιασμοί οφείλονται, κυρίως, σε φόβους ότι μπορεί να εκτραπεί και να επεκταθεί και σε θέματα εσωτερικής πολιτικής. Αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Αλλά είναι δυνατή η θέσπιση ασφαλιστικών δικλείδων.