Αριστερή «καθαρότητα» με δεξιές ψήφους
Τα πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά αντίποινα εφαρμόσθηκαν για να ακυρώσουν: Πρώτον, τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία απέρριψε την εκβιαστική πρόταση της γερμανικής ηγεσίας, που είχε ως «γραμματοκομιστή» τον Ζ. Κλ. Γιούνκερ και προσέφυγε στο δημοψήφισμα. Δεύτερον, να τσακίσουν την αντίσταση του ελληνικού λαού, που εκδηλώθηκε μέσα από το ιστορικής σημασίας «ΟΧΙ» και να αποδείξουν ότι το 4ο Ράιχ μπορεί να συντρίψει ανελέητα όποιον αμφισβητεί την εξουσία του.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, επέβαλαν, μέσα από τον ακραίο εκβιασμό, όρους απαξιωτικούς για την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ και ταπεινωτικούς για την εθνική μας κυριαρχία. Άμεσος στόχος, η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ με την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας αλλά και των ΑΝΕΛ και βαθύ ρήγμα στη σχέση κυβέρνησης – κοινωνίας… Η πτώση της κυβέρνησης και η διαδοχή της από κάποιους των μνημονιακών αχυρανθρώπων φάνταζε ως νομοτελειακού και άμεσου χαρακτήρα συνέπεια.
Αυτό το «σχέδιο» είχε διατυπώσει ανοικτά ο Μ. Σουλτς αλλά και ο ίδιος ο Β. Σόιμπλε εδώ και μήνες. Και γι’ αυτό μέσα από αυτόν τον συνολικό «πολιτικό σχεδιασμό» διαμορφώθηκαν κρίσιμες «περιοχές» της συμφωνίας.
Ενώ το «εξωτερικό πραξικόπημα», που επέβαλε εκβιαστικά ένα τρίτο Μνημόνιο, πέτυχε, το «εσωτερικό πραξικόπημα» είχε επιμέρους «αποτελέσματα»… Η Αριστερή Πλατφόρμα, προβάλλοντας ως απόλυτες αξίες και «αλήθειες» την ιδεολογικοπολιτική καθαρότητα και τις προγραμματικές δεσμεύσεις, απέρριψε το τρίτο Μνημόνιο. Μέχρι εδώ κατανοητή η αντίδραση. Στον αντίποδα όμως πρότεινε ως πρόσφορη και εφικτή εναλλακτική λύση την επάνοδο σε εθνικό νόμισμα και στη συνέχεια ακρωτηρίασε την κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία καθιστώντας ουσιαστικά τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση «ομήρους» των κομμάτων που υπηρέτησαν τα Μνημόνια και ενσωματώθηκαν πλήρως στη λογική τους.
Ιδεολογική συνέπεια ή παραίτηση;
* Πρώτη παρατήρηση: Η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι συνάθροιση, συμπαρουσία «φραξιών» και πολιτικοϊδεολογικών «συνιστωσών». Υπάρχουν συλλογικοί κυβερνητικοί θεσμοί, όπου είναι χρήσιμο και απαραίτητο να διατυπώνονται όλες οι απόψεις και να αντιπαρατίθενται, αλλά τελικώς προκύπτει μια συλλογική απόφαση, μια ενιαία στάση.
Το ίδιο ισχύει για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την εκτελεστική εξουσία. Όσοι θεωρούν ότι η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδίου θεσμικού και λειτουργικού περιεχομένου με την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ και τις κομματικές συναθροίσεις και διαδικασίες, τότε δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα τη θεσμική – περιεχομενική διάκριση μεταξύ κυβέρνησης και κόμματος. Δεν κατανοούν ότι εκπροσωπούν και διαχειρίζονται τις ανάγκες και τα συμφέροντα ενός ολόκληρου λαού και της χώρας τους και όχι κάποια κομματικά μέλη.
Στην πραγματικότητα, η δοκιμασία διαχείρισης της κεντρικής εξουσίας, η σύγκρουση με πανίσχυρες δομές και συμφέροντα έχει πολύ περισσότερες απαιτήσεις από τις συνελεύσεις σε κομματικές θεσμικές διαδικασίες. Ορισμένοι, μέσα από την επίκληση της ιδεολογικοπολιτικής καθαρότητας, προτιμούν ίσως την επάνοδο στην «κομματική θαλπωρή». Γι’ αυτό και ζητούν συνέδρια και διαδικασίες προκειμένου να ικανοποιήσουν τον ιστορικό στόχο τους: Να ανατρέψουν τον Αλ. Τσίπρα και τη «συμβιβασμένη» ηγετική ομάδα και να επιβάλουν, επιτέλους, την άποψή τους ως ηγεμονική στρατηγική στο όποιο κομματικό «υπόλοιπο» απομείνει…
Σχέδιο α’: Παράλληλο πρόγραμμα
* Δεύτερη παρατήρηση: Σχέδιο β’ δεν υπήρχε και δεν υπάρχει σε μια κατεστραμμένη οικονομία, το τραπεζικό σύστημα της οποίας έχει διαλυθεί μέσα από τις «εργώδεις» προσπάθειες της γερμανικής ελίτ και προσωπικά του Β. Σόιμπλε εδώ και χρόνια. Για να υπάρξει σχέδιο β’ πρέπει να υπάρξει πριν απ’ όλα σχέδιο α’. Θα πρέπει δηλαδή πριν από όλα η ελληνική οικονομία να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, να παραχθεί εγχώριος πλούτος, να ανασυγκροτηθεί, έστω και οριακά, η παραγωγή δομή της χώρας.
Είναι φανερό ότι και το νέο Μνημόνιο θα αναπαραγάγει το «σπιράλ θανάτου» και είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ένα Grexit. Αυτό είναι ίσως το «εναλλακτικό» πρόγραμμα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη που προωθεί η γερμανική ελίτ. Γι’ αυτό και είναι απολύτως αναγκαίο να διαμορφωθεί -σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα- ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα διαμορφωθεί επιτελικά και θα αφορά συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και της παραγωγικής δραστηριότητας, οι οποίοι θα παρέχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Σ’ αυτούς τους τομείς θα πρέπει να κατευθυνθούν και να αξιοποιηθούν τα 35 δισ. ευρώ του επενδυτικού πακέτου και να μη γίνουν βορά επιμέρους συμφερόντων.
Είναι συνεπώς απαραίτητο να διαμορφωθεί και να προωθηθεί ένα δεύτερο, ένα «παράλληλο» -και σε αντίρροπη κατεύθυνση κινούμενο- πρόγραμμα που θα αφορά τη σχεδιασμένη ανάπτυξη, τη ρήξη με τις δομές της διαπλοκής, την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής, των μεγάλων φοροφυγάδων που κοσμούν τις διάφορες λίστες και βρίσκονται μέχρι σήμερα στο απυρόβλητο. Μια σειρά τέτοιου είδους παρεμβάσεων μπορεί να έχει σοβαρές θετικές πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις και να ανασχέσει σε έναν σοβαρό βαθμό τις αρνητικές συνέπειες των στρατηγικών της λιτότητας και της διάλυσης των κοινωνικών θεσμών, τις οποίες υπηρετούν τα Μνημόνια. Επιπρόσθετα μπορούν να νοηματοδοτήσουν με θετικό πρόσημο τις ιδεολογικές και κοινωνικές αντιλήψεις της σημερινής κυβέρνησης και να αναβαπτίσουν και να διευρύνουν τη στήριξή της από τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπάρξει σχέδιο β’ εάν δεν προωθηθεί και θεμελιωθεί ένα σχέδιο α’, ένα σχέδιο παραγωγικής ανάπτυξης και κοινωνικής προστασίας.
Η ιστορική κρίση που διέρχεται σήμερα η ΕΕ με επίκεντρο την Ευρωζώνη, εξαιτίας της φιλοδοξίας της γερμανικής ελίτ να αναβιώσει το όνειρο ενός 4ου Ράιχ, μιας πλήρους πολιτικής, οικονομικής και ιδεολογικής κυριαρχίας πάνω στον ευρωπαϊκό χώρο, καθιστά κάθε είδους πρόβλεψη παρακινδυνευμένη. Είτε η ΕΕ θα αναδιοργανωθεί σε νέα βάση είτε θα οδηγηθεί σε μια νέα καταστροφή.
Τον μόνο ανασχετικό παράγοντα σε μια αρνητική – καταστροφική εξέλιξη αποτελεί η συνειδητοποίηση και δράση των ευρωπαϊκών λαών. Άλλωστε την Ιστορία τη «γράφουν» εκείνοι που αγωνίζονται, που πιστεύουν στο δίκιο τους και όχι εκείνοι που «αποσύρονται» και παραιτούνται. Υπέρτατη αξία, άλλωστε, δεν αποτελούν κάποιες ιδεολογικές αρχές, αλλά ο ίδιος ο συνεχής αγώνας για ελευθερία, αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη.