Το λάθος και το στοίχημα

Η ασαφής συμφωνία που υπέγραψε ο τότε υπουργός Οικονομικών και βασικός διαπραγματευτής Γ. Βαρουφάκης λειτούργησε υπέρ των συμφερόντων των δανειστών. Για ένα διάστημα τεσσάρων μηνών το νερό κυλούσε αργά και σταθερά στην κοίτη του ποταμού. Καθώς πλησίαζε το φράγμα, δηλαδή την ημερομηνία λήξης της δανειακής σύμβασης, οι συζητήσεις άρχισαν να αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα τους, οι συνομιλίες και πολιτικές επαφές σε όλα τα επίπεδα πολλαπλασιάστηκαν και επιταχύνθηκαν. Έγινε συνείδηση στη διαπραγματευτική ομάδα και την κυβέρνηση ότι η συμφωνία δεν επέτρεπε την άσκηση πολιτικής σε κυβερνητικό επίπεδο, αφού οτιδήποτε είχε δημοσιονομικό κόστος θεωρείτο, βάσει της συμφωνίας, μονομερής ενέργεια.

Η αδράνεια αυτή δεν επέτρεψε την εφαρμογή πολιτικών που θα βελτίωναν ουσιαστικά την καθημερινότητα του πολίτη, ούτε την ακύρωση μνημονιακών ρυθμίσεων όπως προέβλεπε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και οι προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης. Αυτή βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια διαδικασία των «θεσμών», κατά την οποία διαπιστώθηκε θεσμική και διαπραγματευτική απειρία.

Όταν ο πρωθυπουργός αναγκάσθηκε να «πάρει το παιχνίδι πάνω του» ήταν αργά και μάλιστα η κίνηση ήταν επικίνδυνη για τον ίδιο, καθώς τον εξανάγκαζε να αναλώσει πολιτικό κεφάλαιο σε μια διαδικασία που ήταν προδιαγεγραμμένη και «σημαδεμένη». Η διαπραγματευτική τακτική, με την παραδοχή της αναλογίας 70-30, δηλαδή η διάκριση των μέτρων σε αναγκαία και αυτά που θα έπρεπε να αντικατασταθούν από ισοδύναμα, ήταν το «λάθος» που εγκλώβισε την κυβέρνηση στη λογική των δανειστών.

Η ενδεδειγμένη κίνηση ήταν να γίνει το ανάποδο. Αντί να υιοθετηθεί η πρόταση των δανειστών, που ζητούσε την πέμπτη (on going) αξιολόγηση της πορείας του προγράμματος προσαρμογής, δηλαδή της εφαρμογής των μέτρων, έπρεπε να ζητηθεί η αξιολόγηση των συνεπειών του ίδιου του προγράμματος διάσωσης. Αυτό θα επέτρεπε την ανάλυση επιπτώσεων του εφαρμοζόμενου προγράμματος στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, με δύο πλεονεκτήματα.

Πρώτον, το «στρίμωγμα» της ευρωπαϊκής επιτροπής, της οποίας ο θεσμικός ρόλος υπαγορεύει την τήρηση του κοινοτικού κεκτημένου (εργασιακά, ανθρωπιστική κρίση), που το Μνημόνιο παραβιάζει.

Δεύτερον, την αξιοποίηση των παρατηρήσεων του ΔΝΤ περί ανάγκης αναδιάρθρωσης του χρέους, ώστε να καταστεί εξυπηρετήσιμο χωρίς τη διάλυση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Παρά το γεγονός ότι οι επισημάνσεις μας αυτές στο παρελθόν αγνοήθηκαν, εκτιμούμε ότι σήμερα μια παρόμοια προσέγγιση μπορεί ακόμη να φανεί χρήσιμη στη νέα διαπραγμάτευση για το τρίτο Μνημόνιο. Διότι το ερώτημα που τίθεται πάλι αμείλικτα μπροστά μας είναι: Αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις οδηγό για μια μεσοπρόθεσμη ενίσχυση της ικανότητας της ελληνικής οικονομίας να ανακάμψει και να εξασφαλίσει την παραμονή της στην Ευρωζώνη; Η απάντηση δεν είναι προφανής. Επομένως, η νέα διαπραγματευτική ομάδα θα πρέπει να απαιτήσει μια ex-ante (προκαταβολική) αξιολόγηση των επιπτώσεων του νέου προγράμματος, ώστε να εξασφαλίζεται η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Η τεχνική είναι γνωστή στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Χωρίς την εξασφάλιση αυτή, η κυβέρνηση θα μπει σε μια διαδικασία όπως αυτή που τα τελευταία πέντε χρόνια οδήγησε τη χώρα στην οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση και εξαθλίωση και θα επιτείνει τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζει την απειλή του Grexit. Παρά τις διαβεβαιώσεις όσων κολακεύουν σήμερα τον Αλ. Τσίπρα, οι ίδιοι θα κάνουν τα πάντα για να τον εξουδετερώσουν μερικούς μήνες αργότερα.

Το στοίχημα που παίζει ο πρωθυπουργός είναι η δυνατότητα της κυβέρνησης να αντισταθμίσει την υφεσιακή δίνη του νέου Μνημονίου. Όμως αυτή η δυνατότητα είναι μηδαμινή χωρίς την αναδιάρθρωση του χρέους, με μείωση της ονομαστικής αξίας, μικρά πρωτογενή πλεονάσματα και αναπτυξιακή χρηματοδότηση (τα 35 δισ.), με δική της στοχευμένη προτεραιότητα σε παραγωγική ανασυγκρότηση. Είναι προς το συμφέρον της χώρας, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης, να υπάρξει υιοθέτηση ex-ante αξιολόγησης του προγράμματος, γεγονός που θα εξασφαλίσει και τη «βοήθεια» του ΔΝΤ για τη αναδιάρθρωση του χρέους, αναδεικνύοντας τις επιπτώσεις των σκληρών αντικοινωνικών μέτρων, των οποίων το ΔΝΤ είναι θιασώτης.

Η τελευταία ανακοίνωση του Ταμείου περί μη συμμετοχής του στην τεχνική διαμόρφωση του Μνημονίου και τη χρηματοδότησή του προς το παρόν, ασκεί πίεση προς τους ευρωπαίους εταίρους να δεχθούν μείωση του χρέους. Η θεσμική απαίτηση της κυβέρνησης για μια προκαταβολική (ex-ante) αξιολόγηση των επιπτώσεων του Μνημονίου μπορεί να συμβάλει στο να «σωθεί η παρτίδα».


Σχολιάστε εδώ