ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ σ’ επικίνδυνο κατήφορο στο Κυπριακό

Πρωτεργάτες στην επιχειρούμενη «λύση» είναι τα κόμματα ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώνουμε την αναγόρευση σε δήθεν εθνική στρατηγική μιας πολιτικής συνεχών διολισθήσεων και υποχωρήσεων που προσεγγίζουν τα όρια της πλήρους συνθηκολογήσεως. Η θέση του Νίκου Αναστασιάδη, σημερινού Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Προέδρου προηγουμένως του ΔΗΣΥ, ήταν γνωστή κατά την κρίσιμη φάση του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν το 2004. Εξελέγη τελικά στο ύπατο αξίωμα, μέσα στο κλίμα της γενικής αποδοκιμασίας που δημιούργησε η θητεία του πρώην Προέδρου Δημήτρη Χριστόφια, τόσο στο εθνικό θέμα όσο και στο θέμα της οικονομίας.

Ο τελευταίος έδωσε δείγματα της πολιτικής του από την εποχή ακόμη που ήταν κυβερνητικός εταίρος στην κυβέρνηση του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου.

Στο δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν η ηγεσία του ΑΚΕΛ είχε αποφασίσει να ψηφίσει «ναι». Ανέκρουσε όμως πρύμνα όταν διαπίστωσε ότι τα στελέχη και οι εκλογείς του ΑΚΕΛ δεν ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν αυτή την κομματική γραμμή.

Ο νέος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης αναδέχθηκε ουσιαστικά την κληρονομιά των υποχωρήσεων Χριστόφια στο Κυπριακό. Διαχειρίσθηκε επίσης με καταστροφικό τρόπο την οικονομική κρίση που κληρονόμησε από τον προκάτοχό του.

Υπό τις πιέσεις του ξένου παράγοντα, ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, με βυθισμένη την Κύπρο σε οικονομική κρίση και αποδυναμωμένη διπλωματικά, έσπευσε να επαναλάβει τις διακοινοτικές συνομιλίες. Υπέγραψε μάλιστα μια νέα διακήρυξη αρχών με την οποία υπεχώρησε ουσιαστικά και από τις τελευταίες κύριες κόκκινες γραμμές της Ελληνικής πλευράς. Οχυρώθηκε πίσω από το προπέτασμα καπνού και την προφανή πλάνη ότι δήθεν έγιναν δεκτές οι αρχές που έθετε παγίως η Ελληνική πλευρά για μια ενιαία κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια.

Τίποτε όμως από αυτά δεν ισχύει. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος της 11ης Φεβρουαρίου, είναι προφανές ότι αυτό που δίνεται με το ένα χέρι στη μια παράγραφο, παίρνεται πίσω με το άλλο χέρι στην άλλη παράγραφο. Η δήθεν ενιαία κυριαρχία, π.χ., διευκρινίζεται ότι απορρέει ισοτίμως από τα δύο συνιστώντα μέρη. Αφήνεται μάλιστα το κατάλοιπο εξουσίας στα δύο μέρη για του λόγου το ασφαλές ότι δεν θα είχαμε στην περίπτωση της λεγομένης «επανενώσεως» επανένταξη των κατεχομένων στην υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά δημιουργία εξ υπαρχής νέου κράτους, με «ισότιμο» συνεταιρισμό των δύο συνιστώντων «κρατών»!

Το ίδιο ισχύει για τη δήθεν ενιαία ιθαγένεια και την ενιαία διεθνή προσωπικότητα. Η ενιαία διεθνής προσωπικότητα θα ήταν μόνο κατ’ επίφαση. Στην πραγματικότητα, πίσω από το προπέτασμα αυτό, το ψευδοκράτος και η Τουρκική κατοχή θα αναγνωρίζονταν ως ισότιμο και ισοκυρίαρχο μέρος. Τίποτε δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη δική τους σύμφωνη γνώμη, γεγονός που θα έθετε ολόκληρη την Κύπρο υπό τον στρατηγικό και γεωπολιτικό έλεγχο της Άγκυρας και του Βρετανού συμμάχου της.

Η εκπροσώπηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν «ισότιμη». Με τον τρόπο αυτό η Άγκυρα θα μετέτρεπε την Κύπρο σε Τούρκο μπαϊρακτάρη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και θα αποκτούσε μια θέση σ’ αυτό από την πίσω πόρτα, μέσω Κύπρου. Το φυσικό αέριο της Κύπρου θα περιερχόταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, στην Τουρκική πλευρά. Πρώτον, με το διεκδικούμενο μερίδιο των Τουρκοκυπρίων. Δεύτερον, με την εξαγωγή του στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Τρίτον, με την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας από την «Ενωμένη Ομόσπονδη Κύπρο» των δύο ίσων συνιστώντων κρατών.

Δεν χρειάζεται να μακρηγορήσει κανείς για τις ευρύτερες γεωπολιτικές συνέπειες σε βάρος του Ελληνισμού από μια κατάρρευση του μετώπου στην Κύπρο με την επίφαση μιας δήθεν «λύσεως». Πώς θα στηριχθούν, μεταξύ άλλων, οι στρατηγικές σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο;

Η εκλογή, ως αρχηγού των Τουρκοκυπρίων αλλά και ως «Προέδρου» του ψευδοκράτους, του Μουσταφά Ακιντζί έδωσε μια νέα ώθηση στις αυταπάτες και στην παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Με πρόσχημα την «προσέγγιση» και τα Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), προωθείται ουσιαστικά η ντε φάκτο αναγνώριση του ψευδοκράτους. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκε την κατεχόμενη Κύπρο για να συνεορτάσει με τον «προοδευτικό» Μουσταφά Ακιντζί την 41η επέτειο της Τουρκικής εισβολής. Ο ίδιος δήλωσε ότι η σημερινή συγκυρία «είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί»! Πράγματι, τι άλλο διεκδικεί η Τουρκική πλευρά από αυτά που ήδη παρεχώρησε η Ελληνική πλευρά; Διεκδικεί το πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο και τις εγγυήσεις της Άγκυρας. Ήδη όμως θεωρεί ως δεδομένη την αναγνώριση των τετελεσμένων και την περιβόητη διζωνική ομοσπονδία, με «πολιτική ισότητα», που μεταφράζεται στην καλύτερη για την Τουρκική πλευρά διχοτόμηση, υπό το ψευδώνυμο της «επανενώσεως» και την προπαγάνδα της αποτροπής δήθεν της διχοτομήσεως!

Τα δύο κόμματα, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, και προσωπικά ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, με πρόσχημα την «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους και τη «λύση», διολισθαίνουν προς τη συνθηκολόγηση και την απεμπόληση του εθνικού αγώνα του Κυπριακού λαού.

Ανησυχίες όμως και ερωτηματικά προκαλεί και στην Αθήνα ο πρόσφατος διορισμός στη θέση του αναπληρωτή υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Σίας Αναγνωστοπούλου, που είναι πολύ γνωστή για τη στάση που τήρησε έναντι του Σχεδίου Ανάν το 2004. Τι σημαίνει αυτός ο διορισμός;

Η δήλωση Ερντογάν στα κατεχόμενα για «ευκαιρία στην Κύπρο που δεν πρέπει να χαθεί» έχει ένα βαθύτερο νόημα. Προσδοκία της Τουρκικής πλευράς για διπλωματικό θρίαμβο στην Κύπρο, τον οποίο ο Ερντογάν θα κάνει σημαία για τον ίδιο και το κόμμα του στις προσεχείς εκλογές.

Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει, δυστυχώς, η Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομικοί. Είναι και ευθέως εθνικοί.


Σχολιάστε εδώ