Το κουαρτέτο απαιτεί: Όλα τα μέτρα της τριετίας να ψηφιστούν σε τρεις μήνες!
Η διαδικασία που άρχισε και επίσημα την Παρασκευή, με την πρώτη συνάντηση Τσακαλώτου – Σταθάκη – Χουλιαράκη με τους εκπροσώπους των δανειστών, έχει πρωτοφανείς δυσκολίες, με δεδομένη και την πολιτική κατάσταση της χώρας, και ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε «ατύχημα», το οποίο θα δώσει την αφορμή στο «λόμπι του Grexit», που στοιχίζεται πίσω από τον Β. Σόιμπλε, να επαναφέρει τη γνωστή του πρόταση για «προσωρινή» έξοδο από την Ευρωζώνη.
Καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις έχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που, όπως προέκυψε από τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του, την Τετάρτη, μένει προς το παρόν «με το ένα πόδι έξω» από το νέο ελληνικό πρόγραμμα:
Διατηρεί μεν τον ρόλο του ως επικεφαλής του μηχανισμού του κουαρτέτου, αλλά δεν δεσμεύεται να προσφέρει τα 25 δισ. ευρώ χρηματοδότησης, που έχουν υπολογισθεί στο «πακέτο» των 86 δισ. ευρώ για την επόμενη τριετία. Το νέο πρόγραμμα που έχει ζητήσει η Αθήνα από το Ταμείο, μετά την άδοξη κατάληξη του προηγούμενου, θα ενεργοποιηθεί μόνο όταν ικανοποιηθούν δύο βασικοί όροι του καταστατικού του.
* Η κυβέρνηση Τσίπρα να αποδείξει ότι μπορεί και θέλει να εφαρμόσει το νέο πρόγραμμα και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δεχθούν μια δραστική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που θα το καταστήσει «βιώσιμο» με τα κριτήρια του ΔΝΤ.
Η καλή πλευρά αυτής της απόφασης για την Ελλάδα είναι ότι το Ταμείο δηλώνει πλέον με τον πιο καθαρό τρόπο στη Γερμανία ότι δεν μπορεί άλλο να μπλοκάρει την ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Όμως, για να φθάσει το ΔΝΤ να πιέσει ασφυκτικά τη Γερμανία για το χρέος, θα πρέπει πρώτα να περάσει «διά πυρός και σιδήρου» την ελληνική κυβέρνηση, για να αποδείξει ότι, ενώ δεσμεύθηκε να δώσει τέλος στα μνημόνια, μπορεί να γίνει ο πιο αποτελεσματικός εφαρμοστής τους!
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΔΝΤ, που έχει πάρει τον πλήρη έλεγχο της διαπραγμάτευσης από την Κομισιόν, θα ζητήσει από την κυβέρνηση να αποδείξει ότι μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα, εφαρμόζοντας μέχρι το τέλος Οκτωβρίου τον μεγαλύτερο όγκο των μέτρων που θα συμφωνηθούν. Η κυβέρνηση θα κληθεί να περάσει σε δύο «κύματα», με δύο πολυνομοσχέδια, το πρώτο των οποίων θα πρέπει να εγκριθεί πριν την εκταμίευση της πρώτης δόσης του νέου δανείου, τον κύριο όγκο των μέτρων που θα συμφωνηθούν, αφήνοντας μόνο λίγα και ασήμαντα μέτρα για τις επόμενες αξιολογήσεις.
Ουσιαστικά, όλα τα νέα φορολογικά μέτρα (για αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες, αύξηση συντελεστή της εισφοράς αλληλεγγύης στο 6% για εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ), τα μέτρα για το Ασφαλιστικό, με αιχμή την κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, τα εργασιακά, τις ιδιωτικοποιήσεις (σύσταση του νέου Ταμείου Δημόσιου Πλούτου) και τις αλλαγές στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών («εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ»), θα απαιτηθεί να εγκριθούν από τη Βουλή και να τεθούν σε εφαρμογή αμέσως. Δηλαδή, τόσο γρήγορα, ώστε να προλάβει το κουαρτέτο να τα αξιολογήσει τον Νοέμβριο, πριν λάβει το Ταμείο την τελική του απόφαση για συμμετοχή στο νέο πρόγραμμα και πριν εξαπολύσει τη μεγάλη… επίθεση στη Γερμανία για να διευθετηθεί το χρέος.
Λιγότερη λιτότητα
Το μόνο θετικό στοιχείο της διαδικασίας, πάντως, είναι ότι το Ταμείο αντιμετωπίζει με περισσότερο ρεαλισμό από κάθε άλλη φορά τον σχεδιασμό του νέου προγράμματος. Όπως φάνηκε και από τις πρώτες συζητήσεις της Παρασκευής, με τη νέα εκπρόσωπό του, Ντέλια Βελκουλέσκου, το Ταμείο δείχνει αρκετή κατανόηση στα δημοσιονομικά θέματα, προτάσσοντας την ανάγκη να μην εξωθηθεί η οικονομία σε μια καταστροφική ύφεση, που θα καταδικάσει και το νέο πρόγραμμα σε αποτυχία.
Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τον μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά, το Ταμείο αντιλαμβάνεται ότι η κύρια προσπάθεια θα πρέπει να γίνει το 2017 και 2018, όταν η οικονομία θα βρίσκεται πλέον σταθερά σε ανάπτυξη, ενώ για το 2015 και 2016 «συμβιβάζεται» με χαμηλούς στόχους για τα πλεονάσματα, που επιτρέπουν στο οικονομικό επιτελείο να εκτιμά ότι, ειδικά φέτος, το εκτιμώμενο δημοσιονομικό κενό δεν θα υπερβεί τα 500 εκατ. ευρώ και θα γίνει δυνατό να καλυφθεί χωρίς νέα μέτρα.
Το Ταμείο, εξάλλου, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορούν να τεθούν υπερφίαλοι στόχοι για τις ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες άλλωστε έχει συμφωνηθεί από τις 12 Ιουλίου ότι θα αποδώσουν τα επιδιωκόμενα 50 δισ. ευρώ σε βάθος 30ετίας. Αυτό εκτιμάται ότι θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να μείνει συνεπής στις διακηρύξεις της, ότι δεν θα προχωρήσει σε ένα αλόγιστο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.