Το θανάσιμο δίλημμα της Τουρκίας για τη Συρία
Το αδιέξοδο της Άγκυρας έχει να κάνει με το γεγονός πως με την πολιτική της αναφορικά με τη Συρία και το Ιράκ έχει απολέσει από σύμμαχο κάθε κύριο τοπικό γεωπολιτικό δρώντα. Εάν η Τουρκία ήθελε να χτυπήσει το ΙΚ, τότε θα προσπαθούσε να προσεταιριστεί τους Κούρδους, ενώ εάν σχεδίαζε να αποδυναμώσει τους Κούρδους, θα έπρεπε να υποστηρίξει τους τζιχαντιστές (κάτι το οποίο έπραττε μέχρι πριν από λίγο καιρό ανοιχτά ή / και συγκεκαλυμμένα). Όμως, με ολόκληρη την πολιτισμένη κοινότητα να στρέφεται κατά του ΙΚ, η Τουρκία δεν έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει την υποστήριξη των τζιχαντιστών, ενώ ταυτόχρονα θα είναι αυτοκαταστροφικό να βοηθήσει τους Κούρδους. Η Τουρκία, με την πολιτική που ακολούθησε στο Ιράκ (ειδικά το 2003 με την άρνησή της να βοηθήσει τις ΗΠΑ στον 2ο Πόλεμο του Κόλπου) και στη Συρία (εκτρέφοντας το IΚ για να χτυπήσει τον Άσαντ), το μόνο που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει ένα εύρωστο, εκ φύσεως εχθρικό, κουρδικό κράτος, καθώς και ένα επιθετικό και δύσκολα ελέγξιμο ισλαμιστικό μόρφωμα.
Το δίλημμα της Τουρκίας αναφύεται μέσα από το προαναφερόμενο αδιέξοδο το οποίο αντιμετωπίζει. Είτε θα πρέπει τελικά να υποστηρίξει το ΙΚ, σε αντίθεση με τη βούληση ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας, έτσι ώστε να αποδυναμώσει τους Κούρδους στον δρόμο τους προς τη χειραφέτηση, είτε θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της Δύσης και της Ρωσίας μέσω της εμπλοκής της κατά του ΙΚ, οπότε θα δώσει χώρο στην ενδυνάμωση των Κούρδων αλλά και ανάσα στον Άσαντ και τον ιρανικό παράγοντα. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, κάθε επιλογή έχει τεράστιο κόστος για την Τουρκία, αφού ή θα πρέπει να ανεχθεί ένα «χαλιφάτο» το οποίο δεν μπορεί πλέον να ελέγξει ή θα δει ένα κουρδικό κράτος στη Συρία σε στενή σχέση με το ΡΚΚ αλλά και το Ερμπίλ ή ακόμα και τα δύο ταυτόχρονα.
Για την ώρα, η Τουρκία ισχυρίζεται πως χτυπάει «κάθε είδους τρομοκρατία», πολύ σύντομα όμως θα αποκαλύψει την ατζέντα της, διότι εάν και εφόσον πραγματοποιήσει την εισβολή στη Συρία, θα στραφεί είτε κατά του ΙΚ είτε κατά των Κούρδων. Σε κάθε περίπτωση θα αναγκαστεί να έρθει αντιμέτωπη με τα οδυνηρά και επικίνδυνα για την ίδια αποτελέσματα των πολιτικών επιλογών της.
Εν κατακλείδι, αυτό που συμβαίνει στην περιοχή του Λεβάντε (Συρίας) και το Ιράκ, πέραν των άμεσων αρνητικά επηρεασμένων από τα τεκταινόμενα, της Δαμασκού και της Βαγδάτης, που ακόμα και εάν επιβιώσουν θα εξέλθουν βαριά λαβωμένες από τη δοκιμασία, έχει έναν τεράστιο νικητή, έναν συγκλονιστικά μεγάλο ηττημένο και μια «wild card» («αστάθμητος παράγοντας»), της οποίας η τύχη θα εξαρτηθεί από τις γενικές ισορροπίες που θα δημιουργηθούν στην ευρύτερη περιοχή. Ο μεγάλος νικητής είναι οι Κούρδοι, ο μεγάλος ηττημένος είναι η Τουρκία ενώ ο «τρελός» του παιγνίου είναι το ΙΚ.
Σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπως είναι το ανοιχτό πλέον Ανατολικό Ζήτημα, η νίκη του ενός αυτομάτως συμβαδίζει με την ήττα του άλλου.
Είναι πιθανόν στο μέλλον η τουρκική εξωτερική πολιτική της περιόδου 2003-2015 να διδάσκεται σε πανεπιστήμια, διπλωματικές και στρατιωτικές σχολές όλου του πλανήτη, ως υπόδειγμα μιας αναθεωρητικής και αλαζονικής πολιτικής, που αντί της ισχύος που ευαγγελιζόταν, επέφερε πόνο, πόλεμο, ήττα, τελικά ίσως και τη διάλυση της χώρας που την υιοθέτησε.