ΘΕΕ ΜΟΥ, ΜΑ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΒΛΑΚΑΣ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΝΑ ΝΙΩΘΩ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΕΝΩ ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΜΑΙ

Όταν μέ εκτελέσανε
θά ‘τανε μεσημέρι
βρέθηκε η απόδειξη
σ’ ένα παλιό τεφτέρι.
•••
Εβρέθηκε καί ένα CD
λιγάκι μουχλιασμένο
νά απαγγέλω ποίημα
πένθιμο, λυπημένο.
•••
Όσοι μέ εγνωρίζανε
κάνανε τόν σταυρό τους
γιατί αλλιώς μέ ήξεραν
στόν πρώιμο καιρό τους.
•••
Προχτές συναντηθήκαμε
καί τώρα πεθαμένος;
Τί διάβολο είν’ η ζωή,
φίλος τώρα ξένος;
•••
Ψάξανε γιά τόν τάφο μου
αδίκως όμως ψάξαν
ποτέ δέν βρήκανε μεριά
πού πιθανώς μέ θάψαν.
•••
Νεκρός ενομιζόμουνα
κι εγώ μά τήν αλήθεια
τώρα τί λέγαν τά χαρτιά
ήτανε παραμύθια.
•••
Διότι δέν ανέφεραν
τήν μετανάστευσή μου
ούτε κι αυτή η Κόλαση
εκεί τήν έλευσή μου.
•••
Όλοι μέ κέρναγαν ποτά
δείχνανε τήν χαρά τους.
(Σκύλοι μπρός στό αφεντικό
κουνούσαν τήν ουρά τους).
•••
Όμως γιατί δέν ένιωθα
τήν ζήση τήν παρούσα
καί πεθαμένος ένιωθα
μήν κάπνιζα τήν Προύσα;
•••
Τί θέλαν μελοδράματα
σέ βρώμικα κιτάπια;
(Η δέ φωνή μου αλλόκοτη
λές καί λαλούσε πάπια.)
•••
Όχι καλοί μου Έλληνες
δέν ήμουν πεθαμένος
απλά έτσι ενόμιζα
στήν Χώρα μου ώς ξένος.
•••
Θέατρο δέν τό έπαιζα
καί τρελαμένος ΟΧΙ.
Αφού όλοι τήν βλέπανε
δική τους καί μετόχι,
•••
καί όλοι μού φερόντανε
λές κι ήμουνα πουτάνα
πού πέθανε τυρρανικώς
βράδυ στήν Αλαμάνα.
•••
Ο δέ Βρυώνης πανταχού
τόν Διάκο αναζητούσε
κι αλλοπαρμένος ένιωθα
καί κόντρα μέ ρωτούσε:
•••
Θέλω ένα κατάστημα
δίκην δηλητηρίου
νά σάς ποτίσω άχρηστοι
στήν Γέφυρα τού Ρίου.
•••
Σ’ αυτόν τόν Κόσμο έζησα
τρελός, ζουρλοπαντιέρα
μέ Μάνα τήν απόγνωση
καί φόρο τόν Πατέρα.
…………………………………………………
Δέν είναι παράδοξο νά αισθάνεσαι ελεύθερος
στήν Χώρα σου, ανάγκη είναι νά τό ξέρουν
καί νά τό σέβονται όσοι εχθρεύονται
τήν λέξη ελευθερία. Υπάρχουν τέτοιοι;


Σχολιάστε εδώ