Συνονθύλευμα σκέψεων

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα φυλλορροεί και οι κάτοικοί της στη μεγάλη πλειονότητά τους, γηγενείς και μη, υποφέρουν αφάνταστα. Ασφαλής διέξοδος δεν είναι ορατή. Η κυβέρνηση, με χαμένη τη δεδηλωμένη, ακροβατεί. Και η εθελόδουλη αντιπολίτευση –ναι, αυτή που μας κυβερνούσε ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ με τους Σαμαροβενιζέλους– περί άλλα τυρβάζει.

Αυτή την περίοδο… λάμπουν καινούργια και αναπαλαιωμένα αστέρια του πολιτικού μας στίβου. Όλα τους μέχρι θανάτου γερμανόφιλα. Ο πολύς Στ. Θεοδωράκης, που υποστηρίζει πότε το άλφα και πότε το αντίθετο του άλφα με το δάχτυλο σηκωμένο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που άδειασε με τη σέσουλα το ουδόλως υπερφορτωμένο –σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης– Δημόσιο, ο εμετικός και θρασύς Λοβέρδος, που τόλμησε να επιτεθεί στον κορυφαίο καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Κασιμάτη, και άλλοι πολλοί, με προεξάρχοντες τον τσεκουροβγάλτη Βορίδη και τον… παντογνώστη και μονίμως στριγκλίζοντα Άδωνι. (Άδωνις, του Αδ-όνειδος, σύμφωνα με την επιτυχέστατη γενική του ονόματός του κατά τον «Μετέωρο» της «Εφημερίδας των Συντακτών».)

Αρκετοί από τους ως άνω τα έχουν βάλει, ελλείψει άλλης ενασχόλησης –περί άλλα τυρβάζει η αντιπολίτευση, σημείωσα παραπάνω–, με τον Βαρουφάκη! Με τον ιδιοφυή οικονομολόγο που ύψωσε το ανάστημά του στους εκδικητικούς δανειστές, έφερε στο προσκήνιο το αβίωτο του χρέους και συνέβαλε ουσιαστικά στη διεθνοποίηση της ελληνικής τραγωδίας.

Εάν πρέπει να κατηγορηθεί για κάτι ο Βαρουφάκης, αυτό συνίσταται στο ότι δεν επέμεινε στην εφαρμογή του εναλλακτικού σχεδίου του. Και ποιοι, παρακαλώ, τον έχουν στο στόχαστρο; Τα τσόλια της δημοσιογραφίας, οι ουτιδανοί της πολιτικής, οι δικηγορίσκοι της δεκάρας και οι βαθύπλουτες ελίτ της χώρας μας, ενισχυόμενες και από εκείνες του εξωτερικού.

Με την ευκαιρία της αμέριστης υποστήριξής μου στον Γιάνη Βαρουφάκη, παρά τις εν πολλοίς ενοχλητικές ιδιορρυθμίες του –το ένα «ν» το πήρε, εικάζω, από τον Ιάνη Ξενάκη, συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής–, διευκρινίζω ότι, όταν χρησιμοποιώ τη λέξη «εξωτερικό», εννοώ πρωτίστως τους Γερμανούς. Τους Γερμανούς, τους οποίους εξυπηρέτησα τα μάλα, μαζί με τον αείμνηστο Αλέξανδρο Σχινά, κυρίως μέσω της δημοφιλέστατης τότε ελληνικής εκπομπής της «Ντόιτσε Βέλε». Μιας εκπομπής που περάτωσε το μαχητικό της έργο με την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974. Τριάντα τρία δηλαδή χρόνια μετά το 1941. Ταυτόχρονα, όμως, με τη συγκεκριμένη αυτή δραστηριότητα –τα τριάντα τρία χρόνια που προηγήθηκαν, αρχίζοντας με τα απάνθρωπα εγκλήματα των χιτλερικών δυνάμεων την περίοδο της Κατοχής της πατρίδας μου, είναι σχετικά μικρό χρονικό διάστημα–, συνήργησα κι εγώ στην άμβλυνση των εντονότατων ressentiments εις βάρος των Γερμανών. Γεγονός που εκ των υστέρων, δεδομένης της σημερινής στάσης του Βερολίνου, βαραίνει τη συνείδησή μου. Πάν
τως, ανεξάρτητα από την έμμεση προσωπική μου ευθύνη, η Μέρκελ και ο Σόιμπλε με τις τιμωρητικές εναντίον μας αποφάσεις τους αναβίωσαν τις φρικιαστικές μνήμες από τις κτηνώδεις πράξεις των προγόνων τους. Μνήμες που λειτουργούν ως μπούμερανγκ και τους πλήττουν ανεξίτηλα.

Κύριο θέμα αυτού του «Συνονθυλεύματος» είναι η ΔΙΑΣΠΑΣΗ –όχι οι… διαφωνίες, οι… παρεξηγήσεις ή οι… αντιπαλότητες και πολύ λιγότερο η… κρίση– του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται αναμφισβήτητα για πολύ δυσάρεστο γεγονός. Το χειρότερο, όμως, που έχει να κάνει κανείς, είναι να βρίσκεται ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα και να προσπαθεί να μεσολαβήσει συμβιβαστικά.

Στο προηγούμενο άρθρο μου έγραφα κατηγορηματικά: «ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΙΟ ΟΙ ΑΝΤΙΦΡΟΝΟΥΝΤΕΣ». Και πρόσθετα ανάλγητα για τον Τσίπρα: «Ο Αλέξης Τσίπρας θα κάνει μέγιστο λάθος εάν επιδιώξει, όπως διαδίδεται, να μετατρέψει τα αυριανά ή μεθαυριανά απομεινάρια του ΣΥΡΙΖΑ σε προσωποπαγές και αρχηγικό κόμμα».

Παρακολούθησα τη συνέντευξή του την Τετάρτη και την ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή την Πέμπτη. Τόσο η συνέντευξή του όσο και η ομιλία του περιείχαν αντιφάσεις. Παράδειγμα: Η προσπάθεια να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα στις Σκουριές προς μέγιστη αγανάκτηση των γνωριζόντων τα πράγματα στην περιοχή. Δεν παραγνωρίζω το απάνθρωπο στρίμωγμά του επί 17 ώρες από τα καθάρματα των αθέμιτων «θεσμών». Όμως, υπέγραψε. Και υπέγραψε τόσο την καταστροφή της χώρας μας όσο και την αυτοκαταστροφή του. Επιμένει, ωστόσο, σε μια ανέφικτη δικαίωση. Κανένας σκεπτόμενος πολίτης δεν μπορεί να χωνέψει πώς το 62% του περήφανου «ΟΧΙ» μετατράπηκε σε ένα επαίσχυντο «ναι». Εκεί χάθηκε το παιχνίδι για τον φέροντα ακόμα τον τίτλο του πρωθυπουργού, αλυσοδεμένου γαρ, και για όλους μας. Ενός χαρισματικού ηγέτη που υπήρξε το ίνδαλμα εκατομμυρίων πολιτών.

Περιμένω την αξιοπρεπή παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα. Γιατί, αν επιμείνει στην ευόδωση των διεκδικήσεών του, θα ηττηθεί πανηγυρικά. Και κάτι άλλο: Με μια εκτός Τσίπρα κυβέρνηση, υπόδουλη στις ορέξεις των εχθρών της πατρίδας μας, ενδέχεται να βρεθεί μια κάποια λύση.


Σχολιάστε εδώ